Το Ναύπλιο ή Ανάπλι υπήρξε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους κατά την περίοδο 1828 - 1833. Είναι η πόλη των καλοκαιρινών μου διακοπών. Μια πόλη νεοκλασική, πολύχρωμη, ήρεμη. Κατά την διάρκεια των περιηγήσεων μου, παρατήρησα ότι οι επισκέπτες που συρρέουν στο Ναύπλιο κάθε χρόνο, στο διάβα τους στέκονται μπροστά στα ιστορικά κτίρια της πόλης χωρίς να γνωρίζουν ποιο κτίριο αντικρίζουν, δεν γνωρίζουν την ιστορία του και ίσως αδιαφορώντας, απλά το προσπερνούν. Αποφάσισα να δώσω λίγες συνοπτικές πληροφορίες για τα σημαντικότερα κτίσματα της ιστορικής πόλης του Ναυπλίου ώστε τίποτα πια να μην λησμονείται.
Πολλά ίχνη έχουν αφήσει οι αιώνες στα κάστρα και στους στενούς δρόμους του Ναυπλίου. Το ηρωικό Ανάπλι ούτε σε φήμη ούτε σε αρχαιολογική σημασία μπορεί να συγκριθεί με τις γειτονικές πολύχρυσες Μυκήνες της γενιάς των Ατρειδών, την Τίρυνθα με τα κυκλώπεια τείχη της, ή το δωρικό Άργος με τις ακροπόλεις του και τον Αγαμέμνονα.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη δημιουργήθηκε από τον Ναύπλιο, γιό του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης. Ειδική μνεία του Ναυπλίου γίνεται από τον Ευριπίδη στην τραγωδία «Ορέστη» στιχ. 53-54 ότι
«ήκει γάρ ες γήν Μενέλεως Τροίς από
λιμένα δε Ναυπλίειον εκπληρών πλάτη
ακταίσιν ορμεί, δαρόν εκ Τροίας χρόνον
αλαίσι πλαγχθείς…»
Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, το Ναύπλιο συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες πριν το τέλος του δεύτερου μεσσηνιακού ενώ τη ρωμαϊκή εποχή η πόλη παρήκμασε και ερημώθηκε έπειτα από έναν καταστροφικό λοιμό. Ο Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός Στράβων, στα Γεωγραφικά, VIII 368-9 αναφέρει ότι «Μετά δε το Τημένιον η Ναυπλία, το των Αργείων ναύσταθμον, το δ’ έτυμον από του ταις ναυσί προσπλείσθαι…»
Το Ανάπλι υπήρξε σημαντικό κέντρο του Μοριά ανά τους αιώνες. Η αρχιτεκτονική του δεν μπορούσε να είναι λαϊκή αλλά προσαρμοζόταν κάθε φορά στους ρυθμούς του Βυζαντίου, της Φραγκοκρατίας, της Ενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και της εποχής της Ανεξαρτησίας. Μετά από συγκρουόμενες επιρροές επικράτησε στην πόλη μια απαράμιλλη ενότητα, όλα πήραν μια απλότητα, μια αρχοντιά, μια μνημειακή επιβλητικότητα.
Βυζαντινή Περίοδος
Το όνομα Ναύπλιο ή Ανάπλι υιοθετείται τη βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία η πόλη ήταν κέντρο τοπικής βυζαντινής ηγεμονίας με ηγεμόνα το Θεόδωρο Σγουρό. Ο Άραβας γεωγράφος Al – Idrisi στους χάρτες του, αναγράφει την πόλη ως «Ανάμπολο» (Ανάπλι).
Το 1180 ο άρχοντα του Ναυπλίου Μανουήλ Α΄ Κομνηνός καταφέρνει να απομακρύνει τους πειρατές από την γύρω περιοχή. Τον διαδέχθηκε ο Λέων Σγουρός, ο οποίος επέκτεινε το αυτόνομο βασίλειο μέχρι τη Λάρισα, αλλά η επέκτασή του αναχαιτίστηκε από τη Δ΄ Σταυροφορία.
