Οι 1300 νεκροί από τον καύσωνα του 1987, είναι μια ξεκάθαρη απόδειξη ότι οι παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και ενδεχομένως την ανθρώπινη ζωή. Ωστόσο συχνά, η κινδυνολογία που αναπτύσσεται γύρω από το φυσικό φαινόμενο ενός καύσωνα είναι περισσότερο διογκωμένη σε σχέση με τον πραγματικό κίνδυνο.
Το πιο απλό επιχείρημα για αυτόν τον ισχυρισμό, είναι η βελτίωση του κλιματισμού κτιρίων από το 1987 μέχρι σήμερα. Βελτιωμένοι επίσης είναι και οι μηχανισμοί πρόβλεψης και προειδοποίησης, οι οποίοι αν χρησιμοποιηθούν προς όφελος του πολίτη, μπορούν να περιορίσουν τον κίνδυνο.
Άρα, με μια επιφανειακή ματιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι καύσωνες ως φαινόμενο είναι πλέον λιγότερο επικίνδυνοι για την ανθρώπινη ζωή σε σχέση με το παρελθόν. Εύκολα όμως και δικαιολογημένα, οι επιστήμονες θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς για τη διατύπωσή του δεν έχουν ληφθεί υπόψη δύο βασικοί παράμετροι.
Ο ένας αφορά τον τεχνητό κλιματισμό, ο οποίος λειτουργεί, εφόσον υπάρχει διαθέσιμη ενέργεια και εφόσον οι εξωτερικές θερμοκρασίες είναι μέσα στα πλαίσια λειτουργίας των κλιματιστικών μονάδων.
Ο δεύτερος αφορά το συνδυασμό του παράγοντα της θερμοκρασίας με την υγρασία, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει όχι μόνο αυξανόμενη δυσφορία, αλλά και θάνατο.
Για το δεύτερο αυτό παράγοντα, η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει στραφεί στη μελέτη ενός γνωστού από το παρελθόν δείκτη, ο οποίος όμως σχετικά πρόσφατα έχει ξεκινήσει να συνδέεται με τα κλιματικά φαινόμενα και την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται για το δείκτη είναι “wet-bulb globe temperature” (WBGT), ο οποίος στην Ελλάδα έχει αποδοθεί ως “Θερμοκρασία Υγρού Βολβού” από το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και ως “Θερμοκρασία Υγρού και Σφαιρικού Θερμομέτρου”, σύμφωνα με μια μετάφραση του όρου που βρήκαμε στη σελίδα του Θεόδωρου Κολυδά, Διευθυντή της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας.
Ο επικίνδυνος συνδυασμός θερμοκρασίας και υγρασίας
Σε ένα μεσημεριανό περίπατο στον πεζόδρομο της λίμνης των Ιωαννίνων στα μέσα του Αυγούστου, με θερμοκρασία 35 βαθμούς Κελσίου και υγρασία κοντά στο 75%, ενώ ο ιδρώτας ποτίζει το δέρμα, φανταζόμαστε τον άτυχο Αθηναίο που ψήνεται στους 42 βαθμούς Κελσίου. Ίσως αυτή η σκέψη μας φτιάξει τη διάθεση, αλλά θα έχουμε κάνει ένα λάθος στο συλλογισμό γιατί ο μέσος Αθηναίος θα αισθάνεται μάλλον λιγότερη δυσφορία από εμάς. Πώς μπορεί όμως να συμβαίνει αυτό;
Οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να επιβιώσουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνθηκών περιβάλλοντος. Ένας μέσος άνθρωπος μπορεί να αντέξει μέχρι 10 λεπτά σε εξωτερική θερμοκρασία μέχρι 60 βαθμούς Κελσίου με υγρασία που δεν θα υπερβαίνει το 50%. Από εκεί και πάνω, ο οργανισμός μπαίνει σε κατάσταση υπερθερμίας και παράγει εσωτερικά περισσότερη θερμότητα από όση μπορεί να αποβάλει με την εφίδρωση. Οπότε, η θερμοκρασία του οργανισμού αυξάνεται ανεξέλεγκτα πάνω από το εύρος των 36,3 έως 37 βαθμών Κελσίου που είναι οι φυσιολογικές εσωτερικές θερμοκρασίες του ανθρώπινου σώματος.
