Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της μέτρησης του ΟΟΣΑ μέσω του Προγράμματος P.I.S.A. του 2018 για τους Έλληνες μαθητές που συμμετείχαν. Όπως και σε όλες τις προηγούμενες αντίστοιχες μετρήσεις η κοινή γνώμη ουδόλως φαίνεται να συγκινήθηκε από αυτά. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν οι μετρήσεις αυτές δείχνουν κάτι, τι ακριβώς δείχνουν, σε τι έχουν φανεί μέχρι τώρα χρήσιμες και αν «πιάνουν τα λεφτά τους», αν δηλαδή οι πληροφορίες που αποκτά η ελληνική κοινωνία - και ειδικότερα το υπουργείο παιδείας, τα πανεπιστήμια που καταρτίζουν και εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς αλλά και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς – από τις μετρήσεις αυτές αξιοποιούνται επαρκώς, ώστε να δικαιολογείται η δαπάνη της συμμετοχής της χώρας μας σε αυτό το Πρόγραμμα.
Σε όλες τις μετρήσεις των γνώσεων, και κυρίως των ικανοτήτων εφαρμογής τους, που έχει διενεργήσει μέχρι τώρα ο ΟΟΣΑ για τους Έλληνες μαθητές μετά το πέρας της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με το γνωστό τεστ του Προγράμματος P.I.S.A., οι μαθητές μας δεν κατόρθωσαν ποτέ να πλησιάσουν καν το επίπεδο του μετρίου είτε στη γλώσσα, είτε σε άλλες γνωστικές περιοχές (μαθηματικά, φυσική). Οι μετρήσεις αυτές αποτιμούν συγκριτικά γνώσεις και ικανότητες των μαθητών όχι τόσο σε σχέση με τα σχολικά προγράμματα των επί μέρους χωρών που συμμετέχουν, αλλά με βάση τη γενική γνώση και τις αντίστοιχες ικανότητες εφαρμογής που απαιτεί η ίδια η συμμετοχή του πολίτη στις σύγχρονες τεχνολογικά και οργανωτικά πολύπλοκες κοινωνίες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει μια ομάδα χωρών του ΟΟΣΑ των οποίων οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί είναι σε υψηλό βαθμό αποτελεσματικοί στη μεταβίβαση αυτών των προσόντων στη νέα γενιά, μια μεγαλύτερη ομάδα χωρών με μέτριες επιδόσεις στον ίδιο τομέα και, τέλος, μια τρίτη ομάδα με επιδόσεις κάτω του μετρίου. Η Ελλάδα ανήκει διαχρονικά στην τρίτη ομάδα χωρών. Αλλά ας ξεκινήσουμε με ορισμένες διαπιστώσεις.
Πρώτον, οι μετρήσεις του ΟΟΣΑ δεν συγκινούν την ελληνική κοινωνία. Η σχετική αρθρογραφία στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιορίζεται χρονικά στην εβδομάδα που ανακοινώνονται τα αποτελέσματα και δεν έχει ξεπεράσει ποτέ τη θέση των «κοσμικών γεγονότων», ενώ το υπουργείο παιδείας δεν έχει χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα αυτά ούτε καν ως άλλοθι για εκπαιδευτικές αλλαγές. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η γενική αδιαφορία θα ήταν η ίδια σε περίπτωση που οι επιδόσεις των μαθητών μας ήταν άριστες, μπορούμε όμως να εικάσουμε βάσιμα ότι δεν θα υπήρχε μεγάλη διαφορά. Εδώ και δεκαετίες η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ενδιαφέρεται μόνο για εκείνες τις μετρήσεις που συνδέονται με την απονομή ιδιοτήτων και την κατοχύρωση θέσεων: οι βάσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις, τα μόρια στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, οι μοριοδοτήσεις στην επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών. Για ποιο λόγο η κοινή γνώμη, και ιδιαίτερα η εκπαιδευτική κοινή γνώμη, δεν συγκινείται από τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών μας στις μετρήσεις του ΟΟΣΑ, είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Το φαινόμενο δεν είναι τόσο ευχάριστο, είναι όμως ερμηνεύσιμο.
Δεύτερον, διαχρονικά το υπουργείο παιδείας (ευτυχώς οι δύο αυτές λέξεις παραμένουν σταθερά στις ετικέτες που κατά καιρούς φέρει, ενώ οι υπόλοιπες συμπεριφέρονται σαν εξαρτημένες μεταβλητές) ενώ εγκρίνει τη συμμετοχή της χώρας στις μετρήσεις – και το ποσό που απαιτείται γι’ αυτό δεν είναι ευκαταφρόνητο – δεν λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα για να προτείνει έστω έναν δημόσιο διάλογο γύρω από το θέμα. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα, με τη νέα διοίκηση του ΙΕΠ, αυτή η παράδοση θα διαφοροποιηθεί.