Φραγκοκρατία, Α΄Ενετοκρατία και Α΄ Οθωμανική περίοδος
Το 1204 με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός πολιόρκησε το Ναύπλιο. Το κατέκτησε τελικά ο Φράγκος ηγεμόνας της Αχαΐας Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, το 1210. Το 1212 το Ναύπλιο παραδόθηκε στον Όθων ντε Λα Ρος, άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, μαζί με το Άργος και το Κιβέρι.
Η πόλη το 1388 ανήκει πια στους Ενετούς οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι την στρατηγική σημασία της πόλης την οχυρώνουν συστηματικά και επεκτείνουν την οχύρωση. Τότε κτίστηκαν τα δύο φρούρια της στεριάς, η Ακροναυπλία και το Παλαμήδι αλλά και το Μπούρτζι, μέσα στον κόλπο του Ναυπλίου.
Οι Βενετοί αποκαλούσαν το Ναύπλιο «Napoli di Romania». Η πόλη του Ναυπλίου κατά την περίοδο της Α’ Ενετοκρατίας, επεκτάθηκε στις βόρειες πλαγιές της Ακροναυπλίας, δημιουργώντας την Κάτω Πόλη, το σημερινό ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου. Η Κάτω Πόλη οχυρώθηκε με τείχος που ξεκινούσε από την ενετική ανατολική άκρη της χερσονήσου και έφτανε μέχρι την σημερινή πλατεία Καποδιστρία. Η μοναδική είσοδος από τη στεριά της πόλης ήταν η Πύλη της Ξηράς στα ανατολικά αυτής. Στα βορειοδυτικά ενώθηκε με τον προμαχώνα Πέντε Αδέλφια, όπου τοποθετήθηκαν πέντε πυροβόλα τα οποία έδωσαν στον προμαχώνα το όνομά του και συνέχιζαν μέχρι που ενώνονταν με τα τείχη της Ακροναυπλίας, θυμίζοντας το περίκλειστο σχήμα της σημερινής μορφής των τειχών της άλλης αδερφής καστροπολιτείας της Μονεμβάσιας.
Το 1530, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατέλαβε το Ναύπλιο. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οθωμανικής περιόδου που διήρκεσε από το 1540 ως το 1686, το Ναύπλιο ήταν η έδρα του Τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου.
Β’ Ενετοκρατία και Β΄Οθωμανική Περίοδος
Το 1686, οι Ενετοί, με τον αρχιστράτηγό τους Φραντσέσκο Mοροζίνι, ανακατέλαβαν την πόλη, αλλά η κυριαρχία τους διήρκησε μόνο 29 χρόνων, έως το 1715. Το Ναύπλιο κατά την διάρκεια της Β’ Ενετοκρατίας, απέκτησε μέγιστη σπουδαιότητα ως πρωτεύουσα του Βασιλείου του Mορέως.
Με την έναρξη του Ζ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου, το 1715, η πόλη πέρασε στα χέρια των Οθωμανών. Το Ναύπλιο ορίστηκε πρωτεύουσα του βιλαετιού του Μοριά.
Το 1715, ακολούθησε η σκληρότερη Β’ Οθωμανική κατοχή του Ναυπλίου, οπότε η πόλη άρχισε να παρακμάζει, κυρίως μετά τη μεταφορά της έδρας του Πασά στην Τρίπολη το 1770. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ξένων περιηγητών, στην πόλη κατοικούσαν τότε κυρίως Τούρκοι και λιγοστοί Χριστιανοί, οι οποίοι περιορίζονταν στην περιοχή του Ψαρομαχαλά.
Επαναστατική Ελλάδα
Το Ναύπλιο υπήρξε το κέντρο διαχείρισης των επαναστατικών δυνάμεων κατά την περίοδο του πολέμου της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το 1821 και οι κοντινές τοποθεσίες της Επιδαύρου και του Άστρους Κυνουρίας ήταν οι περιοχές στις οποίες συντάχθηκαν τα πρώτα Ελληνικά Συντάγματα, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της επανάστασης.
