Μουντιάλ: Αρχίζει το ματς

Δεν θέλουμε ούτε στηρίζουμε εμίρη και Κατάρ. Γουστάρουμε και βλέπουμε Μέσι και Νεϊμάρ!
Ντόχα Κατάρ Νοέμβριος 2022
Ντόχα Κατάρ Νοέμβριος 2022
China News Service via Getty Images

Σκέψεις πάνω στον θεσμό του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου και προβληματισμοί για μία τελική φάση που διεξάγεται σ’ ένα από τα πλουσιότερα και πλέον ανελεύθερα και αποκρουστικά καθεστώτα του πλανήτη.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να βλέπει κανείς το παγκόσμιο κύπελλο του Κατάρ αρνητικά: πρώτα πρώτα ο ορισμός του πλούσιου σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο εμιράτου ως διοργανώτριας χώρας προκαλεί πολλά ερωτήματα για τα κριτήρια που επικράτησαν για την επιλογή αυτή. Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι ο χρηματισμός των αρμοδίων υπήρξε ένα από αυτά.

Έπειτα, δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συμπαθεί κανείς ένα κράτος που με τον τεράστιο πλούτο του στηρίζει ανελεύθερα καθεστώτα (η Τουρκία είναι ένα από αυτά), χρηματοδότησε το Ισλαμικό Κράτος και εξαγοράζει με άνεση και κυνισμό περιουσίες σε όλο τον κόσμο για επενδύσεις, που μόνο την τοπική οικονομία και παραγωγή δεν στηρίζουν, όπως πολυτελή ξενοδοχεία και καζίνο.

Το ίδιο το Κατάρ, ως γνήσιο ισλαμικό κράτος, καταπατά τα ανθρώπινα και τα ιδίως δικαιώματα των γυναικών ενώ αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία ως ποινικό αδίκημα. Η δε εκμετάλλευση των εργατών είναι άγρια και γενικότερα οι εργασιακές συνθήκες είναι κυριολεκτικά απάνθρωπες Μόνο για την κατασκευή των γηπέδων λέγεται ότι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της σκληρής εργασίας σε αφόρητη ζέστη χιλιάδες αλλοδαποί εργαζόμενοι.

Το ποδόσφαιρο, ωστόσο, και ιδιαίτερα το παγκόσμιο κύπελλο ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένο με ανελεύθερα καθεστώτα, που εκμεταλλεύονταν τη δημοφιλία του αθλήματος για να βελτιώσουν την εικόνα τους. Ήδη στην πρώτη διοργάνωση που έλαβε χώρα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ιταλία, το 1930, το μουντιάλ αντιμετωπίστηκε από τον Μουσολίνι ως η καλύτερη ευκαιρία για διαφήμιση του καθεστώτος. Για τον λόγο αυτό, επένδυσε τεράστια ποσά και εξαγόρασε Νοτιοαμερικανούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που «ανακάλυψαν» τις ιταλικές τους ρίζες. Η Ιταλία, που κέρδισε το τρόπαιο, νίκησε έχοντας τη σκανδαλώδη εύνοια της διαιτησίας. Το ίδιο επαναλήφθηκε το 1938 στη Γαλλία με τη χαρακτηριστική εικόνα της Εθνικής Ιταλίας να χαιρετά ναζιστικά ενώ στα παιχνίδια της οι Γάλλοι και οι Ιταλοί δημοκράτες θεατές την αποδοκίμαζαν έντονα.

