Ακουσα τον ήχο σαν ξερό παλαμάκι. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον συνάδελφο να μουντζώνει την οθόνη του υπολογιστή του με τα δύο του χέρια όπου η παλάμη του δεξιού του χεριού ακούμπησε με ορμή το πίσω μέρος της παλάμης του αριστερού του, εξ΄ού και ο ήχος. «Πάρε δέκα να μη στα χρωστάω» βλαστήμησε ως όφειλε κατά το μακραίωνο έθιμο. Μόλις είχε διαβάσει την είδηση σύμφωνα με την οποία στο νέο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) προβλέπεται χρηματικό πρόστιμο, ακόμη και αφαίρεση της άδειας, στην περίπτωση που οδηγός μουντζώσει κάποιον ή κάνει άλλη απρεπή χειρονομία.
«Θα μας αλλάξουν συνήθειες τόσων αιώνων. Ντε και καλά να γίνουμε Ευρωπαίοι;» μονολόγησε με εθνική αγανάκτηση.
Πράγματι η μούντζα, το φασκέλωμα έχει αρχαία προέλευση και οι ερμηνείες του είναι πολλές.
Κάποτε πίστευαν ότι η μούτζα ή μούντζα, την οποία για αιώνες την αποκαλούσαν και σφακέλωμα, εξ΄ού και φάσκελο, ήταν μια κίνηση με μαγικό χαρακτήρα προς την αποτροπή της βασκανίας. Λέγεται πως η κίνηση αυτή είχε σχέση με τις αρχαίες θρησκείες, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις πομπές όπου οι συμμετέχοντες σε αυτές έκαναν αυτή τη γνωστή σε όλους μας χειρονομία για να ξορκίσουν το κακό.
Όμως «ως πάντες ανεξαιρέτως οι Ελληνες την αντιλαμβάνονται, δηλαδή ως εμφαινούσαν δεινοτάτην ύβριν και εσχάτην καταφρόνησιν τινός» μας πληροφορεί ο σπουδαίος λαογράφος Νικόλαος .Γ. Πολίτης, στο περιοδικό ”Λαογραφικά Σύμμεικτα” του 1921.
Ήδη τον ΙΕ αιώνα ο χρονογράφος Δούκας, σύμφωνα με την ίδια πηγή, φέρεται το σφακελίζειν ως συνώνυμον του ονειδίζειν. «Το ουτιδανόν και ευξετελισμένον, το απολέσαν την τιμήν αυτού κρίνεται άξιον φασκελώματος». Να και η παροιμία «Σφάκελά της π΄αγαπά παντρεμένον ή παπά».
Ήταν τόσο απαξιωτικό που ακόμη και τον διάβολο σε πολλές περιοχές του τόπου τον αποκαλούσαν «σφακελισμένο» δηλαδή φασκελωμένο.
Ωστόσο η εκκλησία το φασκέλωμα, την μούντζα, τη θεωρούσε βαρύτατη αμαρτία, μάλιστα σύμφωνα με τη δημώδη δοξασία έλεγαν πως εάν κάποιος λαϊκός μούντζωνε επίσκοπο «η φασκελώσσα επίσκοπον χειρ δε λειώνει εις τον τάφο».
Το φασκέλωμα λοιπόν, είναι η χειρονομία εκείνη η οποία γίνεται «δια της επιδείξεως της δεξιάς συνήθως χειρός, με εστραμμένην την παλάμην προς τον υβριζόμενον και διεσταλμένους ακτινοειδώς τους δακτύλους, ο δ΄υβρίζων συνοδεύει την χειρονομίαν ως επί το πλείστον με τας λέξεις ”να πέντε!” Εννοών τους δακτύλους» γι′ αυτό ο αριθμός πέντε είχε συνδεθεί με την υβριστική πράξη και «εθεωρήθη δυσώνυμος».
Όμως ο Έλληνας είναι πληθωρικός: δεν παρέμεινε στο πέντε αλλά το αύξησε στο δέκα και όχι μόνο, καθώς, εκτός από τα χέρια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα πόδια!
Γράφει ο Πολίτης: «Προς επίτασιν της ύβρεως πολλάκις προτείνουν αμφότερας τας χείρας με την παλάμην προς τα έξω και με διεσταλμένους ακτινοειδώς τους δακτύλους, ή επί της ούτω προτεταμένης δεξιάς, αι γυναίκες μάλιστα, επιθέτουσι μεθ΄όρμής επί του οπισθέναρος αυτής την παλάμην της αριστεράς επιφωνούντες συνήθως “Να δέκα” Αυτό λέγεται και δεκάτιασμα. Ενίοτε δε προς μείζονα επιδείνωσιν της ύβρεως δίδουν και φάσκελα χειροπόδαρα».
