Να γιατί όσο μεγαλώνουμε η δυσανεξία στη λακτόζη μας δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο

Και ευαγγέλιο 6 βημάτων για άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα.
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι κάτι που μπορεί να μας βρει καθώς μεγαλώνουμε. Ποια τα συμπτώματα;
Drazen Zigic via Getty Images
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι κάτι που μπορεί να μας βρει καθώς μεγαλώνουμε. Ποια τα συμπτώματα;

Το τυρί είναι το ιδανικό σνακ για τσιμπολόγημα. Το παγωτό από την άλλη πλευρά είναι σκέτη απόλαυση. Το ίδιο και το γάλα ή το βούτυρο για πολλούς από εμάς. Κι όμως, όσο κι αν μας αρέσουν, το σώμα μας δυσκολεύεται να αφομοιώσει τα γαλακτοκομικά καθώς μεγαλώνουμε.

Οπότε, εάν δεν μπορούμε να πιούμε καφέ με παχύρρευστη κρέμα ή να φάμε κάτι με μπόλικο τυρί, τότε ενδέχεται να έχουμε δυσανεξία στη λακτόζη. Ακόμα κι αν παλιότερα δεν είχαμε πρόβλημα.

Πρώτα από όλα, τι είναι η λακτόζη;

Η λακτόζη είναι το φυσικό σάκχαρο που βρίσκεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Το σώμα μας, για να διασπάσει τη λακτόζη, βασίζεται σε ένα πεπτικό ένζυμο που ονομάζεται λακτάση. Αφού η λακτάση κάνει τη δουλειά της, το λεπτό έντερο απορροφά τα θρεπτικά συστατικά από τη διάσπαση της λακτόζης και μέσα από την κυκλοφορία του αίματος, τα διαχέει σε ολόκληρο το σώμα.

Ωστόσο, όλα αυτά τα ωραία, συμβαίνουν μόνο αν η λακτόζη αφομοιωθεί σωστά από τον οργανισμό. Εάν όμως η λακτόζη δεν αφομοιωθεί σωστά, αυτό έχει ως αποτέλεσμα δυσάρεστα συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, κράμπες, υπερβολικά αέρια, διάρροια και ή ξαφνική επιθυμία για κένωση.

Kαι δυστυχώς αυτό συμβαίνεισ στο 75% του παγκόσμιου πληθυσμού, το οποίο σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα χάνει την ικανότητά του να αφομοιώσει τη λακτόζη καθώς μεγαλώνει.

Αλλά γιατί καθώς μεγαλώνουμε το σώμα μας αδυνατεί να αφομοιώσει τη λακτόζη;

Συμβουλευτήκαμε ειδικούς για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό και πώς πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.

Γιατί η δυσανεξία στη λακτόζη μας χτυπά την πόρτα καθώς μεγαλώνουμε;

Το να πίνουμε γάλα είναι απαραίτητο για την επιβίωσή μας... στην αρχή της ζωής μας όμως.

«Ως βρέφη, οι άνθρωποι παράγουμε σημαντικές ποσότητες λακτάσης, για να αφομοιώσουμε τη λακτόζη που περιέχεται στο μητρικό γάλα», εξηγεί η Λίνα Γκοέλζ, γιατρός στο Sonoran University of Health Science. «Στην προϊστορία ωστόσο, από τη στιγμή που παύαμε να θηλάζουμε και αρχίζαμε να τρώμε στερεές τροφές, οι άνθρωποι δεν καταναλώναμε πια τροφές που περιείχαν λακτόζη», συμπληρώνει η ίδια.

Και έτσι, το ανθρώπινο σώμα, σταδιακά προσαρμόστηκε στον «απογαλακτισμό» από τη λακτόζη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πώς προσαρμόστηκε; Άρχισε «να παράγει όλο και λιγότερα ένζυμα λακτάσης. Πράγμα που σημαίνει ότι πλέον, καθώς μεγαλώνουμε αφομοιώνουμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία. Λόγω της σταδιακής μείωσης της παραγωγής λακτάσης. Όμως αυτό δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί. Πρόκειται για μια φυσική διαδικασία που συμβαίνει στην πλειονότητα των ανθρώπων μετά τη βρεφική ηλικία.

Τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη μπορεί να μας βρουν είτε στην παιδική είτε στην ενήλικη ζωή. Κι αυτό εξαρτάται από το πόσο αργά μειώνεται η παραγωγή λακτάσης στο σώμα μας. Εκτός αν ανήκουμε στο 25% των ανθρώπων που δεν παρατηρούν καμία αλλαγή ως προς την παραγωγή λακτάσης.

Αν ρωτήσουμε τους γονείς μας εάν έγιναν πιο δυσανεκτικοί στη λακτόζη με την πάροδο του χρόνου και σε ποια περίπου ηλικία, αυτό μπορεί να μας δώσει μια ιδέα και για το δικό μας μέλλον. Βέβαια, πέρα από το οικογενειακό ιστορικό, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για την αύξηση της δυσανεξίας στη λακτόζη. Κυρίαρχος παράγοντας είναι και το μικροβίωμα του εντέρου μας.

Ωστόσο, ασθένειες όπως η νόσος του Crohn, η γαστρεντερίτιδα ή η ελκώδης κολίτιδα, καθώς και ατυχήματα ή χειρουργικές επεμβάσεις που αφορούν το λεπτό έντερο, μπορούν επίσης να συμβάλουν στην ανάπτυξη δυσανεξίας στη λακτόζη. Ανεξάρτητα από την γενετική μας προδιάθεση.

Κι όμως υπάρχει ελπίδα: Μπορούμε να διαχειριστούμε τα συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη

Αν και η φυσική μείωση της παραγωγής λακτάσης δεν μπορεί να αναστραφεί, υπάρχουν τρόποι να ανακουφιστούμε από τα συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη.

Οι ειδικοί μας προτείνουν τα εξής:

1. Αντιλαμβανόμαστε ποια γαλακτοκομικά προϊόντα μας προκαλούν τη μεγαλύτερη ζημιά και τα κόβουμε μαχαίρι. Τα σκληρά τυριά και το βούτυρο για παράδειγμα, είναι πιο εύκολο να αφομοιωθούν, καθώς έχουν λιγότερη λακτόζη από το γάλα ή το παγωτό.

2. Περιορίζουμε την ποσότητα λακτόζης που καταναλώνουμε ανά γεύμα.

3. Καταναλώνουμε γαλακτοκομικά που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως προβιοτικό γιαούρτι ή κεφίρ, για να βοηθήσουμε στη διάσπαση της λακτόζης.

4. Αποφεύγουμε τροφές στις οποίες είναι ευαίσθητο το στομάχι μας, όπως λόγου χάρη η καυτερή σάλτσα. Διότι αυτό θα μειώσει ακόμη περισσότερο την παραγωγή λακτάσης και μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα.

5. Υποκαθιστούμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα της αρεσκείας μας με τα αντίστοιχα φυτικά.

6. Παίρνουμε ένα συμπλήρωμα λακτάσης πριν καταναλώσουμε γαλακτοκομικά προϊόντα για να μετριάσουμε τα συμπτώματα.

Ωστόσο, μιλάμε πάντοτε με τον γιατρό μας πριν ξεκινήσουμε οποιοδήποτε νέο συμπλήρωμα.