Τη νύχτα της 29ης προς 30ης Νοεμβρίου του 1822, ύστερα από πολύμηνη πολιορκία, το Παλαμήδι πέρασε στα χέρια των Ελλήνων με αιφνιδιασμό, από τον αρχηγό τους Στάϊκου Σταϊκόπουλου. Τρεις μέρες μετά οι Τούρκοι παραδίδουν την πόλη στον Κολοκοτρώνη.
Η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρεται στο Ναύπλιο. Σιγά σιγά η πόλη ανακτά το ρόλο της και η Γ΄ Εθνοσυνέλευση την ορίζει ως επίσημη πρωτεύουσα της χώρας στις 4 Μαΐου του 1827.
Το πρώτο Φύλλο της Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τυπώθηκε στο Ναύπλιο τις 22 Σεπτεμβρίου 1825. H πόλη έφτασε στο απόγειο της ακμής της ώς πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, από το 1827 ως το 1834.
Στις 8 Ιανουαρίου του 1828 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο πρώτος κυβερνήτης της νεότερης Ελλάδος, Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίο η Γ’ Εθνοσυνέλευση είχε ορίσει ως προσωρινό κυβερνήτη για επτά χρόνια.
Το Ναύπλιο ξανασχεδιάστηκε, σε πολεοδομικό σχέδιο του Σταμάτη Βούλγαρη, ο οποίος είχε έρθει μαζί με τον Καποδίστρια και είχε αναλάβει επίσης τον σχεδιασμό της πόλης της Τρίπολης και της Πάτρας. Χρησιμοποιούσε ορθογωνικό σχέδιο, με πλατείες και ευθύγραμμους δρόμους. Πολλά οθωμανικά κτίρια, όπως τα χαμάμ και τα τζαμιά, ή γκρεμίστηκαν ή άλλαξαν χρήση.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1833 οι Nαυπλιείς υποδέχτηκαν τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, ο οποίος παρέμεινε στην πόλη για σύντομο χρονικό διάστημα, ως τα τέλη περίπου του 1834, οπότε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας του Peter Von Hess (1835) ο οποίος απεικονίζει την άφιξη του 17χρονου βασιλιά Όθωνα στις 25 Ιανουαρίου του 1833 στο Ναύπλιο συνοδευόμενος από τριμελή αντιβασιλεία Βαυαρών. Στον πίνακα αυτό διακρίνονται μεταξύ άλλων η μορφή του Κολοκοτρώνη αλλά και η οχύρωση της πόλης, ειδικά τα κατεδαφισμένα σήμερα θαλάσσια τείχη και η Πύλη της Ξηράς.
Σιγά σιγά η πόλη μεγάλωνε και δεν χωρούσε μέσα στα τείχη της. Έτσι τα θαλάσσια τείχη κατεδαφίστηκαν το 1867, για να δημιουργηθεί η σημερινή οδός Αμαλίας. Ομοίως γκρεμίστηκαν το 1894 τα ανατολικά τείχη και επιχωματώθηκε η τάφρος ώστε να κατασκευαστεί ο σιδηροδρομικός σταθμός, ενώ το 1929 κατεδαφίστηκαν οι δύο τελευταίοι ανατολικοί προμαχώνες, για τη δημιουργία της πλατείας Καποδίστρια και των σχολείων της πόλης.
Αυτή η πολυποίκιλη και μακρά ιστορία του Ναυπλίου απεικονίστηκε στα αρχιτεκτονήματα του δημιουργώντας μια σημαντική παρακαταθήκη γεμάτα ενέργεια. Επέλεξα τα 10 σημαντικότερα μνημεία της πόλης σύμφωνα με την προσωπική μου γνώμη και γνώση, παραθέτοντας παρακάτω σημαντικές πληροφορίες για καθένα από αυτά. Η ανάλυση τους γίνεται χωροταξικά δημιουργώντας νοητά μια πορεία ιστορικής και αρχιτεκτονικής περιήγησης μέσα στην πόλη του Ναυπλίου
Πύλη Ξηράς
H Πύλη της Ξηράς (Porta di Terraferma) κατασκευάστηκε το 1708 από το Γάλλο μηχανικό LaSalle και διαδέχτηκε προγενέστερη πύλη της Α’ Ενετοκρατίας. Αποτελούσε τη μοναδική είσοδο της κάτω πόλης από τη στεριά. Η πύλη αυτή έκλεινε μετά τη δύση του ηλίου. Όποιος έμενε απ′ έξω ήταν αναγκασμένος να διανυκτερεύσει εκτός των τειχών. Μπροστά από την πύλη υπήρχε θαλάσσια τάφρος (fossa) που περιέτρεχε τα ανατολικά τείχη της πόλης και η πρόσβαση στην πύλη γινόταν από κινητή ξύλινη γέφυρα.