Με το ζήτημα του σφακελώματος ασχολήθηκαν πολλοί, μέχρι και ο Κοραής. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι το σφακέλωμα κατά τα αρχαία χρόνια δεν ήταν η χειρονομία με την ανοιχτή παλάμη αλλά η χρήση του μεσαίου δακτύλου, αυτή που νομίζουμε πως έχουμε υιοθετήσει από την Αμερική.
Για του λόγου του αληθές ο Πολίτης παραθέτει μια ιστορία με τον Διογένη ο οποίος «βουλόμενος πότε να χλευάση τον Δημοσθένη έδειξεν αυτόν τον μέσον δάκτυλον εκτείνας». Την ίδια χειρονομία χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι διότι «ο μέσος δάκτυλος εθεωρείτο αισχρός και προς αισχράς πράξεις πρόσφορος...».
Τελικά εμείς οι Έλληνες και οι Κύπριοι κρατήσαμε και τις δύο χειρονομίες. Για τη χειρονομία με τον μέσο δάκτυλο, μπορούμε περήφανα να πούμε πως είναι μια ακόμη πολιτισμική συμβολή μας στο παγκόσμιο χωριό.
Το δε φασκέλωμα το κρατήσαμε μόνο για εμάς. Δεν πρέπει να συγχέεται με την ανοιχτή παλάμη των μουσουλμάνων για τους οποίους είναι σημάδι ευλογίας και ο αριθμός πέντε θεωρείται ιερός.
Το δικό μας πέντε του φασκελώματος συνοδευόταν με ένα Όρσε (όρισε λάβε) πέντε ή δέκα ανάλογα, και μια κατάρα όπως για παράδειγμα να σου «χυθούν τα μάτια», «να στραβωθείς», ενώ το πέντε υπονοούσε την επιθυμία ταχείας εκπληρώσεως της κατάρας. Ευτυχώς που υπήρχαν και αντίμετρα, αφού ο υβριζόμενος μπορούσε να απαντήσει «στα μάτια σου» και άλλα παρόμοια.
Το πως το σφάκελωμα ή φασκέλωμα έγινε μούτζα ή μούντζα και αυτό έχει τη δική του ιστορία. Εξηγεί ο Πολίτης: «Η λέξις μούζα κυρίως σημαίνει ασβολήν». Με λίγα λόγια εννοεί την μουντζούρα, που μεταφορικά μπορούμε να το αποδώσουμε στον στιγματισμό, την ηθική κηλίδα. Μάλιστα λέγεται ότι κατά την εποχή του Βυζαντίου υπήρχε μια ποινή που εφαρμοζόταν σε περιπτώσεις ασήμαντων παραπτωμάτων ή σε περιπτώσεις μοιχείας, όπου ο δικαστής έβαζε το χέρι του στη στάχτη και επισφράγιζε την ποινή ακουμπώντας το πρόσωπο ή άλλα μέρη του σώματος του τιμωρούμενου, διαπομπεύοντας τον με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια σε τέτοιες περιπτώσεις βρίσκονταν μεταξύ του όχλου πολλοί πρόθυμοι που ήθελαν να μουντζουρώσουν (να μουντζώσουν).
«Ευρίσκοντο δε βεβαίως πάντοτε πολλοί πρόθυμοι προς εκτέλεσιν του ευαρέστου εις τον χύδην όχλον αποφάσεως οίτινες εμβάπτοντες την χείρα εις ασβολήν, έχριον το πρόσωπον του καταδικασθέντος. Το σχήμα της μούντζας λοιπόν είναι μίμησης της κινήσεως της χειρός της επαλειφούσης με μούντζαν ή ασβολήν τον πομπευόμενον, δηλούν ότι τοιαύτης τύχης άξιος είναι ο υβριζόμενος».
Μια πράξη λοιπόν που ήταν κάποτε ποινή, σήμερα ποινικοποιείται. Το ζήτημα όμως είναι πως εάν έπειτα από τόσες χιλιάδες χρόνια αυτή η αυθόρμητη και μάλλον αγαπημένη χειρονομία του Έλληνα έχει εγγραφεί στο DNA του τότε το χέρι δύσκολα θα συγκρατηθεί από το να μην υψωθεί βλάσφημα ή περιπαικτικά. Οπότε, έκκληση προς τα όργανα του νόμου να δείχνουν επιείκεια, αφού σίγουρα και αυτοί έχουν υποπέσει στο ίδιο αμάρτημα.