Να βλέπω τον Θεό…

Διήγημα
Songsak Paname / EyeEm via Getty Images

Είχε ανάγκη την παρουσία του, έστω και βουβή. Οι Παρασκευές ήταν δύσκολες, άλλαξαν όλα από τότε που εκείνος έφυγε από κοντά της μια Παρασκευή βράδυ, ένα φθινόπωρο σαν και τούτο, μουντό κι αφιονισμένο σαν τα λυσσασμένα σκυλιά που γυρεύουν λύτρωση. Κοίταξε τα σκεβρωμένα χέρια της κι έβγαλε έναν αναστεναγμό άηχο, μην τύχει και την ακούσει κανένα αφτί, δεν ήθελε. «Άμα μπορούσε να μιλήσει το τομάρι μου… αχ και νά ’ξεραν τι θά ’λεγε…», είπε κι έσφιξε τα χείλια της δυνατά.

Οι ατέλειωτες πτυχές στο δέρμα τής κυρά Σταυρούλας είχαν βαθιά τις ρίζες τους απλωμένες στο κορμί και την ψυχή της μέσα. Η περηφάνια της όμως δεν είχε ούτε πτυχές ούτε σκουριές, ήταν λεία, σαν καινούρια, ίδια κι απαράλλαχτη σ’ όλα τα χρόνια της ζωής της.

Ήπιε μια ρουφηξιά από το τσάι και γύρισε το κουταλάκι μηχανικά δυο τρεις φορές μέσα στην κούπα. Το είχε μαζέψει η ίδια από το βουνό στα τέλη του Ιούλη, ‘μόνο όσο ήταν χρειαζούμενο, δράμι παραπάνω’, όπως έλεγε. Το μοίρασε στα δύο κι έδωσε το μισό στη γειτόνισσα που δεν τη βαστούσαν τελευταία τα πόδια της να βγει στο κακοτράχαλο ανηφόρι να το μαζέψει. Ήταν βλέπεις γριά η κυρά Παναγιώτα, είχε πατήσει τα ενενήντα έξι κι η καρδούλα της δεν το έλεγε πια. Εκείνη, τέσσερα χρόνια μικρότερη στα χαρτιά, ένιωθε πως πετούσε ακόμα, πως μπορούσε να στύψει όλες τις πέτρες του χωριού κι ακόμα τόσες!

Η ψάθινη καρέκλα που καθόταν μαζί με το ζευγάρι της κι ένα μεταλλικό τραπεζάκι στο ανάμεσο, χρόνια ολόκληρα την περίμεναν καρτερικά να ξυπνήσει κάθε πρωί. Ακριβώς δίπλα από την πόρτα τής κουζίνας, τη βόλευε να κάθεται τα πρωινά και να αγναντεύει τα μακρινά και τα μελλούμενα. Μπροστά ο κήπος και τα δέντρα που είχαν πάρει να κιτρινίζουν εδώ και καιρό. Τα πεσμένα φύλλα έμοιαζαν με ενοχλητικό ψηφιδωτό στα μάτια της.

Η πρώτη δουλειά που θα έκανε εκείνο το πρωινό ήταν να πιάσει την τσουγκράνα και την σκούπα και να τα μαζέψει για να γίνει πάλι το χώμα όπως πρέπει, καφετί και χωρίς ανεπιθύμητες ψηφίδες. Πιο ’κει ο πέτρινος μαντρότοιχος, χτυπημένος κι αυτός από τα αμείλικτα χρόνια που περνούσαν κι ήταν λες κι έπαιζαν μαζί του κι έριχναν τις πέτρες του κατάχαμα πότε εδώ και πότε παραπέρα.

Γύρισε και κοίταξε στα δίπλα.

  • Μ’ άφησες μονάχη μου τόσα χρόνια…, είπε λες και μιλούσε σε άνθρωπο ζωντανό. Άλλη κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα της, είχαν πάρει σειρά οι αναμνήσεις για γεμίσουν την αδειανή καρέκλα.

Πέρα από τον μαντρότοιχο ήταν το στενό πλακόστρωτο σοκάκι που οδηγούσε στην Κρύα Βρύση. Από εκεί ξεκινούσε και το μονοπάτι για το παλιό χωριό που το είχαν εγκαταλείψει άνθρωποι και μνήμες εδώ και χρόνια. Και πιο πέρα ο ουρανός, εκεί που έμενε ο Θεός τής κυρά Σταυρούλας. Μιλούσε μαζί του κάθε μέρα. Νόμιζε πως της μιλούσε κι Εκείνος αλλά όχι με τα λόγια των ανθρώπων, σε μιαν άλλη γλώσσα που την καταλάβαιναν μόνο οι καρδιές όσων μπορούν να αγαπούν αλλά κι εκείνη. Ήξερε αν είναι εντάξει ή αν κάτι Τον βασάνιζε.