H Πύλη κατεδαφίστηκε σταδιακά από το 1894 έως το 1897. Γύρω στο 1894 καταχώθηκε και η τάφρος που την περιέτρεχε.
Σήμερα η εξωτερική όψη της πύλης έχει ανακατασκευαστεί. Η όψη της πύλης είναι απλή, τοξωτή, με δύο παραστάδες εκατέρωθέν της, ενώ στο ανώτατο σημείο της κοσμείται με ολόγλυφο πέτρινο λιοντάρι, σύμβολο της Δημοκρατίας της Bενετίας από το οποίο λείπουν το κεφάλι, τα φτερά και η ουρά. Κοντά στην αριστερή παραστάδα της πύλης, υπάρχει εντειχισμένη αναθηματική πλάκα με το οικόσημο του Βενετσιάνου διοικητή Γκριμάνι με τη χρονολογία 1708 που μνημονεύει την απελευθέρωση του Ναυπλίου από τον Βενετσιάνο αρχιστράτηγο Φραντσέσκο Mοροζίνι το έτος 1687
Παλαμήδι
Το κάστρο του Παλαμηδίου είναι ορατό από κάθε σημείο της πόλης, ατενίζοντας από ψηλά όλο τον Αργολικό κόλπο. Το Παλαμήδι οφείλει το όνομά του στον μυθικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου, Παλαμήδη.
Το σπουδαιότερο έργο κατά την διάρκεια της Β’ Ενετοκρατίας (1686 – 1715) είναι αναμφισβήτητα η νέα ισχυρή οχύρωση του κάστρου του Παλαμηδιού. Με πρωτοβουλία του Προβλεπτή Σαγρέδου ανατέθηκε στους γάλλους μηχανικούς Giaxich και LaSalle με σχέδιο του Levasseur η νέα οχύρωση με κύριο σκοπό τις πρακτικές ανάγκες της άμυνας και της επίθεσης με το πυροβολικό. Ολοκληρώθηκε μόλις σε τρία χρόνια (1711 - 1714) και κατασκευάστηκαν οκτώ προμαχώνες που επικοινωνούν μεταξύ τους, αποθήκες και δεξαμενές.
Ο σχεδιασμός του Παλαμηδίου βασίζεται σε ένα σύστημα αλληλοϋποστηριζόμενων προμαχώνων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με τείχη. Αν κάποιος προμαχώνας περνούσε στα χέρια του εχθρού, η άμυνα συνεχιζόταν από τους υπόλοιπους.
O κεντρικός προμαχώνας είναι αυτός του Αγίου Ανδρέα κι αποτελούσε το φρουραρχείο του κάστρου. Εκεί βρίσκεται και το ομώνυμο εκκλησάκι αλλά και το κελί όπου φυλακίστηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το 1822 οι επαναστατημένοι Έλληνες εισέβαλαν, παραμονή του Αγίου Ανδρέα, στο Παλαμήδι και το κατέλαβαν. Την 8/9/1833, συνελήφθη από τη βαυαρική αντιβασιλεία με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και φυλακίστηκε στο Παλαμήδι ο ήρωας της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μαζί με τον Δημήτριο Πλαπούτα. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835.
Μπούρτζι
Ο Θαλασσόπυργος ή «Καστέλι» (Castello dello Soglio) - Κάστρο του Βράχου κατά τους Ενετούς και «Μπούρτζι» κατά τους Οθωμανούς που σημαίνει πύργος, είναι μια μικρή νησίδα μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου, ακριβώς απέναντι από το πυροβολείο των «Πέντε Αδερφιών».
