«... Προσωπικά, μου είναι αδιανόητο το να συνεχίσω να μην αγκαλιάζω και να μην φιλάω τους αγαπημένους μου και μου φαίνεται τρομακτική η εικόνα εκατοντάδων ανθρώπων να περιφέρονται στους δρόμους των πόλεων, με μάσκες και γάντια και με το βλέμμα προσηλωμένο στον διαρκή υπολογισμό της ‘ασφαλούς απόστασης’ από τον άλλο. Όλο αυτό που πλήττει τις ανθρώπινες σχέσεις, μαζί με τα υπόλοιπα, εξαιρετικά σοβαρά επακόλουθα της πανδημίας, την οικονομική ύφεση, τη φτώχεια, την ανεργία, τους θανάτους είναι μια δυστοπία...»
Τη Δευτέρα 4 Μαΐου, με τη μερική άρση των μέτρων που τέθηκαν για τον περιορισμό της πανδημίας, επιστρέφουμε σε μία συνθήκη ως φαίνεται ακόμη πιο πρωτόγνωρη από τη δοκιμασία του lockdown. Οι νόρμες που καθόριζαν τη ζωή μας έχουν προ πολλού ανατραπεί και στη νέα κανονικότητα (που αυτή τη στιγμή ως έννοια -και παρά τις οδηγίες που έχουν δοθεί- επί της ουσίας είναι ασαφής και ομιχλώδης), οι σχέσεις θα συνεχίσουν να δοκιμάζονται. Σε μία εντελώς ανάποδη ανάγνωση, κόντρα στα κοινώς αποδεκτά δεδομένα, η απόσταση δεν σημαίνει τυπικότητα και ψυχρότητα, αλλά μεταφράζεται σε έγνοια, στοργή και φροντίδα για τους αγαπημένους, όπως και ευθύνη απέναντι στα μέλη της κοινότητας, ενώ η φυσική επαφή -από μια χειραψία και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη μέχρι μία αγκαλιά- θεωρούνται πλέον περίπου αδιανόητα.
Η HuffPost συνομίλησε με την Μπετίνα Ντάβου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναζητώντας απαντήσεις για την φυσική επαφή, τη σημασία και την έλλειψη της.
Στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που παραθέτει -μητέρα η ίδια δύο ενήλικων θυγατέρων οι οποίες βρίσκονται από την αρχή της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης στο Λονδίνο και στο Μιλάνο- η κ. Ντάβου σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «οι καταστάσεις γενικευμένης απειλής και αβεβαιότητας μας θέτουν αυτομάτως σε επιφυλακή απέναντι σε ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε μας φαίνεται ανοίκειος», ότι «η φυσική επαφή αυξάνει την παραγωγή ωκυτοκίνης και ντοπαμίνης, των ορμονών που συμβάλουν στη μείωση του άγχους, στην καλλιέργεια εμπιστοσύνης, στην ήρεμη συναισθηματική κατάσταση και στην ψυχική σταθερότητα», ενώ αναφέρεται στην πρώτη έρευνα για τη στέρηση της καθημερινής αισθητηριακής διέγερσης και στο πώς αντέδρασαν οι φοιτητές που συμμετείχαν στο πείραμα σε συνθήκες απομόνωσης.
Επίσης, απαντά στο ερώτημα, ποιά είναι η πρόβλεψη της για την κοινωνική ζωή, τις ψυχικές αντοχές και τις σχέσεις μας, στην περίπτωση κατά την οποία επαληθευτούν οι επιδημιολόγοι και η κοινωνική αποστασιοποίηση γίνει ο κανόνας για τα επόμενα δύο χρόνια.
-Γιατί η φυσική επαφή θεωρείται θεμελιώδης για την υγιή ανάπτυξη, την κοινωνικοποίηση, τη δημιουργία και ενίσχυση των σχέσεων;
Γιατί από την αρχή της ζωής, μάλιστα σωστότερο είναι να πω από την ενδομήτρια ήδη ζωή, η αισθητηριακή διέγερση είναι αυτό που θέτει και διατηρεί τη λειτουργία των βιολογικών και ψυχολογικών μηχανισμών που είναι απαραίτητοι για την επιβίωσή μας. Και όχι μόνον στον άνθρωπο. Πειράματα σε ποντίκια έχουν δείξει ότι λίγες ώρες πριν από τον τοκετό η μητέρα επιδίδεται σε μια σειρά από κινήσεις που λειτουργούν ως απτική διέγερση για το έμβρυο. Γλείφει και ξύνει έντονα την κοιλιά της δημιουργώντας στο έμβρυο το αίσθημα της κίνησης και του χαδιού, που αποδεικνύονται πολύ σημαντικά για την επιβίωση. Αν ένα έμβρυο απομακρυνθεί από τη μήτρα της μητέρας του με απαλές κινήσεις από κάποιον ερευνητή, αλλά δεν δεχτεί τη διέγερση που θα δεχόταν μέσα στη μήτρα κατά τη διάρκεια ενός φυσιολογικού τοκετού, δεν θα ενεργοποιηθεί το αναπνευστικό σύστημα και θα πεθάνει μόλις κοπεί ο ομφάλιος λώρος.