‘Όταν είναι καθαρός ο ουρανός είναι καθαρός από έγνοιες κι ο Θεός’, είχε πει μια φορά στον παπά του χωριού κι εκείνος τη μάλωσε στα σοβαρά. «Τον Θεό δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε εμείς οι άνθρωποι οι απλοί κυρά Σταυρούλα», της είπε. «Μην το ξαναπείς αυτό, είναι σαν να βλαστημάς».

Εκείνη αν και το πήρε κατάκαρδα προς στιγμήν, επειδή δεν ήταν σαν όλους τους ανθρώπους δεν το έβαλε κάτω. Την άλλη μέρα μάλιστα, με το τσάι στα χέρια, έπιασε μεγάλη κουβέντα μαζί Του. «Ο παπάς, Θεούλη μου, μου είπε πως βλαστήμησα. Πως τάχα μου δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλό Σου. Αλλά τι ξέρει μωρέ αυτός που ούτε ένα Ευαγγέλιο δεν μπορεί να πει απόξω χωρίς να ξεστραβώνεται να το διαβάσει με τα στραβά του τα μάτια; Εγώ είμαι σίγουρη πως ξέρω τι έχεις στου μυαλό Σου, πως ξέρω τι σκέφτεσαι. Να και τώρα που μιλάμε. Βλέπω σύγνεφα πολλά να τρέχουνε σα τρελά εκεί απάνω στον ουρανό. Έχεις έγνοιες πολλές και δεν ξέρεις πώς να τα φέρεις βόλτα. Τι να πρωτοκάμεις κι Εσύ τόσα που συντρέχουνε νύχτα και μέρα;

Σάμπως είμαστε λίγοι απάνω σε τούτη τη Γη; Μιλιούνια είμαστε κι άντε να μας μαντρώσεις και να μας κάνεις ζάφτι. Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρεις τι θα μπορούσες να κάνεις; Να μας αφήσεις στην τύχη μας κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Αλλά βρε παμπόνηρε, ξέρω πως μας αγαπάς όλους και μας νοιάζεσαι, γι’ αυτό και δε μας παρατάς.

Αν, κι εδώ που τα λέμε, μερικοί μερικοί δεν μας τα λεν καλά και θα μπορούσες να τους ξαποστείλες στο διάολο, Θεέ μ’ σχώρα με. Ή, να σκεφτείς να πάρεις βρε παιδί μου έναν βοηθό, να βλέπει τι κάνουμε και να στα λέει τα καθέκαστα κάθε μέρα κι εσύ να αποφασίζεις τι θα γένει και τι όχι, να μην κάθεσαι και χολοσκάς απ’ το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ συνέχεια στο πόδι. Να πάρεις μια ανάσα. Χρειάζεται κι ο Θεός να ξεκουράζεται κάθε τόσο, έτσι δεν είναι; Και μη μου πεις πως είσαι παντοδύναμος και τα τοιάυτα, είσαι κι Εσύ μια ψυχή και πρέπει να ξεκουράζεσαι. Όλα κι όλα.

Εμείς εδώ κάτω πρέπει να το καταλάβουμε κάποια στιγμή αυτό και, ξέρω κι εγώ, να πούμε έστω μια μέρα του χρόνου να καθόμαστε ήσυχοι και να σ’ αφήνουμε να κάνεις κι Εσύ ό,τι θες. Να πέσεις για ύπνο χωρίς να βασανίζεσαι. Αλλά σιγά μην το συμφωνήσουμε ποτές αυτό, άλλος το κοντό του, άλλος το μακρύ του, ούτε γιατρειά βλέπω ούτε να Σ’ αφήσουμε ήσυχο βλέπω. Αλλά δε μιλάς σήμερα, μεγάλο βάσανο έχεις πάλι. Τι νομίζεις πως δε Σε βλέπω; Ααα, τα σύγνεφα τρέχουνε ακόμα πιο γρήγορα. Μ’ ακούς που Σου μιλάω ή τα λέω στον αέρα; Πάρε μωρέ μιαν ανάσα, μη φοβάσαι, όλα θα τα προλάβεις! Κι όλα θα γίνουν, ακόμα και τα δύσκολα…».

Ίσως να ήταν από σύμπτωση, ίσως και όχι, αλλά εκείνη την ώρα ο ουρανός καθάρισε από τα σύννεφα κι ο ήλιος έλαμψε πάνω στο γερασμένο πρόσωπο της κυρά Σταυρούλας. Εκείνη το κατάλαβε αλλά έκανε δήθεν την αδιάφορη και για να κρύψει την χαρά της ήπιε μια ρουφηξιά από το τσάι ρίχνοντας το βλέμμα της στο χώμα. «Ξέρω ότι μ’ ακούς…» σκέφτηκε σιγανά για να μην την ακούσει Εκείνος και χαμογέλασε κρυφά πίσω από τις βαθιές ρυτίδες των ματιών της!

