Η αλήθεια είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο τελευταίος από τον οποίο θα περίμενε κανείς την τέτοια εξέλιξη. Να οδηγεί σήμερα τη ΝΔ σε άκρως παθογενείς εθνικιστικές ατραπούς. Και να την έχει παραδώσει ολωσδιόλου στην ακροδεξιά της απόφυση. Και είναι ο τελευταίος από τον οποίο θα περίμενε κανείς κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι πολιτεύτηκε, έως προχθές, ως γνήσια φιλελεύθερος κεντροδεξιός πολιτικός. Μ’ αυτήν του εξ άλλου την πολιτική σκευή διεκδίκησε και την ηγεσία της ΝΔ. Προκειμένου να την αναμορφώσει, να την εκσυγχρονίσει, να την καταστήσει κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής φιλελεύθερης κεντροδεξιάς. Και τα δαμε τα χαΐρια της. Είναι εκεί όπου ο σημερινός Πρόεδρος της ΝΔ κράτησε από τον φιλελευθερισμό μονάχα το οικονομικό του σκέλος, επιλέγοντας μάλιστα την ακρότατη εκδοχή του, με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού. Για να πετάξει τον πολιτικό φιλελευθερισμό στα αζήτητα. Έκανε έτσι το μεγάλο, το μεγαλύτερο –εναντίον του εαυτού του- σφάλμα που θα μπορούσε να κάνει ο κάθε πολιτικός. Αλλοίωσε, ξεπουλώντας στη φτήνια το προσωπικό του βιογραφικό. Για να παραμείνει πολιτικά γυμνός…
Ήταν σε κάποιο προεκλογικό debate, όταν ο Κώστας Καραμανλής ρωτήθηκε αν σκοπεύει να συνεργαστεί με τον ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Για ν’ απαντήσει πως «δεν συνεργάζεται με τα άκρα». Ε λοιπόν αυτά τα «άκρα» τα πήρε τα περιέθαλψε, τα ξέπλυνε και τα υιοθέτησε ο διάδοχός του Αντώνης Σαμαράς. Επιλέγοντας μάλιστα τα εμβληματικότερα των στελεχών του ΛΑΟΣ, στα πρόσωπα του Μάκη Βορίδη, του Άδωνι Γεωργιάδη, και του Θανάση Πλεύρη. Κι εκεί που περίμενες από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στη βάση του βιογραφικού αλλά και των επαγγελιών του, να περιθωριοποιήσει (τουλάχιστον…) τους εκφραστές της ακροδεξιάς, στο πλαίσιο της αναμορφούμενης ΝΔ, εκείνος τους αναβάθμισε και τους παρεχώρησε υψηλούς θεσμικούς ρόλους. Χρίοντας αντιπρόεδρο τον έναν, κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο τον άλλον. Ανάλογη υψηλή τύχη θα περίμενε ασφαλώς και τον τρίτο, αν είχε εκλεγεί βουλευτής. Στο πλαίσιο, προφανώς, των ανταλλαγμάτων που τους όφειλε, έναντι της βοήθειάς τους για την κατάκτηση της ηγεσίας.
Ε, από κει και πέρα τα πράγματα ήταν σχεδόν δρομολογημένα. Οι «σώγαμπροι» πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και το κόμμα στους ώμους τους. Δεδομένου δε ότι, καθώς λέγεται (αλλά και φαίνεται), είναι ο Αντώνης Σαμαράς που στην πραγματικότητα κινεί τα νήματα, η καθ’ ημάς συντηρητική παράταξη έγινε κυριολεκτικά αγνώριστη. Γύρισε πολλά-πολλά χρόνια πίσω, κινούμενη πολιτικά κάπου μεταξύ ΠΟΛΑΝ και ΛΑΟΣ. Ακριβώς στα «άκρα» δηλαδή, αυτά που είχε ξορκίσει ο Κώστας Καραμανλής. Και για να ολοκληρωθεί η εικόνα, «έσκασε» και το Μακεδονικό. Ε εκεί πια ο Κυριάκος Μητσοτάκης το τερμάτισε. Όπου μετά από απίθανες παλινωδίες περί την θέση ή την μη θέση του κόμματός του, ενδύεται πλέον στολή μακεδονομάχου. Στο πλαίσιο της αμηχανίας του μπροστά στο ενδεχόμενο να λυθεί το ζήτημα από τον Τσίπρα. Σύρεται έτσι προς ακραία εθνικιστικές οδούς. Θεωρώντας πως, μ’ αυτό τον τρόπο, θα αποτρέψει διαρροές προς τα δεξιά του. Ή πως θα παρεμποδίσει την θρυλούμενη ίδρυση νέου «υπερπατριωτικού» κόμματος. Σ’ ένα ρόλο που, πάντως, δεν του ταιριάζει με τίποτα. Αλλά με τίποτα. Λησμονώντας την κλασσική και αλάνθαστη πολιτική αρχή, πως αν πας να παίξεις σε ξένο γήπεδο, είναι το αυθεντικό που θα κερδίσει. Και όχι η απομίμηση. Άσε δε που έτσι χάνει κάθε ελπίδα προσέλκυσης ψηφοφόρων του λεγόμενου «μεσαίου χώρου». Δυσκολεύει δε, μέχρι ματαιώσεως, κάθε ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με κεντρώα σχήματα…
Όπως και να ναι με τούτα και με κείνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινδυνεύει να αποβεί ο μοιραίος άνθρωπος για τη ΝΔ. Συρρικνώνοντάς την ιδεολογικά και πολιτικά, περιάγοντάς την στην πλήρη πολιτική ανυποληψία. Ή ανοίγοντας το δρόμο σε καναν στρατηγό…