Τρίτον, τα πανεπιστημιακά Τμήματα που καταρτίζουν μελλοντικούς εκπαιδευτικούς δεν έχουν διαφοροποιήσει μέχρι τώρα τα Προγράμματα Σπουδών ή τις εμφάσεις των γνωστικών αντικειμένων έτσι ώστε οι απόφοιτοί τους να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι τόσο σε επίπεδο περιεχομένων, όσο και σε επίπεδο μεθόδων για την καλλιέργεια γνώσεων και ικανοτήτων στους μαθητές τους που είναι απαραίτητες στη ζωή του σύγχρονου πολίτη, τουλάχιστον έτσι όπως τις βλέπει ο ΟΟΣΑ. Πιο πιθανό είναι στα Τμήματα αυτά να συναντήσει κανείς καθηγητές που καταγγέλλουν το πρόγραμμα P.I.S.A. και τον ΟΟΣΑ ως όργανα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού που αποβλέπουν στην υποδούλωση των εκπαιδευτικών, παρά καθηγητές που ανησυχούν και ζητούν αλλαγές στα Προγράμματα Σπουδών. Αυτό φαίνεται παράδοξο, αλλά δεν είναι. Στην Ελλάδα τα πανεπιστημιακά Τμήματα που εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς έχουν την ελευθερία να ορίζουν εκείνα ποια είναι τα προσόντα ενός μελλοντικού εκπαιδευτικού – π.χ. αν διαθέτει παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια και ποιος την ορίζει – και όχι ο μελλοντικός του εργοδότης, δηλαδή το δημόσιο και αυτός που το εκπροσωπεί στον συγκεκριμένο τομέα: το υπουργείο παιδείας. Με άλλα λόγια, το ελληνικό μοντέλο προβλέπει να απασχολούνται στην εκπαίδευση πτυχιούχοι ανεξάρτητα από το αν έχουν όντως την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια. Έχουν απλά την «επάρκεια» που προβλέπουν τα Προγράμματα Σπουδών του Τμήματος από το οποίο αποφοίτησαν. Έχουν γίνει και θα γίνουν πολλές ακόμη αξιολογήσεις των Τμημάτων αυτών με αρκετές «αριστείες», χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν το στοιχειώδες: ότι υπάρχει ζήτημα καταλληλότητας των αποφοίτων τους για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού εξ αιτίας των ακατάλληλων Προγραμμάτων Σπουδών σε σχέση με τη δραστηριότητα του εκπαιδευτικού.
Τέταρτον, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει επινοήσει μέχρι σήμερα, πέρα από τις παραδοσιακές προαγωγικές εξετάσεις και τις - κατατακτήριες στην ουσία τους - εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, άλλη μέθοδο αξιολόγησης του μαθησιακού αποτελέσματος στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες, ούτε και αγχώνεται γι’ αυτό. Ουσιαστικά το υπουργείο παιδείας διαχρονικά δεν είναι σε θέση να αποφανθεί με έγκυρο τρόπο αν υπάρχει ή όχι μαθησιακό αποτέλεσμα σε κάποια εκπαιδευτική βαθμίδα σε σχέση με τους στόχους που το ίδιο εγκρίνει και προωθεί. Και το χειρότερο: δεν φαίνεται να χολοσκά γι’ αυτό. Αν μάλιστα κάποιος υπουργός παιδείας αποφάσιζε να μην «κάτσει καλά» και είχε την «αντιλαϊκή» ιδέα να προτείνει κάτι τέτοιο, το πιο πιθανό είναι να δυσαρεστούσε πολλούς και να έδινε την ευκαιρία σε άλλους να εκμεταλλευτούν πολιτικά την πρωτοβουλία του στο έπακρον. Έτσι το υπουργείο παιδείας είναι υποχρεωμένο να δηλώνει δημόσια ότι όλα πάνε καλά, ακόμη και αν η εικόνα που έχει για το μαθησιακό αποτέλεσμα είναι πιο αφηρημένη από τους πίνακες του Πικάσο.
Στην Ελλάδα μπορεί να ασκηθεί πίεση σε έναν υπουργό παιδείας για ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός από ένα κακό μαθησιακό αποτέλεσμα. Απορρίπτουμε τις μετρήσεις του ΟΟΣΑ, γιατί αυτές, λέμε, δεν αποτυπώνουν τη μόρφωση και την παιδεία που προβλέπουν τα σχολικά προγράμματα, αλλά τα πολύ ταπεινά και στοιχειώδη - που και αυτά ισχυριζόμαστε ότι τα μετρά με λάθος τρόπο και με ύποπτη σκοπιμότητα. Και σταματούμε εκεί. Δεν θεωρούμε αναγκαίο να δημιουργήσουμε εναλλακτικά εργαλεία που να αποτιμούν καλύτερα τους υψηλούς μορφωτικούς στόχους του σχολείου, μας αρκεί η διαίσθηση ότι αυτό έχει επιτευχθεί ή δεν έχει επιτευχθεί. Το ίδιο και με τα στοιχειώδη. Ασκούμε κριτική στον ΟΟΣΑ ότι οι μετρήσεις του δεν έχουν εγκυρότητα, αλλά ξεχνούμε να προτείνουμε κάτι εναλλακτικό με μεγαλύτερη εγκυρότητα. Φαίνεται ότι είμαστε οπαδοί του εκπαιδευτικού αγνωστικισμού και των ιμπρεσιονιστικών απεικονίσεων της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Και μάλλον όχι μόνον αυτής. Να δούμε ως πότε.