
Σχεδόν 80 χρόνια από την σύσταση του ΝΑΤΟ, ως μιας συμμαχίας που εγγυάται την ασφάλεια της Ευρώπης απέναντι στη Ρωσία, είναι η πρώτη φορά που «εχθροί και σύμμαχοι» δεν είναι πλέον ευδιάκριτοι.
Η δημόσια εχθρότητα του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι -πριν τελικά τα βρούνε- και η φιλική προσέγγιση προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν που συνοδεύεται με δηλώσεις αμφισβήτησης των παραδοσιακών συμμάχων του, δημιουργεί νέα δεδομένα στις Βορειοατλαντικές σχέσεις.
Η Ευρώπη καλείται για πρώτη φορά μετά τον Β. Παγκόσμιο Πόλεμο όχι μόνο να σκεφθεί, αλλά και να πράξει γρήγορα για τα δημιουργήσει τη δική της αμυντική ασπίδα, καθώς το ερώτημα είναι πλέον εάν το ΝΑΤΟ μπορεί να υπάρξει χωρίς τις ΗΠΑ.
Αν και μια γρήγορη απάντηση θα μπορούσε να είναι αρνητική καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά του ΝΑΤΟ», Ευρωπαίοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Συμμαχία είναι αρκετά ισχυρή στρατιωτικά- με πάνω από 1 εκατομμύριο στρατεύματα και σύγχρονα όπλα στη διάθεσή της από τις άλλες 31 χώρες- ώστε να πορευτεί χωρίς τις ΗΠΑ. Επίσης, και είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διαθέτει τον πλούτο και την τεχνολογική τεχνογνωσία.
Ο Μπεν Σριρ, εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) αναφέρει ότι οι ΗΠΑ και η Γερμανία έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στρατευμάτων της συμμαχίας με σχεδόν 16% η καθεμία, ακολουθούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο με 11% και τη Γαλλία με 10%, σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ.
Αυτό δείχνει ότι η Ευρώπη δεν θα χρειαζόταν πολλά για να αναπληρώσει το κενό που ενδεχομένως θα αφήσει μια παρορμητική απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ.
«Εάν οι ευρωπαϊκές χώρες ενωθούν και αγοράσουν τον κατάλληλο στρατιωτικό εξοπλισμό, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα σοβαρό συμβατικό και πυρηνικό αποτρεπτικό μέσο απέναντι στη Ρωσία», δήλωσε ο Ben Schreer.

«Η Ευρώπη από μόνη της έχει ακόμα την ικανότητα να συγκεντρώσει τους πόρους που θα χρειαζόταν για να αμυνθεί. Το ερώτημα είναι αν είναι πρόθυμη να το κάνει», εκτιμά ο Σριρ, αν και οι τελευταίες κινήσεις των ευρωπαίων ηγετών δείχνουν ότι στρέφονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Από τον ψυχρό πόλεμο έως σήμερα
Για πάνω από 75 χρόνια, μέσα στα οποία έχουν περάσει 14 διαφορετικοί Αμερικανοί πρόεδροι, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, οι ΗΠΑ ήταν η δύναμη που κρατούσε τη συμμαχία ενωμένη.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αμερικανικά στρατεύματα κατέκλεισαν την Ευρώπη ως «ασπίδα» απέναντι στις σοβιετικές φιλοδοξίες να επεκτείνουν τη συμμαχία του Συμφώνου της Βαρσοβίας προς τη Δύση μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989.
Από τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990 έως και τον πρόσφατο στην Ουκρανία, οι ΝΑΤΟικές επιχειρήσεις στηρίχτηκαν σε αμερικανικά στρατεύματα και αεροπορική δύναμη. Έχουν άραγε τελειώσει αυτές οι ημέρες της διατλαντικής αλληλεγγύης;
Η μεγάλη ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Ουκρανίας φαίνεται ότι είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου καθώς σύμφωνα με τον Νταν Φριντ, ανώτερο συνεργάτη στο Ατλαντικό Συμβούλιο και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για την Ευρώπη, είναι μια ένδειξη ότι η «στρατηγική των ΗΠΑ για τον «ελεύθερο κόσμο» που ισχύει από την εποχή του προέδρου Τρούμαν αλλάζει ριζικά».

Ο John Lough, πρώην αξιωματούχος του ΝΑΤΟ και συνεργάτης σήμερα στο think tank Chatham House στο Λονδίνο, δήλωσε πρόσφατα στο CNN πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Ευρώπη περισσότερο ως ανταγωνιστή, αντίπαλο, παρά ως σύμμαχο» προσθέτοντας ότι εξαιτίας αυτού η δέσμευση της Ουάσιγκτον να υπερασπιστεί τους συμμάχους του ΝΑΤΟ είναι κάπως αμφίβολη.