Το Φρούριο αυτό ανεγέρθη από τους Ενετούς μετά την αποχώρηση του Μαχμούτ Πασά το 1473 για να αντιμετωπίσουν τις πειρατικές επιδρομές, εκμεταλλευόμενοι τη γεωγραφική θέση της νησίδας. Το 1502 οι Ενετοί το οχύρωσαν με τον αρχιτέκτονα Antonio Cambello και τον μηχανικό Brancaleone με ψηλό οκταγωνικό πύργο και ημι-κυκλικό προμαχώνα, στον οποίο έδεναν αλυσίδα η οποία έφευγε από τον Θαλασσόπυργο και έφθανε μέχρι την πόλη για την προφύλαξη του λιμένα.
Μετά την έλευση του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ και κατ εντολή του, το 1865 το Μπούρτζι αφοπλίστηκε. Με τη δημιουργία του ΕΟΤ, το Μπούρτζι αναπαλαιώθηκε και μετετράπη σε ένα από τα πρώτα αξιόλογα τουριστικά κέντρα Α΄ Κατηγορίας στην Ελλάδα, με τη λειτουργία ξενοδοχείου 12 μόνο δωματίων και εστιατόριο. Λειτούργησε συνεχώς από την δεκαετία του 1930 μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας. Πλάνα από την εποχή που λειτουργούσε ως ξενοδοχείο μπορεί να δει κανείς στην ταινία του 1958 ”Ο Άνθρωπος του Τραίνου”.
Τζαμί Πλατείας - Τριανόν
Το μνημείο αυτό αποτελεί το παλαιότερο τζαμί που σώζεται στην πόλη και φέρει έντονες επιρροές από τη βυζαντινή ναοδομία. Χρονολογείται στα χρόνια της Α’ Τουρκοκρατίας, πιθανώς στο β μισό του 16ου αιώνα (1540 – 1686), και είναι ίσως το μοναδικό κτίσμα που σώζεται από την περίοδο αυτή στην πόλη.
Το κτίριο είναι ορθογώνιο σε κάτοψη και καλύπτεται με ημισφαιρικό τρούλο. H είσοδός του ήταν διαμορφωμένη με κιονοστήρικτη στοά - προστώο, καλυπτόμενη με 3 τρουλίσκους, όμως σε μεταγενέστερη φάση, η κιονοστοιχία της στοάς τοιχίστηκε, προφανώς για να διευρυνθεί ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου.
Στα χρόνια της Β’ Ενετοκρατίας το 1687, το τζαμί μεταμορφώθηκε σε Καθολικό ναό για την λατρεία του Άγιου Αντώνιου της Πάδοβα, δωρεά του Ενετού αρχιστράτηγου Φραντσέσκο Mοροζίνι στο φραγκισκανικό τάγμα της πόλης.
Από το 1828 μέχρι και τις αρχές του 1833, εδώ στεγάστηκε το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων, όπου τη διδασκαλία αναλάμβαναν οι ικανότεροι μαθητές, οι «πρωτόσχολοι».
Αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο χώρος χρησίμευσε ως θέατρο, ενώ το 1915 έγιναν μετατροπές στο εσωτερικό του κτιρίου, αλλοιώνοντας σημαντικά την αρχική του όψη.
Για αρκετά χρόνια λειτούργησε εδώ κινηματογράφος με την επωνυμία «Tριανόν», ενώ τα τελευταία χρόνια στεγάζει το Δημοτικό Θέατρο Ναυπλίου.
Αρχαιολογικό Μουσείο
Οικοδομήθηκε, το 1712 κατά την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας ως αποθήκη του στόλου από τον Βενετσιάνο Προβλεπτή του Στόλου Αυγουστίνο Σαγρέδο, όπως επιβεβαιώνει η λατινική επιγραφή στην ανάγλυφη πλάκα με το λιοντάρι των Ενετών πάνω από την μεσαία αψίδα του προστώου.