Την ποδοσφαιρική τιμή του θεσμού θα σώσει όμως στα μεταπολεμικά χρόνια η μαγεία που πρόσφεραν στα γήπεδα, κυρίως οι ομάδες της Βραζιλίας με τον Λεονίντας, τον Ζιζίνιο, τον Πελέ, τον Ντίντι, τον Γκαρίντσα, τον Ζαγκάλο και τους άλλους θρύλους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και της Ουγγαρίας με τους Πούσκας, Κότσις, Τίμπορ και Χιντεκούτι. Μεγάλες συγκινήσεις θα προσφέρουν οι αγώνες και, ιδιαίτερα οι τελικοί που έμειναν στην ιστορία, όπως του 1950 στο Μαρακανά των 200.000 θεατών που βύθισε μια ολόκληρη χώρα στο πένθος γιατί η Βραζιλία ηττήθηκε από την Ουρουγουάη και του 1954 στη Βέρνη όπου η πανίσχυρη Ουγγαρία ηττήθηκε αναπάντεχα από τη Δυτική Γερμανία (το «θαύμα της Βέρνης»).

Η μαγεία, ωστόσο, θα σκιάζεται πάντα από τη σκοπιμότητα, τις ίντριγκες, την πολιτική. Η διοργανώτρια του παγκοσμίου κυπέλλου του 1966, Αγγλία, θα κερδίσει το μοναδικό τρόπαιο στης ιστορίας της μ’ ένα από τα πιο αμφισβητήσιμα τέρματα της ιστορίας του ποδοσφαίρου, αφού ακόμη και με τα σύγχρονα μέσα είναι μάλλον αμφίβολο να έχει περάσει η μπάλα τη γραμμή.

Για να έρθει και πάλι η καλύτερη ίσως εθνική ομάδα ποδοσφαίρου που έπαιξε ποτέ σε μουντιάλ, η Βραζιλία του Πελέ του 1970, για να ξανακάνει τους φιλάθλους όλου του πλανήτη να παραληρούν και κάθε πιτσιρικά να ονειρεύεται κλοτσώντας ένα τόπι στη γειτονιά του.

Το ίδιο θα πετύχει και η Ολλανδία των Κρόιφ, Νέσκενς, Σουρμπίρ που μπορεί να μην κατέκτησε κανένα κύπελλο χάνοντας τελικά δύο τελικούς το 1974 και το 1978 αλλά κέρδισε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Και σίγουρα το ότι ειδικά στον δεύτερο τελικό, του 1978, έπαιξε με τη διοργανώτρια Αργεντινή, το φασιστικό καθεστώς της οποίας είχε επενδύσει στην επιτυχία της ομάδας ταυτίζοντάς την, όπως ο Μουσολίνι τη δεκαετία του ’30 με την ισχύ του καθεστώτος του, κατέστησε την Ολλανδία ακόμη δημοφιλέστερη. Κανείς δεν πείστηκε ποτέ ότι η Αργεντινή κέρδισε δίκαια εκείνο το παιχνίδι. Ο κόσμος του ποδοσφαίρου, όσοι αγαπούν αυτό το άθλημα, θεωρούν ακόμη και σήμερα ότι πραγματικός νικητής σ’ εκείνο το παιχνίδι ήταν η Ολλανδία, δηλαδή η ποδοσφαιρική πανδαισία.

Ακολούθησαν κι άλλα μουντιάλ που οι περισσότεροι έχουμε παρακολουθήσει και θυμόμαστε γιατί μας χάρισαν στιγμές που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ποδοσφαίρου ως του δημοφιλέστερου αθλήματος, εκείνου που επιτρέπει και στην πιο άσημη, άπειρη και αδύναμη ομάδα να ονειρεύεται κάνοντας τους ανθρώπους των πιο φτωχών χωρών και γειτονιών, τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου να ταυτίζονται μαζί της. Γιατί όταν συμβαίνει το θαύμα, του Δαυίδ που νικάει τον αλαζονικό Γολιάθ, αποτελεί την «εκδίκηση των περιφρονημένων ρόλων».