“Οι σχέσεις μας εδραιώνονται και ευδοκιμούν πρωτίστως μέσα από τις συναισθηματικές μας ανταλλαγές με τους άλλους, από την εναρμόνιση των βλεμμάτων και των σωμάτων μας”
Αν, όμως, ο ερευνητής του παρέχει απτικά ερεθίσματα παρόμοια με αυτά που θα δεχόταν λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του τοκετού από τη μητέρα του και το σώμα της, δηλαδή το πιέσει με τον τρόπο που το πιέζουν οι φυσικές συστολές και διαστολές της μήτρας, το βουρτσίσει απαλά όπως η μητέρα το μαλάσσει με τη γλώσσα της καθώς αυτό προβάλλει από τον τράχηλο της, και περιστρέψει το σώμα του νεογέννητου με τον ίδιο τρόπο που θα περιστρεφόταν την ώρα που η μητέρα οπισθοχωρεί μόλις γεννήσει φυσιολογικά, τότε αναπνέει αμέσως και αναπτύσσεται κανονικά. Στον άνθρωπο, οι έρευνες σε πρόωρα βρέφη δείχνουν ότι η απτική διέγερση είναι βασική προϋπόθεση για την επιβίωση και είναι, επίσης, σημαντική και για τα βρέφη που γεννιούνται στην ώρα τους, όχι μόνον κατά τη διάρκεια αλλά και αμέσως μετά τον τοκετό, γιατί ενεργοποιεί την παραγωγή ενός χημικού μηχανισμού που προετοιμάζει το σώμα για το εξωτερικό περιβάλλον. Όσον αφορά την περαιτέρω υγιή ανάπτυξη, είναι πάρα πολλά τα περιστατικά παιδιών που μεγάλωσαν σε στερημένα από απτική διέγερση περιβάλλοντα, όπως π.χ. σε ορφανοτροφεία, τα οποία παρουσίασαν χαμηλότερα επίπεδα των ορμονών που απαιτούνται για την φυσιολογική συναισθηματική, νοητική και φυσική ανάπτυξη.
Η κοινωνικοποίηση αναπτύσσεται μέσα από τις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους και οι σχέσεις μας εδραιώνονται και ευδοκιμούν πρωτίστως μέσα από τις συναισθηματικές μας ανταλλαγές με τους άλλους, από την εναρμόνιση των βλεμμάτων και των σωμάτων μας. Για αυτή την εναρμόνιση, η φυσική επαφή είναι απαραίτητη. Πρέπει να συνυπάρξουμε με τον άλλο στον ίδιο χώρο και χρόνο, με όλες μας της αισθήσεις, για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε όλα τα ανθρώπινα επικοινωνιακά συστήματα, την κίνηση, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις του προσώπου, την προσωδία της φωνής, για να αισθανθούμε ότι επικοινωνούμε όσο το δυνατόν πληρέστερα. Να αφουγκραστούμε, να παρατηρήσουμε, να αγγίξουμε, να μυρίσουμε τον άλλο -η όσφρηση είναι μια πάρα πολύ δυνατή αίσθηση ήδη από την αρχή της ζωής- για να μπορέσουμε να μοιραστούμε συναισθήματα, να συντονιστούμε με τον άλλο, να αισθανθούμε ότι επικοινωνούμε βαθιά. Γι’ αυτό η φυσική επαφή είναι τόσο σημαντική. Γιατί ενεργοποιεί και αξιοποιεί όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις.
