
Η Επιλογή της Ρεαλιστικής Προσέγγισης
Η συνάντηση Ρώσων και Αμερικανών αξιωματούχων στη Σαουδική Αραβία στις 18 Φεβρουαρίου 2025 σηματοδότησε μια νέα φάση διπλωματίας για την Ουκρανία. Ωστόσο, η απουσία του Κιέβου από τις συνομιλίες προκαλεί ανησυχία, καθώς μια λύση χωρίς τη συμμετοχή της Ουκρανίας ως ατελής και μη βιώσιμη θα προκαλέσει την ενίσχυση της ρωσικής επιθετικότητας.
Διπλωματία και Κίνδυνος Αδύναμης Εκεχειρίας
Ο Ντόναλντ Τραμπ, με τις τοποθετήσεις του, δείχνει να ακολουθεί μια στρατηγική που θυμίζει τις αποτυχημένες συμφωνίες του Minsk (ήπια προσέγγιση). Η διπλωματία όμως δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια αδύναμη εκεχειρία που θα επιτρέψει στον Πούτιν να ανασυνταχθεί. Για μια βιώσιμη ειρήνη, οι ΗΠΑ πρέπει να διασφαλίσουν:
Συμμετοχή της Ουκρανίας στις διαπραγματεύσεις.
Ισχυρούς μηχανισμούς επιβολής μιας συμφωνίας.
Εγγυήσεις ασφαλείας μέσω ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Αποτροπή μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας.
Οι Σχέσεις ΗΠΑ - Ουκρανίας και η Ρωσική Στρατηγική
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ουκρανίας γνώρισαν εντάσεις κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, με το πρόσφατο επεισόδιο στον Λευκό Οίκο να αποτελεί ένα ασύλληπτο, άνευ προηγουμένου παράδειγμα. Ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν επιδιώκει μια ουκρανική υποταγή που θα εξασφαλίζει τον έλεγχο σημαντικού μέρους της χώρας, αποκλείοντάς την από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Οι κινήσεις του Τραμπ ως επικίνδυνος συμβιβασμός
Πριν από τις διαπραγματεύσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε παραχωρήσεις στον Βλαντιμίρ Πούτιν και προειδοποίησε τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι ότι ”παίζει με τον Γ′ Παγκόσμιο Πόλεμο.” Το να υιοθετούν οι ΗΠΑ τις ρωσικές θέσεις και αφηγήματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο ακόμη και αν αυτό οδηγήσει τον Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Επανάληψη των λαθών του Minsk;
Μέχρι στιγμής, οι κινήσεις του Τραμπ μοιάζουν σε κάποια σημεία επικίνδυνα με τη διαδικασία του Minsk που ακολούθησε την προσάρτηση της Κριμαίας και την κατοχή τμημάτων του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ το 2014.
Οι συμφωνίες Minsk I (2014) και Minsk II (2015), που διαπραγματεύθηκαν η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Ουκρανία (γνωστή ως ομάδα της Normandy Four)
Προέβλεπαν κατάπαυση του πυρός και πολιτική διευθέτηση του Ντονμπάς.
- Ήταν αδύναμες και ποτέ δεν εφαρμόστηκαν σωστά.
Ακυρώθηκαν πλήρως από τον ίδιο τον Πούτιν όταν ξεκίνησε την εισβολή του 2022.
Το σημερινό πλαίσιο είναι διαφορετικό, αλλά τα διδάγματα του Minsk παραμένουν επίκαιρα
Δυστυχώς, οι διαπραγματεύσεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ φαίνεται να επαναλαμβάνουν συγκεκριμένες αδυναμίες της διαδικασίας του Minsk:
Αποκλεισμός σημαντικών μερών της σύγκρουσης (η Ουκρανία δεν συμμετείχε στη συνάντηση της Σαουδικής Αραβίας).
Βιασύνη για μια ασαφή εκεχειρία, χωρίς ξεκάθαρους όρους επιβολής και εγγυήσεις ασφαλείας.
Θυσία της μακροπρόθεσμης ειρήνης για χάρη βραχυπρόθεσμων διπλωματικών επιτυχιών.
Υπάρχουν ακόμη αναλυτές που εκτιμούν ότι ο Τραμπ θέλει πραγματικά να μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που έφερε την ειρήνη στην Ουκρανία. Εάν αυτό επαληθευτεί θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι όχι μόνο δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη του Minsk αλλά πως η νίκη του Πούτιν θα κοστίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο από την υποστήριξη της Ουκρανίας.
Η επιλογή μεταξύ της υποστήριξης της Ουκρανίας και της αποδοχής μιας ρωσικής νίκης δεν είναι απλώς μια ηθική ή γεωπολιτική απόφαση—είναι μια στρατηγική επιλογή με σοβαρό οικονομικό, στρατιωτικό και παγκόσμιο κόστος για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στρατηγική για μια Βιώσιμη Ειρήνη
Η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη στη στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας, παρέχοντας επιπλέον συστήματα αεράμυνας και αντιπυραυλικής άμυνας (IAMD). Παράλληλα, η οικονομική πίεση στη Ρωσία πρέπει να αυξηθεί μέσω ενός γενικού χρηματοοικονομικού εμπάργκο και περιορισμών στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτές οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν ακόμη και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Άλλωστε, η Ρωσία είναι απίθανο να περιορίσει τις δικές της στρατιωτικές επιχειρήσεις ή να μειώσει τη στρατιωτική υποστήριξη που λαμβάνει από την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.