«Όπιο του λαού» θα σχολιάσει κάποιος. Σίγουρα αντιμετωπίζεται έτσι, κυρίως από τα ανελεύθερα καθεστώτα. Να όμως που όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο θα είναι πάντα με την Ολλανδία του Κρόιφ κι όχι με την Αργεντινή του δικτάτορα Βιντέλα. Και πάλι, θα είναι πάντα με τον Μαραντόνα και τη δική του Αργεντινή κι όχι με τους παράγοντες, τις κυβερνήσεις, και τους πλούσιους VIPS των θεωρείων. Και σίγουρα όχι με τα στημένα παιχνίδια που έσπρωξαν τη Νότια Κορέα στον ημιτελικό του παγκοσμίου κυπέλλου του 2002 επειδή ήταν η διοργανώτρια.

Η καθημερινότητα που βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη είναι γεμάτη βία, αδικία, ανισότητα, εκμετάλλευση, μόλυνση και ανασφάλεια. Δεν είναι οι λίγες ώρες που θα ξεσκάσουν και θα διασκεδάσουν, θα συγκινηθούν, θα γοητευτούν και θα πανηγυρίσουν ή θα κλάψουν που θα τους κάνουν να ξεχάσουν την πραγματικότητα, γιατί τη ζουν όλες τις υπόλοιπες μέρες και ώρες της ζωής τους.

Όσοι επικρίνουν το ποδόσφαιρο διότι τάχα «αποπροσανατολίζει τις μάζες», συνήθως τις περιφρονούν και τις κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Ξεχνούν έτσι ότι όλοι έχουμε το δικαίωμα στην ελαφρότητα και στη διασκέδαση με ένα θέαμα για όλους: πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους, έξυπνους και ανόητους.

Το μουντιάλ, εν τέλει, είναι μέρος της συλλογικής μας μνήμης ως ανθρωπότητας. Το «θαύμα της Βέρνης», το «χέρι του Θεού», οι πάσες του Πελέ με κλειστά μάτια, οι ντρίμπλες του Κρόιφ και του Μαραντόνα, το χαμένο πέναλτι του Ρομπέρτο Μπάτζιο, το λάθος του αλάνθαστου ως τότε Όλιβερ Καν στον τελικό του 2002, τα… μαλλιά του Βαλντεράμα, αλλά και η κουτουλιά του Ζινεντίν Ζιντάν στον Ματεράτσι κι η …δαγκωματιά του Σουάρες, όλα αυτά και τόσα άλλα περισσότερο ή λιγότερο γνωστά επεισόδια καθιστούν το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου κομμάτι της παγκόσμιας κουλτούρας και ως τέτοια αντανακλά και αναδεικνύει το κλίμα, αλλά και τις αξίες, την «ταυτότητα» της κάθε εποχής.

Αρκετά όμως με το γράψιμο. Το παγκόσμιο κύπελλο είναι εδώ, το ποδόσφαιρο είναι εδώ και το θέαμα αρχίζει. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι η παρακολούθησή του σημαίνει αυτόματα την αποδοχή ή την «πολιτική» νομιμοποίηση του καθεστώτος του Κατάρ και την απαλλαγή του από όσα, δικαίως, του καταλογίζονται. Εξάλλου, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, τόσο στον αγωνιστικό χώρο, συγκεκριμένοι αθλητές και πολύ περισσότερο ο κόσμος στις κερκίδες να εκφράζουν συλλογικές διαμαρτυρίες και να εκθέτουν, στην περίπτωση ενός μουντιάλ, μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές την όποια εξουσία. Ο καθένας, φυσικά, έχει την επιλογή να το παρακολουθήσει ή όχι. Αλλά ακόμη κι αν το… μποϊκοτάρει τηλεοπτικά, οι εικόνες και οι ειδήσεις από αυτό θα εισβάλουν αναπόδραστα σε κάθε σπίτι.

Και για να κλείσω ποδοσφαιρικά: Δεν θέλουμε ούτε στηρίζουμε εμίρη και Κατάρ. Γουστάρουμε και βλέπουμε Μέσι και Νεϊμάρ!

Δημοφιλή