Η Παρασκευή αν και κυλούσε αργά εκείνη δεν είχε ησυχασμό. Άφησε την κούπα από τα χέρια της και καταπιάστηκε να μαζέψει τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα. Παρά τα χρόνια της ήταν σβέλτη στις κινήσεις της θέλοντας και μη, ήταν αδύνατο να υπάρχει ακαταστασία στο βιός της, τι θα έλεγαν οι γείτονες; Όλα μπορούσε να τα ανεχτεί, να την πουν ανεπρόκοπη όμως όχι, καλύτερα να την έθαβαν ζωντανή αγκαλιά με τον ίδιο τον Διάολο αυτοπροσώπως!

Από τον γερο-πλάτανο, που είχε φυτρώσει λαθραία στην άκρη του κήπου της, είχαν πέσει φύλλα μεγαλύτερα κι απ’ τις δυο της παλάμες μαζί. Ένα από αυτά, χωρίς να ξέρει το γιατί, το ξεχώρισε ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα. Το σήκωσε απαλά σαν να ήταν μωρό παιδί και το κοίταξε προσεκτικά λες κι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε πεσμένο φύλλο. Στις πριονωτές του άκρες είχε το βαθύ χρώμα της σκουριάς, πιο μέσα ήταν κίτρινο και στην καρδιά του ξεχώριζαν ακόμα κάποια ψήγματα πράσινου χρώματος λες και πάσχιζε να κρατήσει όπως όπως λίγη ζωή μέσα του.

Τα νεύρα του, που ξεχώριζαν κι από τις δυο πλευρές, ήταν μεγάλα και σκληρά, σαν τον κατακόκκινο σαν αίμα που λαχταρά να τρέξει μέσα στην καρδιά, μίσχο. Το σήκωσε ψηλά στον ουρανό που έγινε μουντός από τη μια στιγμή στην άλλη. Φάνταζε στα ξαφνικά απειλητικός με τόση σκοτεινιά μαζεμένη. «Ακόμα και στο θάνατο δίνεις ομορφιά Θεούλη μου», Του είπε δείχνοντας το όμορφο πλατανόφυλλο στον ουρανό. Έκανε ένα βήμα μπροστά για να Τον πλησιάσει αλλά σκόνταψε στην πέτρα και σωριάστηκε καταγής. Ο πόνος ήταν δυνατός ψηλά πάνω από το δεξί της πόδι. «Παναγιά μου, τσακίστηκα η δόλια», φώναξε μπας και την ακούσει κανείς κι έρθει να τη βοηθήσει. Απ’ τον ουρανό είχαν ήδη ξεκινήσει οι σταγόνες της δυνατής βροχής το ταξίδι τους για την κήπο τής κυρά Σταυρούλας. Δεν έμοιαζαν όμως με βροχή εκείνες οι σταγόνες, πιότερο με δάκρυα έμοιαζαν…

Πεσμένη στο χώμα κι ανήμπορη να κινηθεί περίμενε καρτερικά να έρθει η βοήθεια. Δεν την ένοιαζε ο πόνος που την έκοβε στα δύο μήτε το κακό που τη βρήκε, εκείνο που την ένοιαζε ήταν πως ήταν μπρούμυτα και δεν μπορούσε να γυρίσει να κοιτάξει το Θεό, να Του μιλήσει. Φώναζε για βοήθεια αλλά οι συγχωριανοί είχαν κλειστεί στα σπίτια τους με τέτοια νεροποντή. Έλπιζε στον παραγιό της κυρα-Δέσποινας, που αλαφροΐσκιωτος καθώς ήταν, πάντα έβγαινε στο σεργιάνι όταν γινόταν χαλασμός κι όλοι οι άλλοι, θαρρείς από φόβο, θαρρείς από σύνεση και φρονιμάδα, φρόντιζαν να μαζευτούν μέσα.

Το κορμί της είχε μουλιάσει λες κι είχε περάσει από πάνω της ένα ποτάμι ολάκερο. Ο αέρας λυσσομανούσε κάνοντας τις σταγόνες της βροχής να χορεύουν αλλοπρόσαλλα καθώς έπεφταν προς τα κάτω. Η ώρα περνούσε χωρίς να φανεί άνθρωπος.