Βλέπουμε δηλαδή, ότι η υγρασία παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με τη θερμοκρασία. Η θερμοκρασία των 60 βαθμών Κελσίου δεν είναι συνήθης, αν και πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι πολλές από τις θερμοκρασίες που αναφέρονται στα μετεωρολογικά δελτία, δεν είναι και οι θερμοκρασίες που τελικά βιώνουμε.
Τα όργανα μέτρησης των μετεωρολογικών υπηρεσιών βρίσκονται σε σταθερά σημεία, οπότε 100 μέτρα πιο πέρα από εκεί που γίνεται η μέτρηση, είναι πιθανό η θερμοκρασία να είναι χαμηλότερη ή και υψηλότερη.
Είναι συχνό το φαινόμενο το φορητό μας τηλέφωνο να δείχνει ότι η θερμοκρασία στην περιοχή που βρισκόμαστε είναι 37 βαθμούς Κελσίου και εμείς να μετράμε με το θερμόμετρο του αυτοκινήτου, 40 και παραπάνω βαθμούς Κελσίου. Το περσινό καλοκαίρι μετρήθηκαν θερμοκρασίες μέχρι και 46,3 βαθμούς Κελσίου στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, ενώ από αναφορές πολιτών οι ενδείξεις των θερμομέτρων συχνά ξεπερνούσαν τους 50 βαθμούς Κελσίου.
Ενώ όμως συχνά και στο παρελθόν, σε περιοχές βορειότερα της Αφρικής έχουν καταγραφεί θερμοκρασίες πάνω από 38 ή και 40 βαθμούς Κελσίου, δεν ήταν εξίσου συχνή η καταγραφή μετρήσεων υγρασίας πάνω 60% ή και 70%. Η ταχύτατη ανάπτυξη στις πωλήσεις αφυγραντήρων στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είναι μια ένδειξη της αυξημένης υγρασίας που βιώνουν οι κάτοικοι της Ελλάδας.
Ένας δείκτης που όλα δείχνουν ότι θα γίνει σύστημα αναφοράς
Ο δείκτης WBGT προκύπτει από μια σύνθεση παραμέτρων που συνυπολογίζουν θερμοκρασία, υγρασία, ηλιακή ακτινοβολία και ένταση ανέμου. Σύμφωνα με μελέτες, τιμές του δείκτη άνω των 35 μονάδων, είναι πολύ πιθανό να είναι θανατηφόρες ακόμα και για έναν υγιή άνθρωπο. Τα κύματα καύσωνα που έπληξαν το 2003 την Ευρώπη και το 2010 τη Ρωσία, προκάλεσαν σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, αν και ο δείκτης WBGT δεν ήταν κατά μέσο όρο πάνω από τους 28 μονάδες.
Όπως διαβάζουμε στην προσωπική σελίδα του Θεόδωρου Κολυδά, ο βιοκλιματικός δείκτης WBGT (Wet Bulb Globe Temperature) έχει επιλεγεί ως ο πλέον κατάλληλος για τη μέτρηση της θερμικής καταπόνησης του ανθρώπινου οργανισμού.
Η ΕΜΥ είχε εγκαταστήσει τέσσερις συσκευές μέτρησης σε ισάριθμα αεροδρόμια στην Ελλάδα (Λάρισα, Νέα Αγχίαλος, Ελευσίνα, Τανάγρα), αλλά οι συσκευές έχουν πλέον αποσυρθεί. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σκριμιζέα, Διευθυντή Ερευνών της ΕΜΥ, “Το κόστος του εξειδικευμένου εξοπλισμού είναι πολύ υψηλό, όπως και η συντήρησή του.” Ωστόσο, η ΕΜΥ είναι ένα βήμα πριν την αγορά, μέσω του ΕΣΠΑ, 60 συσκευών μέτρησης WBGT, οι οποίες θα εγκατασταθούν σε αντίστοιχους μετεωρολογικούς σταθμούς.
Σε συνομιλία που είχαμε με την Δήμητρα Φουντά, Διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, μας είπε ότι έχει συμμετάσχει στην εκπόνηση αρκετών μελετών για άλλους δείκτες δυσφορίας, όπως οι Heat Index (HI), Humidex (HD) και οι πιο σύνθετοι Universal Thermal Climate Index (UTCI) και Physiologically Equivalent Temperature (PET).
