Η ευρύτερη περιοχή μας, τα Βαλκάνια, είναι ιστορικά συναρπαστική όσο και πολύπαθη. Ένα χωνευτήρι λαών με κοινές πολιτισμικές κληρονομιές αλλά και μεγάλα πάθη, είτε ως υπάγωγοι σε ευρύτερους σχηματισμούς (π.χ. Οθωμανική αυτοκρατορία) είτε πολυδιασπασμένοι με την άνοδο των επιμέρους εθνικισμών, που βρίσκονταν σε διαρκείς αψιμαχίες και προστριβές υπό τη σκιά της επιβουλής μεγάλων δυνάμεων μέχρι το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου αλλά και μετέπειτα με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα 1990 ως τις μέρες μας. Καθόλου τυχαία, ο όρος «Βαλκάνια» διεθνώς έγινε συνώνυμος της διαίρεσης, της υπανάπτυξης, της φτώχειας και μετανάστευσης.
Τα τελευταία 20 χρόνια επήλθε μια πρωτόγνωρη ειρήνευση, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υφέρπουν ακόμη εθνικές ή εθνοτικές συγκρούσεις και διαφορές, ωστόσο μοιάζει να δημιουργούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις ανάπτυξης και ευημερίας για κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και από κοινού. Παρ’ όλα αυτά, η σχετικά μακρά περίοδος ηρεμίας συνυπήρξε με έναν νέο κύκλο κατακερματισμού, με τη δημιουργία νέων ουσιαστικά μη βιώσιμων κρατικών σχηματισμών, που ενίοτε εξαρτώνται ευθέως κυρίως από τις ΗΠΑ και δευτερευόντως από την ΕΕ είτε αποτελούν πεδίο όπου η Ρωσία διεκδικεί να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής της. Έτσι, το πολύ μικρό μέγεθος των περισσότερων κρατών και το δυνάμει συγκρουσιακό περιβάλλον ελάχιστα συμβάλλουν στην προσέλκυση επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, στην αποφυγή της διαρροής των καταρτισμένων νέων, και κυρίως υπονομεύουν τις δυνατότητες η βαλκανική χερσόνησος να αναδειχθεί σε μια περιφέρεια με ρόλο και βάρος στον ευρύτερο διεθνή καταμερισμό εργασίας και ισχύος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, που επικαθορίζεται από το βάρος της ιστορίας αλλά και της σημερινής συγκυρίας, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία πρωτοβουλίες και θεσμοί συνεργασίας, συναντίληψης και εν τέλει συνανάπτυξης ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι και το πιο ελπιδοφόρο: η τετραμερής συνεργασία μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ρουμανίας. Η συνεργασία αυτή, εφόσον υποστηριχθεί με κατάλληλους θεσμούς και εργαλεία πολιτικής, μπορεί να εξελιχθεί σε έδαφος συνεννόησης και υπέρβασης της ιστορικής μας κακοδαιμονίας Γι’ αυτό πρέπει η τετραμερής συνεργασία που έκανε τα πρώτα της βήματα σταδιακά να διευρυνθεί, να συμπεριλάβει και άλλες χώρες της περιοχής, με προοπτική τα Βαλκάνια να μετεξελιχθούν σε μια υπολογίσιμη σεβαστή δύναμη.
Μέσα σε μια μεγάλη και ισχυρή περιφέρεια των Βαλκανίων ανοίγονται δρόμοι και για μεγαλύτερες διαπεριφερειακές συνεργασίες που μπορούν να ευνοήσουν τη σύγκλιση όχι μόνο ανάμεσα στις επιμέρους χώρες αλλά και στο εσωτερικό της καθεμιάς. Η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος, που αποτελούν και το σύνορό μας με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, είναι ταυτόχρονα οι φτωχότερες με οικονομικούς όρους και εν γένει πιο προβληματικές με όρους ανθρώπινης ανάπτυξης (εκπαίδευση, ηλικιακή σύνθεση, δημογραφικό πρόβλημα κ.λπ.) περιοχές της χώρας μας. είναι ακριβώς εκείνες οι περιφέρειες που βρίσκονται πιο μακριά από τα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας: τον τουρισμό, τον διεθνή προσανατολισμό της στην Ανατολική Μεσόγειο και στο ισχυρό αστικό της κέντρο (των Αθηνών) με τις πολλαπλές δυνατότητες που το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού του, η ιστορική του βαρύτητα και η διοικητική συγκέντρωση προσφέρουν. Και βέβαια έχουν στο επίκεντρό τους τη Θεσσαλονίκη, ένα μεγάλο αστικό κέντρο, λιμάνι και σημείο επαφής της ενδοχώρας με τον υπόλοιπο κόσμο, της οποίας η ευημερία συναρτάται ευθέως με την οικονομική πορεία της ευρύτερης Βαλκανικής ενδοχώρας.