“Οι άνθρωποι παρουσιάζουν σημαντικές διαταραχές εάν στερηθούν μια σταθερή ποσότητα καθημερινής αισθητηριακής διέγερσης. Η πρώτη σχετική έρευνα έγινε το 1956 στον Καναδά”
-Η έλλειψη της μπορεί να αποδυναμώσει τις στενές μας σχέσεις; Ή μήπως, οι σχέσεις που έχουν πραγματικά γερές βάσεις θα λαβωθούν αλλά θα αντέξουν;
Η έλλειψή της, ειδικά στις στενές μας σχέσεις, μας μαραζώνει. Γιατί η φυσική επαφή αυξάνει την παραγωγή ωκυτοκίνης και ντοπαμίνης, των ορμονών που συμβάλουν στη μείωση του άγχους, στην καλλιέργεια εμπιστοσύνης, στην ήρεμη συναισθηματική κατάσταση και στην ψυχική σταθερότητα. Αντίθετα, αυξάνει τα επίπεδα της κορτιζόλης, της ορμόνης που συνδέεται με την αίσθηση της μοναξιάς, το άγχος και την κατάθλιψη. Είναι πρωτίστως το άτομο που αποδυναμώνεται από την έλλειψη φυσικής επαφής, όχι η σχέση απευθείας. Αλλά όταν μία σχέση απαρτίζεται από δυο αποδυναμωμένους, μαραζωμένους ανθρώπους, αναπόφευκτα φτωχαίνει, γιατί λείπουν οι πόροι και η ενέργεια που θα την διατηρούσαν ζωντανή.
“Μας λείπει η μυρωδιά των αγαπημένων μας όσο μας λείπει και το άγγιγμά τους.”
Ωστόσο, συμφωνώ μαζί σας ότι οι σχέσεις που έχουν πραγματικά γερές βάσεις θα λαβωθούν αλλά θα αντέξουν. Γιατί οι σχέσεις που έχουν εδραιωθεί μπορούν να διατηρηθούν ζωντανές με τη μνήμη, τη σκέψη και τη φαντασία μας. Η εσωτερίκευση του άλλου, η ύπαρξή του μέσα μας, τον κρατάει παρόντα έστω και ως εικόνα επάνω στην οποία να ακουμπήσει η ψυχή μας.
-Υπάρχει χρονικό πλαίσιο, ένα άτυπο όριο αντοχής του ανθρώπου, σε σχέση με την έλλειψη φυσικής επαφής; Πόσο μπορούμε να αντέξουμε χωρίς να αγκαλιάσουμε τα παιδιά μας, τους γονείς μας (στην περίπτωση που δεν είμαστε κάτω από την ίδια στέγη), τους αγαπημένους φίλους που θεωρούμε αδέλφια από επιλογή;
Σε ακραίες συνθήκες, η έλλειψη φυσικής επαφής, επειδή επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο, κάτι που έχει παρατηρηθεί σε βρέφη. Και δεν είναι μόνον η απτική διέγερση που χάνουμε με την απουσία της φυσικής επαφής. Η όσφρηση, η μυρωδιά του δικού μας ανθρώπου, επίσης συμβάλει στη στέρηση. Η όσφρηση είναι πολύ δυνατή αίσθηση, ήδη αναπτυγμένη από την ενδομήτρια ζωή και καθοριστική για το δεσμό που θα αναπτύξει το βρέφος με τη μητέρα του. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα νεογέννητα αναγνωρίζουν το γάλα της μητέρας τους από την οσμή. Ο συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσουμε με άλλους ανθρώπους βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αίσθηση της όσφρησης κι ας μην έχουμε πάντοτε επίγνωση ότι αυτό μας συμβαίνει. Μας λείπει η μυρωδιά των αγαπημένων μας όσο μας λείπει και το άγγιγμά τους.