Αυτό, σύμφωνα με πηγές του CNN στις Βρυξέλλες, έχει οδηγήσει πολλούς Eυρωπαίους αξιωματούχους να διερωτώνται «εάν η Ουάσιγκτον πρέπει να χαρακτηριστεί «κατά κάποιο τρόπο ως εχθρός».
«Μόλις οι σύμμαχοι των ΗΠΑ πεισθούν ότι δεν μπορούν πλέον να εμπιστεύονται τις ικανότητες των ΗΠΑ για να τις υπερασπιστούν, θα σπεύσουν να χαλαρώσουν και να εργαστούν προς την ανάπτυξη των δικών τους δυνατοτήτων», έγραψε πέρυσι στο War on the William & Mary’s Global Rock Institutes ο Moritz Graefrath, μεταδιδακτορικός συνεργάτης ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής στο William & Mary’s Global Rock Research.
«Υπό αυτή την έννοια ίσως μια απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων θα δημιουργήσει μια ακόμη ισχυρότερη, κι όχι πιο αδύναμη, Ευρώπη», έγραψε ο Graefrath.
Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, μέλος του ΝΑΤΟ, Ντόναλντ Τουσκ, πιστεύει ότι αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει. «Η Ευρώπη στο σύνολό της είναι πραγματικά ικανή να σταθεί απέναντι στη Ρωσία σε στρατιωτικό, οικονομικό και χρηματοπιστωτικό επίπεδο γιατί είμαστε απλώς ισχυρότεροι», είπε πριν από τη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή την εβδομάδα. «Απλώς έπρεπε να αρχίσουμε να πιστεύουμε σε αυτό. Και σήμερα φαίνεται να συμβαίνει».
Η Τουρκία μετατρέπεται σε πανίσχυρη δύναμη
Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα θα νιώθει ασφαλής μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο καθώς η Τουρκία είναι η χώρα του ΝΑΤΟ με τις μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις μετά τις ΗΠΑ, με 355.200 ενεργό στρατιωτικό προσωπικό, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του IISS για το 2025.
Ακολουθεί η Γαλλία (202.200), η Γερμανία (179.850), η Πολωνία (164.100), η Ιταλία (161.850), το Ηνωμένο Βασίλειο (141.100), η Ελλάδα (132.000) και η Ισπανία (122.200).
Η Τουρκία έχει επίσης το περισσότερο στρατό, που αποτελεί την πλειοψηφία των χερσαίων στρατευμάτων πρώτης γραμμής, με 260.200, και ακολουθούν η Γαλλία (113.800), η Ιταλία (94.000), η Ελλάδα (93.000), η Πολωνία (90.600), το Ηνωμένο Βασίλειο (78.800), η Ισπανία (70.200) και η Γερμανία (60), σύμφωνα με την ίδια έκθεση.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες που είχαν τοποθετηθεί ή αναπτυχθεί σε βάσεις σε χώρες του ΝΑΤΟ από τον Ιούνιο του 2024 φτάνουν σήμερα τους 80.000, με τους περισσότερους να βρίσκονται στη Γερμανία (35.000), στην Ιταλία (12.000) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (10.000), σύμφωνα με έκθεση της Υπηρεσίας Ερευνών του Κογκρέσου (CRS) τον Ιούλιο του 2024.
Στρατιωτική υπεροχή έναντι της Ρωσίας
Τα μεγαλύτερα έθνη του ΝΑΤΟ διαθέτουν ισχυρή στρατιωτική δύναμη ίση ή και μεγαλύτερη από αυτή που διαθέτει η Ρωσία.
Για παράδειγμα, η Ρωσία διαθέτει ένα απαρχαιωμένο αεροπλανοφόρο, την ώρα που μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δύο σύγχρονα αεροπλανοφόρα ικανά να εκτοξεύουν μαχητικά F-35B stealth. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία διαθέτουν επίσης αεροπλανοφόρα ή αμφίβια πλοία ικανά να εκτοξεύουν μαχητικά αεροσκάφη, σύμφωνα με το Military Balance.
Εκτός από τις ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρούν πυρηνικές δυνάμεις, με αμφότερα να αναπτύσσουν υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων. Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ εκτός από τις ΗΠΑ έχουν μεταξύ τους περίπου 2.000 μαχητικά και αεροσκάφη επίθεσης εδάφους, με δεκάδες νέα αεροσκάφη stealth F-35 να περιλαμβάνονται σε αυτόν τον αριθμό.