Να λοιπόν τι έχουμε να κερδίσουμε σε επίπεδο περιφερειακής ανάπτυξης από την περαιτέρω εκδίπλωση της βαλκανικής συνεργασίας, αλλά και τι πόρους και δυνατότητες έχουμε να κομίσουμε και να εκμεταλλευθούμε με δυναμικό επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Ένα μέτωπο συνεννόησης και συνανάπτυξης των χωρών της περιοχής θα μπορούσε, επιπλέον, να αποτελέσει και ένα πετυχημένο και θετικό αντιπαράδειγμα στην τάση κατακερματισμού της Ευρώπης που παρουσιάστηκε μέσα στην κρίση, όπως εκφράστηκε με τη δημιουργία φοβικών περιφερειακών σχηματισμών (βλ. χώρες του Βίζενγκραντ) ή με την ανάδυση de facto διαιρέσεων και ανισοτήτων σε μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων όπου αντιπαρατίθενται οι χώρες του Βορρά και οι χώρες του Νότου. Να προτείνουμε, δηλαδή, ένα μοντέλο συνεργασίας και υπέρβασης των εθνικών διαχωρισμών, στην προοπτική της από κοινού ευημερίας και της αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων όπως η δημογραφική παρακμή και η διαρροή επιστημόνων. Εδώ αναδεικνύεται σε όλη της την έκταση η σημασία της τετραμερούς συνεργασίας, που μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για όλες τις χώρες, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υποστηριχθεί με κατάλληλα εργαλεία, δομές και θεσμούς υψηλής ποιότητας με στόχο συγκεκριμένων ευρείας κλίμακας αποτελεσμάτων.
Για να φέρουμε ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα, κάτι που λείπει από την εξαιρετική αυτή πρωτοβουλία Βαλκανικής συνεργασίας είναι η δημιουργία κοινών ινστιτούτων και ερευνητικών ιδρυμάτων που θα δρουν υποστηρικτικά. Η δημιουργία ενός τέτοιου «Οργανισμού Ανάπτυξης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» θα αποτελούσε σημαντικό μοχλό υποβοήθησης για την υλοποίηση της πρωτοβουλίας των τεσσάρων βαλκάνιων ηγετών. Με έδρα τη Θεσσαλονίκη και με «αντένες» στις άλλες τρεις χώρες, ο Οργανισμός αυτός θα πρέπει καταρχήν να στελεχωθεί με πρόσωπα υψηλής επιστημονικής επάρκειας, με διεθνή αναγνωσιμότητα και κύρος, έχοντας ως κύρια αποστολή να αναπροσανατολίσει το ενδιαφέρον των κρατών μελών του από τον περιορισμένο εθνικό χώρο τους σε μια ευρύτερη προοπτική του βαλκανικού χώρου συνολικά. Είναι αναγκαίος ως φορέας μελέτης των οικονομιών και των κοινωνιών της περιοχής, προκειμένου να προκύψουν συγκεκριμένες και υλοποιήσιμες προτάσεις προς τις πολιτικές ηγεσίες για την από κοινού βιώσιμη οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη των Βαλκανίων με ισχυρά μοχλευτικά αποτελέσματα. Η ολιστική μελέτη των υφιστάμενων ροών εμπορευμάτων, ανθρώπων και κεφαλαίων εντός των Βαλκανίων μπορεί εξαρχής και γρήγορα να παράξει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο των χωρών που μετέχουν στην πρωτοβουλία και σε δεύτερο χρόνο να προσελκύσει και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες στον ίδιο σκοπό. Ειδικότερο αντικείμενο εργασίας του Οργανισμού θα ήταν ο από κοινού σχεδιασμός και υλοποίηση διαβαλκανικών έργων, η επιστημονική υποστήριξη διαβαλκανικών αιτημάτων προς την ΕΕ (σε θεματικές όπως το δημογραφικό, η διαρροή επιστημόνων, η προβολή και υλοποίηση κοινών εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες και η από κοινού ανάληψη επιστημονικών προγραμμάτων).
Οφείλουμε να αξιοποιήσουμε την ευνοϊκή συγκυρία όπου οι τέσσερις σημαντικότερες χώρες της βαλκανικής συντονίζουν το βήμα τους και είναι καταρχήν πρόθυμες να αξιοποιήσουν την κοινή ιστορική και πολιτισμική τους κληρονομιά για ειρηνικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς. Θα ήταν κάτι πολύ κοντινό στο ιδεαλιστικό ομοσπονδιακό όραμα του Ρήγα, αυτή τη φορά όμως με ρεαλιστικούς όρους υλοποίησης και εν πνεύματι ισότιμης συνεργασίας, πέρα από τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς του παρελθόντος. Μέσα από πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας ικανές να επιφέρουν απτά αποτελέσματα περιφερειακής συνανάπτυξης ώστε, όπως θα έλεγε ο Σαββόπουλος, να αποκτήσουν μια νέα θέση «του Φεραίου οι τόποι, στην Ευρώπη».