«Αποθήκη του στόλου, χρήσιμη στην πόλη και στόλισμα της
Ο Αυγουστίνος Σαγρέδος, Προβλεπτής του στόλου,
Μεγαλόπρεπα έχτισε το έτος 1712»
Είναι ένα από τα ωραιότερα και καλύτερα διατηρημένα κτίρια της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα. Λειτούργησε ως «Arsenale», δηλαδή το οπλοστάσιο, το καραβοστάσι, ή αποθήκη, που στα ελληνικά έγινε αρσενάλι – αρσανάς – ταρσανάς. Χαρακτηριστικοί είναι οι μικροί “αρσανάδες” που υπάρχουν στο Άγιο Όρος.
Το κτίριο επιβλητικό, τεράστιο στην κλίμακα της πόλης, ξαφνιάζει με την απλότητα του (σε εποχή αρχιτεκτονικής μπαρόκ) χωρίς φανταχτερές διακοσμήσεις. Αρχικά ο ισόγειος τοίχος πίσω από την στοά με τις παραστάδες έλειπε, ενώ προστέθηκε αργότερα. Είναι η ενσάρκωση της κυριαρχίας των Ενετών, το σύμβολο της πόλης και της εξουσίας της Γαληνοτάτης Βενετίας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου στεγάζεται σε αυτό το επιβλητικό Ενετικό λιθόκτιστο κτήριο το οποίο κλείνει με το εντυπωσιακό του μέγεθος και την αυστηρή συμμετρική του γεωμετρία τη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας Συντάγματος.
Τα εκθέματά του μουσείου χρονολογούνται από τα παλαιολιθικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, με εκθέματα από την Τίρυνθα, την Μιδέα, την Ασίνη, τα Δενδρά και την Παλαιά Επίδαυρο.
Εντυπωσιακότερο έκθεμα χωρίς αμφιβολία είναι η σχεδόν ολόσωμη χάλκινη πανοπλία από τον θαλαμωτό τάφο των Δενδρών. Εκτίθεται σε ξεχωριστή περίοπτη προθήκη μαζί με τα υπόλοιπα εντυπωσιακά κτερίσματα του τάφου στον οποίο βρέθηκε, εξαρτήματα του οπλισμού του πολεμιστή, χάλκινα σκεύη και πήλινα αγγεία. Η χάλκινη πανοπλία (15ος αιώνας π.χ.) μοναδική στον Ελλαδικό χώρο, αποτελείται από 4 τμήματα, το περιλαίμιο, τα επώμια, τον θώρακα και 1 τμήμα από ζωστήρες.
Βουλετικό
Το κτίριο του Βουλευτικού, που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πλατείας Συντάγματος, κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ελληνική ιστορία, καθώς εδώ στεγάστηκε η πρώτη Βουλή της επαναστατημένης Ελλάδας.
Το Βουλευτικό χρονολογείται περί το 1730, στα χρόνια της Β’ Τουρκοκρατίας της πόλης, και χτίστηκε αρχικά ως τζαμί. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό τζαμί της ώριμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής με τις βαριές αναλογίες της βάσης και τον ογκώδη τρούλο του. Έχει οικοδομηθεί με το σύστημα της ισόδομης λαξευτής τοιχοποιίας και αποτελείται από μια τετράγωνη αίθουσα που καλύπτεται με μεγάλο τρούλο, πάνω σε στιβαρό βάθρο, χωρίς πρόπυλο και κολώνες νάρθηκα. Στα δυτικά υπήρχε αρχικά στοά με τρούλους, η οποία όμως έπεσε στις αρχές του 20ου αιώνα από σεισμό. Ο χώρος είναι επιβλητικός σε πλάτος και ύψος.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στο τζαμί αυτό στεγάστηκε η Βουλή των Ελλήνων από το φθινόπωρο του 1825 έως την άνοιξη του 1826. Αυτή υπήρξε και η σπουδαιότερη χρήση του και με την ονομασία «Βουλευτικό» έχει μείνει γνωστό μέχρι σήμερα.