Οι χερσαίες δυνάμεις περιλαμβάνουν σύγχρονα άρματα μάχης, συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών Leopards και των British Challengers, πολλά από τα οποία βρίσκονται ήδη στην Ουκρανία. Οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ μπορούν να εκτοξεύουν ισχυρούς πυραύλους κρουζ, όπως το κοινό γαλλο-βρετανικό SCALP/Storm Shadow, το οποίο βρίσκεται επίσης στην Ουκρανία.
Η έκθεση Military Balance 2025 σημειώνει ότι η Ευρώπη λαμβάνει μέτρα για να βελτιώσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ. Το 2024, έξι ευρωπαϊκές χώρες ενώθηκαν σε ένα έργο για την ανάπτυξη πυραύλων κρουζ εκτοξευόμενου εδάφους, έκαναν κινήσεις για να αυξήσουν την ικανότητα παραγωγής πυρομαχικών και να διαφοροποιήσουν τη βάση προμηθευτών τους, με τη Βραζιλία, το Ισραήλ και τη Νότια Κορέα να αποτελούν νέες πηγές στρατιωτικού υλικού.
Μπορεί να «μπλοφάρει» ο Τραμπ;
Στρατιωτικοί αναλυτές υποστηρίζουν επίσης ότι ακόμη και αν οι ΗΠΑ αποχωρήσουν εντελώς από την Ευρώπη, θα αφήσουν πίσω τους σημαντικές υποδομές, όπως οι 31 μόνιμες βάσεις που διαθέτουν στην Ευρώπη, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου.
Αυτές είναι ναυτικές, αεροπορικές, επίγειες και εγκαταστάσεις διοίκησης και ελέγχου που θα ήταν διαθέσιμες στις χώρες όπου βρίσκονται εάν οι ΗΠΑ αποχωρούσαν.

Ο Graefrath υποστηρίζει ότι ακόμη κι αν ο Τραμπ ανακοινώσει μια αποχώρηση από την Ευρώπη «θα αφήσει ανέπαφη μεγάλο μέρος της αμερικανικής στρατιωτικής υποδομής και για μεγάλο χρονικό διάστημα (διασφαλίζοντας) ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν την ικανότητα να κάνουν στρατιωτική επιστροφή εάν η Ευρώπη αποτύχει να ανταποκριθεί όπως είχε προβλεφθεί».
Κατά την άποψή του όλη αυτή η συζήτηση για αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ ίσως είναι απλώς μια «μπλόφα» του Τραμπ με στόχο να ωθήσει τους συμμάχους να αυξήσουν τη χρηματοδότηση για την άμυνα.
Μια τακτική που εφάρμοσε ο Τραμπ και στην πρώτη του θητεία όταν φέρεται να ζήτησε από το Πεντάγωνο να εξετάσει τις επιλογές για την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Νότια Κορέα που παραμένουν εδώ μια δεκαετίες ως προστασία απέναντι στην πυρηνικά οπλισμένη Βόρεια Κορέα.
Αυτό συνέβη καθώς ο Τραμπ προετοιμαζόταν τότε να συναντήσει τον Βορειοκορεάτη Κιμ Γιονγκ Ουν, ελπίζοντας να τον πείσει να εγκαταλείψει το πυρηνικό του οπλοστάσιο.
Πηγή κοντά στον Λευκό Οίκο είχε αποκαλύψει τότε στο CNN ότι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί στο μέλλον, και «μόνο μετά την εξαφάνιση των πυρηνικών της Βόρειας Κορέας».
Η ιστορία ωστόσο έδειξε ότι η περίφημη συνάντηση Τραμπ-Κιμ που «πουλήθηκε ως μεγάλη επιτυχία του Αμερικανού προέδρου τελικά ήταν μια φούσκα», είπε ο Σριρ καθώς στη συνέχεια, οι ΗΠΑ επέστρεψαν στο «business as usual» στην κορεατική χερσόνησο.
Οι ΗΠΑ –που διαθέτουν δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα στη Νότια Κορέα– παρέμειναν και οι διμερείς ασκήσεις με τις δυνάμεις της Σεούλ ξεκίνησαν ξανά, πολεμικά πλοία των ΗΠΑ επισκέφθηκαν λιμάνια της Νότιας Κορέας και βομβαρδιστικά της αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας πέταξαν πάνω από την περιοχή.
Το ίδιο είναι πολύ πιθανό να συμβεί και στην Ευρώπη εάν ο Τραμπ δεν πάρει αυτό που θέλει από τον Πούτιν, υπογραμμίζει ο Σριρ. «Αν ο Πούτιν προσπαθήσει να την φέρει στον Ντόναλντ ακόμη και ο Τραμπ μπορεί να το αναγνωρίσει», καταλήγει.