Πάσχιζε να γυρίσει ανάσκελα αλλά ο πόνος και το τραυματισμένο της πόδι δεν την άφηναν. Έφερε το δεξί της χέρι, που ασυνείδητα ακόμα κρατούσε το κιτρινισμένο φύλλο, κάτω από το μέτωπό της. Ακούμπησε πάνω του κι ένοιωσε σαν να την είχε πάρει στην αγκαλιά της η συγχωρεμένη η μάνα της. Μια ζεστή αύρα τύλιξε το κορμί της κι αυθόρμητα έκλεισε τα μάτια της. «Ξέρω πως μ’ ακούς έστω κι αν δε Σε βλέπω έτσι όπως είμαι κατάχαμα πεσμένη. Ξέρω και γιατί μου έριξες ούλη τούτη τη βροχή απάνω μου, θες να με ξεπλύνεις απ’ τις αμαρτίες μου. Καλά κάνεις, ξέρεις Εσύ. Και να ξέρεις πως ζητάω συγγνώμη μέσα απ’ την καρδιά μου απ’ όλους τους ανθρώπους που τους πόνεσα. Απ’ την καρδιά μου είναι η συγγνώμη, να το ξέρεις…».

Εκείνη η ζεστή αύρα απλώθηκε σαν κουβέρτα και τη σκέπασε με τόση επιμέλεια που μόνο μια μάνα στο παιδί της δίνει. Οι σταγόνες της βροχής όμως συνέχιζαν να τρέχουν με δύναμη ανάμεσα στις ρυτίδες του κορμιού της χωρίς να λογαριάζουν μήτε τον πόνο της μήτε τα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω της.

Όταν άνοιξε τα μάτια η ανάσα της ήταν βαριά και το μέρος ξένο. Έκανε να κουνήσει το κεφάλι της να δει πού βρίσκεται αλλά με δυσκολία κατάφερε να ξεχωρίσει κάτι καλώδια και μια γκρίζα πόρτα στα δεξιά. Στα αριστερά ένα παράθυρο κι έξω απ’ αυτό σπίτια πολλά αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Έβρεχε.

  • Ξύπνησες κυρά Σταυρούλα;, άκουσε μια γυναικεία φωνή να τη ρωτά.

  • Πού είμαι;, ρώτησε μα η φωνή δεν έβγαινε από μέσα της.

  • Στο νοσοκομείο είσαι γιαγιά. Έχεις μια βδομάδα εδώ, την περασμένη Παρασκευή ήρθες.

  • Στο νοσοκομείο; Τι δουλειά έχω στο νοσοκομείο;

  • Χτύπησες γιαγιά. Έπαθες κάταγμα στο πόδι και στη λεκάνη σου. Και βρέχτηκες πολύ, έπαθες πνευμονία…

  • Φεύγω, είπε.

  • Φεύγεις; Πού θα πας έτσι όπως είσαι;

  • Φεύγω…. Θέλω να προσευχηθώ, ψέλλισε…

  • Ό,τι θέλεις γιαγιάκα, της απάντησε η νοσοκόμα που εξακολουθούσε να την κοιτάζει με απορία.

  • Άνοιξε το παράθυρο σε παρακαλώ…

  • Κάνει κρύο γιαγιά κι εσύ έχεις πάθει πνευμονία. Δεν μπορώ να το ανοίξω.

  • Άνοιξε… Σε παρακαλώ… Η φωνή της ίσα που ακουγόταν πια.

  • Γιατί; Θα κρυώσεις.

  • Άνοιξε το. Θέλω να βλέπω το Θεό, της απάντησε.

Η νοσοκόμα υπάκουσε αν και ήξερε πως δεν έπρεπε. Άνοιξε το παράθυρο κι ο ήχος της βροχής γέμισε το δωμάτιο. Η κυρά Σταυρούλα έφερε με δυσκολία το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος κι ύστερα, εντελώς αδύναμα, στο μέτωπο, πάσχιζε να κάνει το σταυρό της.

  • Τι μέρα είναι; Ρώτησε.

  • Παρασκευή, αποκρίθηκε η νοσοκόμα.

  • Το ήξερα…

Η σιωπή γέμισε το δωμάτιο για μερικές στιγμές. Οι ανάσες της ήταν δύσκολες, οι κινήσεις ακόμα δυσκολότερες, η φωνή της βουβή άηχη, σχεδόν βουβή. «Σαν το όμορφο φύλλο» νόμισε η νοσοκόμα πως μουρμούρισε η γιαγιά στο κρεβάτι αλλά ήταν σίγουρη πως δεν άκουσε καλά. Η κυρά Σταυρούλα ελευθέρωσε το βλέμμα της και το άφησε να βγει από το ανοιχτό παράθυρο στον ουρανό. Ύστερα έκλεισε τα μάτια της του κορμιού της για πάντα. Είχε πάρει το δρόμο της πια, σαν το όμορφο φύλλο Του…

Κώστας Θερμογιάννης

Δημοφιλή