Ωστόσο, θεωρεί ότι ο δείκτης WBGT απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη δυσφορία που προκαλεί ο συνδυασμός υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας και αυτός είναι ο λόγος που ακούγεται ολοένα και περισσότερο στη διεθνή ερευνητική κοινότητα.
Στα άμεσα σχέδια του Ινστιτούτου είναι να εκπονηθεί μια μελέτη για το δείκτη WBGT, καθώς όπως μας είπε η Δ. Φουντά σε πρόσφατη συζήτηση που έγινε με συναδέλφους της από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, προέκυψε το συμπέρασμα ότι τα αυξημένα ποσοστά υγρασίας τα τελευταία χρόνια στη Δυτική Ελλάδα δικαιολογούν την επίσπευση μέτρων.
“Ως μεσογειακή χώρα, θεωρητικά δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε ιδιαίτερα,” λέει η Δ. Φουντά, “αλλά τα τελευταία χρόνια η κλιματική αλλαγή, έχει φέρει σε βορειότερα πλάτη ποσοστά υγρασίας που παλαιότερα ήταν περισσότερο συνηθισμένα σε περιοχές με τροπικό κλίμα.”
Και ενώ η ελληνική επιστημονική κοινότητα δεν έχει ακόμα δραστηριοποιηθεί ευρέως στη μελέτη του δείκτη WBGT, μια μελέτη του 2020 με τίτλο “The emergence of heat and humidity too severe for human tolerance” (https://www.science.org/doi/10.1126/sciadv.aaw1838), καταγράφει το δείκτη wet-bulb σε δεκάδες χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Αυτή ήταν και η μελέτη που έπεσε στην αντίληψή μας και μας οδήγησε να ενδιαφερθούμε για τους δείκτες wet-bulb και WBGT. Η διαφορά του δείκτη wet-bulb από τον WBGT, είναι ότι ο πρώτος προκύπτει με απλούστερη διαδικασία γιατί συνδυάζει μόνο τις παραμέτρους θερμοκρασίας και υγρασίας και για αυτό άλλωστε η μελέτη μπόρεσε να υλοποιηθεί με τα όργανα που ήταν διαθέσιμα από τους περισσότερους μετεωρολογικούς σταθμούς.
Στη μελέτη έχουν καταγράφει δείκτες wet-bulb από 31 έως 33 μονάδες. Τα περισσότερα σημεία με υψηλό δείκτη wet-bulb συγκεντρώνονται στον Περσικό Κόλπο και τον Κόλπο του Ομάν, ενώ υψηλές μετρήσεις έχουν καταγραφεί επίσης στην ΝΑ Ασία, την Αυστραλία και κάποιες κοντά στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων.
Παλαιότερες κλιματικές μελέτες είχαν προβλέψει την εμφάνιση επικίνδυνων δεικτών wet-bulb, αλλά για μετά το 2050. Όπως επισημαίνει ο Colin Raymond, ένας εκ των ερευνητών που συνέταξαν την προαναφερόμενη μελέτη, “Υψηλοί δείκτες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη και αυτό σημαίνει ότι κάποια σημεία του πλανήτη δεν θα μπορούν να κατοικηθούν πολύ πιο σύντομα από όσο πιστεύαμε.”
Οι ερευνητές που πραγματοποίησαν τη μελέτη διαπιστώνουν ότι από το 1972 μέχρι και το 2017, οι καταγραφές web-bulb άνω των 31 μονάδων έχουν διπλασιαστεί. Ευτυχώς όμως το φαινόμενο παρατηρείται σε μικρές γεωγραφικές επιφάνειες και έχει διάρκεια λίγων ωρών.
Και τώρα τι κάνουμε;
Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, αν και έχει κερδίσει τεράστιο μερίδιο δημοσιότητας, δεν είναι αναλόγως μελετημένο από την επιστημονική κοινότητα, όχι όμως λόγω αδιαφορίας. Η δυναμικότητα του φαινομένου, το οποίο μπορεί να εμφανίζεται με σημαντικές διαφορές μεταξύ χωρών ή ακόμα και περιοχών της ίδιας χώρας, σε συνδυασμό με τη σχετική του “νεότητα” ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, κάνει την πρόβλεψη και πρόγνωση πάρα πολύ δύσκολη. Κανείς δεν μπορεί να πει με αρκετή βεβαιότητα, αν υψηλοί δείκτες WBGT θα εμφανιστούν στην Ελλάδα ή στην Αττική ή στο Αγρίνιο, τα ερχόμενα 3, 5 ή 10 χρόνια.