Η αισθητηριακή στέρηση, γενικώς δημιουργεί προβλήματα. Οι άνθρωποι παρουσιάζουν σημαντικές διαταραχές εάν στερηθούν μια σταθερή ποσότητα καθημερινής αισθητηριακής διέγερσης. Η πρώτη σχετική έρευνα έγινε το 1956 στον Καναδά. Φοιτητές, οι οποίοι αμείφτηκαν για να συμμετάσχουν στο πείραμα, υποχρεώθηκαν να παραμείνουν σε απομόνωση, ξαπλωμένοι σε ένα ντιβάνι, μέσα σε ένα δωμάτιο με μέτριο και σταθερό φωτισμό και ηχομόνωση. Φορούσαν ειδικά γυαλιά που επέτρεπαν τη δίοδο του φωτός, αλλά όχι τη διάκριση της μορφής των αντικειμένων που υπήρχαν στο περιβάλλον. Ειδικά γάντια και νάρθηκες στα χέρια μείωναν την απτική διέγερση, ενώ ένα κλιματιστικό δημιουργούσε συνεχή και σταθερό βόμβο. Επιτρέπονταν μικρά διαλλείματα μόνον για βασικές ανάγκες, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο οι φοιτητές ήταν υποχρεωμένα να παραμείνουν στο δωμάτιο, υπό αυστηρώς ελεγχόμενες συνθήκες αισθητηριακής στέρησης. Μετά από δύο έως τρεις ημέρες, οι περισσότεροι διέκοψαν τη συμμετοχή τους στο πείραμα. Μερικοί άρχισαν να έχουν οπτικές ψευδαισθήσεις διαφόρων τύπων, από την ξαφνική θέαση φωτός και γεωμετρικών σχημάτων έως και ονειρικές σκηνές. Έχασαν την αίσθηση του χρόνου και του χώρου και την ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής και αδυνατούσαν να σκεφθούν ο,τιδήποτε. Πολλά από τα συμπτώματα που ανέπτυξαν ήταν ανάλογα με συμπτώματα ψυχικής διαταραχής.
Αυτές τις ημέρες της απομόνωσης λόγω του Covid-19, έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους να παραπονιούνται ότι έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου, ότι δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να αποδώσουν σε κάποιο έργο με το οποίο καταπιάνονται, ότι νιώθουν αποπροσανατολισμένοι. Πέρα από την συνολικότερη διατάραξη της καθημερινότητας που έχει επιφέρει αυτή η συνθήκη, πέρα από την συναισθηματική αναστάτωση που δημιουργεί η αβεβαιότητα μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο και η αγωνία για το πώς η κατάσταση θα εξελιχθεί, έχω την αίσθηση ότι μεγάλο μέρος αυτών των συμπτωμάτων οφείλεται στη μερική αισθητηριακή και κινητική στέρηση, την οποία έχουμε όλοι υποστεί. Αλλά δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πόσο θα αντέξουμε. Πρώτον, γιατί δεν είναι δυνατόν να υποβάλεις ανθρώπους σε στερήσεις υπό ελεγχόμενες πειραματικές συνθήκες για να δεις πόσο αντέχουν και δεύτερον, γιατί κάθε ένας από μας έχει διαφορετική ανθεκτικότητα και αντοχή, διαφορετικό πλαίσιο στήριξης και διαφορετικούς ψυχικούς πόρους.
Όλες αυτές οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες για τους ανθρώπους που ζουν μόνοι, μακριά από τους οικείους τους. Γιατί οι σχέσεις μας είναι το καλύτερο αντίδοτο στο σωματικό και ψυχικό πόνο, αλλά και η καλύτερη βιταμίνη για την ανάπτυξη και την ευημερία του ανθρώπου από τη γέννηση έως το θάνατο. Οι έρευνες, μάλιστα, δείχνουν ότι οι πιθανότητες πρώιμου θανάτου από αίσθηση μοναξιάς και κοινωνικής απομόνωσης είναι πολύ μεγαλύτερες (45%) από ότι εξαιτίας της ρύπανσης (5%), της παχυσαρκίας (20%) ή της υπερβολικής χρήσης αλκοόλ (30%). Η βιολογικά τοξική δράση της μοναξιάς οφείλεται στο ότι δημιουργεί στο άτομο την υποσυνείδητη αίσθηση μιας χρόνιας απειλής που εξαντλεί το ανοσοποιητικό του σύστημα. Όσο δεν την αποδέχεται, δεν την εκδηλώνει και δεν μπορεί να δράσει για να την απαλύνει, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να νοσήσει.
-Έχει επιστημονική βάση η διαδεδομένη αντίληψη ότι το άγγιγμα, η έκφραση στοργής και αγάπης, μειώνει τα επίπεδα του άγχους;
Είπαμε προηγουμένως για τη δράση της ωκυτοκίνης και της ντοπαμίνης που συνδέονται με το άγγιγμα και μειώνουν τα επίπεδα του άγχους και του ψυχικού πόνου, και μας γαληνεύουν. Και είναι επιβεβαιωμένο από πολλές έρευνες ότι τα βρέφη που περνούν πολλές ώρες σε μια αγκαλιά κοιμούνται καλύτερα, κλαίνε λιγότερο, αναπτύσσονται γρηγορότερα και αρρωσταίνουν πιο σπάνια. Υπάρχουν επίσης αρκετές έρευνες, που δείχνουν ότι ο ρυθμός της καρδιάς των ηλικιωμένων επιβραδύνεται, όταν χαϊδεύουν τα κατοικίδιά τους.