Ασφάλεια και Συμμαχίες: Ο Ρόλος του ΝΑΤΟ
Η Ουκρανία χρειάζεται επίσημες εγγυήσεις ασφαλείας από τους εταίρους της. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα την τοποθετούσε υπό την προστασία του Άρθρου 42.7 της Συνθήκης της ΕΕ. Η ρήτρα εισήχθη το 2009 και ορίζει ότι σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα υπόλοιπα κράτη μέλη έχουν ρητή υποχρέωση να παρέχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, δεν έχει καθοριστεί επίσημη διαδικασία και το άρθρο δεν απαιτεί ρητά ότι η βοήθεια πρέπει να είναι στρατιωτικής φύσης, έτσι ώστε χώρες όπως η Αυστρία, η Φιλανδία, η Ιρλανδία και η Σουηδία που τηρούν πολιτική ουδετερότητας, να μπορούν να συνεργαστούν.
Επιπλέον, χώρες όπως ο Καναδάς, η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία πρέπει να παρέχουν αντίστοιχες εγγυήσεις ασφαλείας.
Ωστόσο, μόνο η στρατιωτική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να αποτρέψει αποτελεσματικά μια μελλοντική ρωσική επιθετικότητα. Για αυτό, η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η πιο αποτελεσματική επιλογή.
Η Ταχεία Ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ
Παρόλο που η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ έχει προκαλέσει αντιδράσεις, υπάρχει προηγούμενο για γρήγορη ένταξη χωρών:
Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν το 1952.
Δυτική Γερμανία εντάχθηκε το 1955.
Φινλανδία και Σουηδία έγιναν μέλη το 2023 και 2024 αντίστοιχα.
Η Ουκρανία είναι ήδη στρατιωτικά έτοιμη να συνεισφέρει στην ασφάλεια του ΝΑΤΟ, καθώς διαθέτει τις πιο έμπειρες και δοκιμασμένες σε μάχη ένοπλες δυνάμεις. Παράλληλα, η ένταξή της δεν πρέπει να εξαρτάται από τη συγκατάθεση της Ρωσίας, καθώς η Μόσχα δεν μπορεί να έχει δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις της Συμμαχίας.
Το Ιδρυτικό Έγγραφο ΝΑΤΟ-Ρωσίας του 1997 ανέφερε ότι το ΝΑΤΟ θα εκπλήρωνε τις αποστολές του σε νέα κράτη-μέλη με τρόπους διαφορετικούς από τη μόνιμη ανάπτυξη σημαντικών μάχιμων δυνάμεων, υπό τις τότε προβλέψιμες συνθήκες, που προϋπέθεταν ότι η Ρωσία θα απείχε από εχθροπραξίες και θα συμμετείχε εποικοδομητικά στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να εξετάσει την προσφορά μιας παρόμοιας δήλωσης:
Στο πλαίσιο ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Ή, εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, ως ένα μέτρο που θα συνοδεύει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, οποιοσδήποτε περιορισμός στη μόνιμη παρουσία μη ουκρανικών ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στο ουκρανικό έδαφος δεν θα πρέπει να εμποδίζει:
Τη μεταφορά δυνάμεων, εξοπλισμού και εκπαίδευσης από τις χώρες του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία, ώστε να διατηρήσει αποτελεσματική άμυνα.
Την εφαρμογή αμυντικών συμφωνιών, όπως οι Συμφωνίες Αμυντικής Συνεργασίας (“Defense Cooperation Agreements”) μεταξύ των ΗΠΑ και διαφόρων χωρών του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Φινλανδίας.
Επιπλέον, οποιοσδήποτε περιορισμός στην ανάπτυξη ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία θα πρέπει να εξαρτάται από τη συμμόρφωση της Ρωσίας:
Με τους όρους μιας ειρηνευτικής συμφωνίας ή εκεχειρίας.
Με την πλήρη αποχή της από επιθέσεις ή απειλές επιθέσεων εναντίον οποιουδήποτε μέλους του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας.
Έτσι, το ΝΑΤΟ θα διατηρούσε την ευελιξία να υποστηρίξει στρατιωτικά την Ουκρανία χωρίς να δεσμεύεται σε στατικούς περιορισμούς που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί η Ρωσία.
Η αποτροπή μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας απαιτεί μια στρατηγική ειρήνης μέσω ισχύος. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσουν την υποστήριξη προς την Ουκρανία, να αυξήσουν την οικονομική πίεση στη Ρωσία και να διασφαλίσουν την ασφάλεια της Ουκρανίας μέσω της ένταξής της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.