Το 1831 λειτούργησε εδώ για μικρό διάστημα το Ελληνικό Σχολείο, ενώ το ισόγειό του χρησίμευε ως φυλακή. Στο Βουλευτικό έλαβε χώρα, το 1834, κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, η Δίκη των οπλαρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημήτριου Πλαπούτα.
Σήμερα, το Βουλευτικό χρησιμεύει για πραγματοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Δίπλα στο Βουλευτικό βρίσκεται το στιβαρό πέτρινο 3οροφο κτίριο του Μενδρεσέ με εσωτερική αυλή και τοξωτή loggia. Λειτούργησε ως φυλακή μετά την κατάργηση των φυλακών του Παλαμηδίου το 1926 και είναι γνωστό ως φυλακές Λεονάρδου. Σήμερα στεγάζει εργαστήρια του αρχαιολογικού μουσείου.
Ιερός Ναός Αγ.Σπυρίδωνος
Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα ανεγέρθηκε το 1702, στα χρόνια της Β’ Ενετοκρατίας, με χορηγία της Ναυπλιακής Αδελφότητας Ορθόδοξων Ελλήνων. Πρόκειται για μονόχωρο ναό με τρούλο και βρίσκεται δίπλα σε μικρή πλατεία μπροστά από την κατοικία και την προτομή του Άγγελου Τερζάκη. Ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα έχει σχήμα εγγεγραμμένου σταυρού με οκτάγωνο τρούλο και ημιεξάπλευρη κόγχη ιερού. Η ανέγερση του κωδωνοστασίου έγινε το 1853.
Έξω από την είσοδό του δολοφονήθηκε την 27/9/1831 ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας. O Καποδίστριας πήγαινε να εκκλησιαστεί στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία αυτή που ήταν αφιερωμένη στον προστάτη άγιο της γενέτειράς του Κέρκυρας. Στην είσοδο του ναού όμως του είχαν στήσει καρτέρι οι δολοφόνοι του, που του επιτέθηκαν ο μεν Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης με πιστόλι, ο δε Γεώργιος Μαυρομιχάλης με μαχαίρι.
Πολεμικό Μουσείο
Το Πολεμικό Μουσείο - παράρτημα Ναυπλίου, στεγάζεται στο κτίριο της Πρώτης Σχολής Ευελπίδων ή αλλιώς το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο το οποίο λειτούργησε κατ’ εντολή του Καποδίστρια από το 1828 έως το 1834 για να στελεχώσει τον Στρατό και το Πολεμικό Ναυτικό. Αργότερα στέγασε το υπουργείο Στρατιωτικών.
Το λίθινο κτίριο αποτελείται από δύο ορόφους και ένα πατάρι στο ισόγειο, με δύο όψεις επί των δρόμων, η μία των οποίων σχεδιάστηκε σε απόλυτη συμμετρία ενώ η όψη της κεντρικής εισόδου προσδίδει πιθανή επέκταση όπως δηλώνει και η διαφορά στην επίστεψη της στέγης του κτιρίου. Διαθέτει επίσης περίτεχνη διακόσμηση στο γείσο της οροφής με ζωγραφιστό διάκοσμο.
Σήμερα, το μουσείο φιλοξενεί εκθέματα από την Ελληνική Επανάσταση, τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο 1ο όροφο παρουσιάζεται ειδικό αφιέρωμα στον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια και τον σημαντικό ρόλο του Ναυπλίου στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Στον 2ο όροφο παρουσιάζονται σε χρονολογική σειρά ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-41, η Γερμανική Εισβολή 1941 κλπ. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την διπλωμένη σε προθήκη ελληνική σημαία, η οποία ανήκε σε μονάδα Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο.
Δημαρχείο - Γυμνάσιο
Το αναπαλαιωμένο κτίριο της πλατείας Τριών Ναυάρχων, όπου σήμερα στεγάζεται το Δημαρχείο της πόλης, έχει μακρά και ενδιαφέρουσα ιστορία. Κτίστηκε το 1857 για να στεγάσει το Γυμνάσιο του Ναυπλίου, που είχε ιδρυθεί το 1833, επί βασιλείας Όθωνα.