-Εάν η πανδημία αιφνιδίασε τον γυάλινο -ψηφιακό- κόσμο μας, στον οποίον ούτως ή άλλως, ειδικά για τις νεότερες γενιές, τα γεγονότα αποκτούν αξία όταν δημοσιοποιούνται στα social media, γιατί γίνεται τόση συζήτηση για την έλλειψη της φυσικής επαφής;
Γιατί τη φυσική επαφή την είχαμε δεδομένη, όσο καιρό οι οθόνες μας ξεμυάλιζαν με όλες τις νέες δυνατότητες που μας προσέφεραν. Ειδικά τα νέα ψηφιακά μέσα και τα κοινωνικά δίκτυα μας δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να παραμένουμε πάντοτε «σε επαφή» και συνδεδεμένοι με όποιον θέλουμε, να ξεφύγουμε από την ανία, να είμαστε ενήμεροι για όλα όσα συμβαίνουν εκεί έξω, να υπάρχει πάντοτε ένα ακροατήριο για να προβάλουμε την ιδανική εικόνα που σκηνοθετούμε για τον εαυτό μας, ότι πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που με ένα ψηφιακό χάδι –ένα «μου αρέσει», μια καρδούλα ή ένα σχόλιο– θα αναγνωρίσει την ύπαρξή μας, ότι μπορούμε να συνδεόμαστε και να αποσυνδεόμαστε από άλλους, όπως και όποτε θέλουμε, με το πάτημα ενός κουμπιού. Όλα αυτά είναι πολύ δελεαστικά και ένας πολύ εύκολος τρόπος να ξεφεύγεις από τα προσκόμματα που αναπόφευκτα έχουν οι σχέσεις μας στην εκτός δικτύου ζωή. Ταυτόχρονα βέβαια, τα κοινωνικά δίκτυα αποδυνάμωσαν τις δυνατότητές μας να διαχειριστούμε τη μοναξιά και την ανία –που, ωστόσο, είναι αναπόδραστες στη ζωή-, μείωσαν το χρόνο που είχαμε για να ονειροπολούμε και να αναστοχαζόμαστε για τον εαυτό μας και τη ζωή και δημιούργησαν νέα άγχη, όπως π.χ. ότι εάν δεν ελέγχουμε κάθε τόσο το κοινωνικό δίκτυο στο οποίο ανήκουμε, θα χάσουμε κάτι πολύ σημαντικό που όλοι οι άλλοι θα το έχουν μάθει ή ότι εάν δεν αναρτούμε κάτι συστηματικά, οι διαδικτυακοί μας «φίλοι» θα μας ξεχάσουν για πάντα.
Όλα αυτά όμως είναι μία ψευδαίσθηση, υπό την έννοια ότι επειδή η διαδικτυακή επικοινωνία είναι ελλιπής, γιατί βασίζεται μόνον σε δύο από τις πέντε αισθήσεις, αφήνει πάντοτε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου και ωθεί σε ακόμη μεγαλύτερη, σχεδόν καταναγκαστική αναζήτηση περισσότερης διαδικτυακής επικοινωνίας, που τελειωμό δεν έχει.
Τώρα που στερηθήκαμε τη φυσική επαφή, μπορούμε να δούμε καθαρά τη διαφορά και να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη της φυσικής παρουσίας των δικών μας ανθρώπων στη ζωή μας.