Το Υπουργείο Εργασίας σε συνεργασία με την ΕΜΥ και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας έχουν ξεκινήσει την αξιολόγηση του δείκτη WBGT. Μάλιστα, έχουν εκπονήσει μια μελέτη, η οποία μεταξύ άλλων βασίστηκε και στα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τις εξειδικευμένες συσκευές που τοποθετήθηκαν στα τέσσερα προαναφερόμενα ελληνικά αεροδρόμια.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, η οποία διεξήχθη σε πιλοτικό επίπεδο, ήρθαν να επιβεβαιώσουν την αξία του δείκτη WBGT ως μέτρο αναφοράς για τη θερμική καταπόνηση των εργαζομένων.
Οπότε είναι πλέον θέμα πολιτικής ηγεσίας να θεσμοθετηθεί η χρήση του δείκτη ώστε να λαμβάνονται μέτρα προστασίας για τους εργαζόμενους, ενώ στη συνέχεια η συνεργασία με το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, θα μπορούσε να επεκτείνει την επέκταση της χρήσης του δείκτη και για την προστασία του γενικού πληθυσμού.
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η ΕΜΥ έχει προχωρήσει στην παραγγελία εξειδικευμένου εξοπλισμού για τη μέτρηση του δείκτη. Επομένως, είναι πολύ πιθανό, ίσως και μέσα στη χρονιά που διανύουμε, ότι ο δείκτης WBGT θα αρχίσει να εφαρμόζεται για την προστασία των εργαζομένων και αργότερα να γνωστοποιείται στον ευρύτερο πληθυσμό.
Στο ερώτημα, αν είναι ανάγκη να συμβεί αυτό, την απάντηση δίνουν μετρήσεις που έγιναν το φετινό καλοκαίρι, στις οποίες παρατηρήθηκαν τιμές που ξεπέρασαν το όριο του δείκτη που θεωρείται ως όριο προειδοποίησης.
Σε επίπεδο πρόληψης, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, καθώς ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα, με ελάχιστο ποσοστό επιφανειών που καλύπτονται από πάρκα, λίμνες και ποτάμια και θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν ακραία κλιματικά φαινόμενα, ο τεχνητός κλιματισμός είναι η μόνη βιώσιμη λύση.
Ωστόσο, η λειτουργία του τεχνητού κλιματισμού αφενός εξαρτάται από τη διαθέσιμη ενέργεια και αφετέρου είναι μια διαρκή θερμική επιβάρυνση για το περιβάλλον. Το τελευταίο οφείλεται σε έναν απαράβατο νόμο της φυσικής, σύμφωνα με τον οποίο, η ψύξη που παράγεται από τη μονάδα κλιματισμού είναι κάθε φορά λιγότερη από τη θερμότητα που αποβάλλει η μονάδα αυτή στο περιβάλλον.
Άρα για κάθε βαθμό που κατεβάζουμε τη θερμοκρασία στο σπίτι μας με τον κλιματισμό, επιβαρύνουμε το περιβάλλον με περισσότερη θερμότητα. Αυτός είναι και ένας λόγος που γύρω από κτίρια στα οποία λειτουργούν μεγάλες μονάδες κλιματισμού, η αίσθηση της θερμοκρασίας είναι αυξημένη.
Επομένως, μακροπρόθεσμα, αν δεν βρεθούν λύσεις, όπως φυσικές επιφάνειες απορρόφησης της θερμότητας, κτίρια που χρειάζονται λιγότερη τεχνητή ψύξη και συσκευές ψύξης με καλύτερες αποδόσεις, θεωρείται πολύ πιθανό το σενάριο, οι εξωτερικοί χώροι πόλεων με το προφίλ της Αθήνας να είναι αβίωτοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα του έτους. Επιπλέον κάθε διακοπή της παροχής ενέργειας στα τεχνητά κλιματιστικά συστήματα δεν θα είναι μόνο αιτία για γκρίνια, αλλά και απειλή για την ανθρώπινη ζωή.