-Ήδη γίνεται λόγος για τη νέα κανονικότητα και τις εκ βάθρων αλλαγές στην κοινωνική ζωή που (θα) επιφέρει η πανδημία. Ποιες είναι οι προβλέψεις σας στην περίπτωση κατά την οποία η κοινωνική αποστασιοποίηση γίνει ο κανόνας για τα επόμενα δύο χρόνια; Ο φόβος ότι ‘ο άλλος’ είναι εν δυνάμει ‘βόμβα’ -καθώς οι επιστήμονες βρίσκονται περίπου σε αχαρτογράφητα νερά- πόσο θα αλλοιώσει την αντίληψη μας για την κοινότητα;
Η ερώτηση αυτή έχει δύο σκέλη. Όσον αφορά το πρώτο, δεν μπορώ καθόλου να προβλέψω, γιατί αδυνατώ να συλλάβω νοερά μια τέτοια εικόνα. Οι σχέσεις μας αποτελούν τον ισχυρότερο δείκτη ψυχικής προστασίας και το σημαντικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο καλλιεργείται η ψυχική ανθεκτικότητα και ευδοκιμεί η δημιουργική αναζήτηση λύσεων στα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα της ζωής. Από τις οικείες σχέσεις δεν μπορεί να εκλείψει η φυσική επαφή και από τις κοινωνικές γνωριμίες δεν μπορεί να αφαιρεθεί η εγγύτητα. Προσωπικά, μου είναι αδιανόητο το να συνεχίσω να μην αγκαλιάζω και να μην φιλάω τους αγαπημένους μου και μου φαίνεται τρομακτική η εικόνα εκατοντάδων ανθρώπων να περιφέρονται στους δρόμους των πόλεων, με μάσκες και γάντια και με το βλέμμα προσηλωμένο στον διαρκή υπολογισμό της «ασφαλούς απόστασης» από τον άλλο. Όλο αυτό που πλήττει τις ανθρώπινες σχέσεις, μαζί με τα υπόλοιπα, εξαιρετικά σοβαρά επακόλουθα της πανδημίας, την οικονομική ύφεση, τη φτώχεια, την ανεργία, τους θανάτους είναι μια δυστοπία. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι θα προτιμήσουν να ρισκάρουν να πεθάνουν αγκαλιασμένοι με τους οικείους τους, παρά να ζήσουν στη δυστοπία.
Η πρόβλεψη ως προς το δεύτερο σκέλος είναι επίσης σκοτεινή. Γιατί οι καταστάσεις γενικευμένης απειλής και αβεβαιότητας μας θέτουν αυτομάτως σε επιφυλακή απέναντι σε ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε μας φαίνεται ανοίκειος. Πόσω μάλλον αν τον θεωρούμε «εν δυνάμει βόμβα». Αυτή η στάση, που πηγάζει από την μεγάλη αγωνία που φέρνει η αβεβαιότητα, η διατάραξη της καθημερινότητας και η αίσθηση απώλειας του ελέγχου της ζωής μας, οξύνει την πόλωση, μεγεθύνει την ανάγκη να βρούμε κάποιον για να τον θεωρήσουμε υπαίτιο, οξύνει τις προκαταλήψεις, τις διακρίσεις και τον στιγματισμό ανθρώπων και κοινοτήτων.
Το νέο βιβλίο της Μπετίνας Ντάβου με τίτλο «Μικρά Ψυχολογικά» (εκδόσεις Παπαζήση) κυκλοφορεί στις 15 Μαΐου.
Όπως γράφει η ίδια για την έκδοση «τα Μικρά Ψυχολογικά είναι μια συλλογή από κείμενα Μικρά, γιατί αυτό είναι η ζωή: μικρές-μικρές στιγμές που μόνον αν τις ανοίξουμε αναδύεται ο πλούτος τους. Και από κείμενα Ψυχολογικά. Γιατί όλα, αναπόφευκτα, περιλαμβάνουν μια –μακριά πλέον, όσο κι αν με τρομάζει αυτό– επαγγελματική οπτική, που μέσα στα χρόνια εμπότισε όλες τις άλλες πτυχές μου, παρότι όταν τα έγραφα αισθανόμουν πολύ περισσότερο γυναίκα, κόρη, μητέρα, σύντροφος, φίλη, πολίτης, παρά ψυχολόγος.
Παρουσιάζονται εδώ σε τρεις ενότητες. Για έναν, δηλαδή για το άτομο, Για δύο, δηλαδή για τις σχέσεις και Για πολλούς, δηλαδή για πτυχές της κοινωνικής ζωής, με την επίγνωση ότι ακόμη κι αυτή η αδρή διάκριση είναι μια σύμβαση, αφού το άτομο μέσα στις σχέσεις του και μέσα στην κοινωνία ανθρωποποιείται και αντίστροφα, την κοινωνία την συνθέτουν ξεχωριστοί άνθρωποι και οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Μακάρι ο αναγνώστης να βρει σ’ αυτή τη συλλογή πτυχές της εμπειρίας του. Αν μη τι άλλο, θα ξέρει πως δεν είναι μόνος».