Το κτίριο του Γυμνασίου αρχικά ήταν μονώροφο, ενώ το 1893 προστέθηκε και δεύτερος όροφος, προκειμένου να στεγαστεί εκεί και το Ελληνικό Σχολείο. Τότε το Γυμνάσιο μετακόμισε στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο, ενώ το Ελληνικό Σχολείο στεγάστηκε στο ισόγειο.
Το Γυμνάσιο του Ναυπλίου ήταν το δεύτερο κτίριο στην Ελλάδα που προοριζόταν εξαρχής για να στεγάσει δημόσιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Το πρώτο βρισκόταν στην Ερμούπολη της Σύρου. Παρ′ όλα αυτά, το κτίριο του Γυμνασίου δεν διέθετε προαύλιο χώρο, αλλά μπροστά από το κτίριο υπήρχε κήπος, όπου κάθονταν οι μαθητές την ώρα του διαλείμματος.
Το 1935, το κτίριο εγκαταλείφθηκε, καθώς το Γυμνάσιο Ναυπλίου μεταφέρθηκε σε νεόδμητο κτίριο απέναντι, επί της λεωφόρου Αμαλίας. Έκτοτε το παλαιό κτίριο του Γυμνασίου άλλαξε διάφορες χρήσεις. Σήμερα στεγάζει το Δημαρχείο της Πόλης.
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό διώροφο κτίριο, με απόλυτα συμμετρικά δομημένη όψη, όπου δεσπόζει το κεντρικό αέτωμα. Από κάθε μεριά του κατακόρυφου κεντρικού άξονα της συμμετρίας είναι ισομοιρασμένα τα κουφώματα και οι τοίχοι. Κυριαρχεί η οριζόντια γραμμή των γείσων των ορόφων. Κυρίαρχη είναι και η βαριά μάζα των γωνιακών αγκωναριών των βενετσιάνικων κατασκευών στο ισόγειο.
Στο πίσω οικοδομικό τετράγωνο από το Δημαρχείο βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου. Θεωρείται ότι κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Στο εσωτερικό του βρίσκονται τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, ενώ μία από αυτές είναι αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Νότια του ναού βρίσκεται κτίριο σχήματος κάτοψης Γ, της πρώτης ενετικής περιόδου. Το 1824 στέγασε το υπουργείο παιδείας και το 1830 το Ελληνικό Σχολείο. Κοντά στον ναό βρίσκεται και η οικία του αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ, αρχοντικό της οθωμανικής περιόδου
Εθνική Πινακοθήκη - Παράρτημα Ναυπλίου
Το υπέροχο διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο της Πινακοθήκης κτίστηκε το 1905. Κατά το παρελθόν ήταν η έδρα της 4ης Σιδηράς Μεραρχίας, έπειτα το Νοσοκομείο της πόλης και αργότερα η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής. Παραχωρήθηκε από το Δήμο Ναυπλιέων στην Εθνική Πινακοθήκη για να λειτουργήσει ως παράρτημά της. Η υποδειγματική ανακαίνιση του κτιρίου και ο μουσειολογικός εξοπλισμός του έγινε από το Κοινωφελές Ίδρυμα «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».
Το μουσείο διαθέτει μια αξιόλογη συλλογή από έργα εμπνευσμένα από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων των Θ. Βρυζάκη, Φ. Μαργαρίτη, Δ. Τσόκου, Ν. Γύζη, Ν. Λύτρα κ.ά. τα οποία τονίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα της πόλης. Την έκθεση συμπληρώνουν γλυπτά αντικείμενα και οπλισμός των αγωνιστών.
Φεύγοντας από το Ναύπλιο θυμήθηκα τα λόγια του Γάλλου ιατρού, περιηγητή και σημαντικού φιλέλληνα Φρανσουά Σαρλ Λοράν Πουκεβίλ, ο οποίος φεύγοντας και αυτός πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου δεν έμεινε αδιάφορος στην θέα της ιστορικής πόλης και έγραψε ότι: «Για πρώτη φορά ύστερα από την αιχμαλωσία μου, ήμουν λυπημένος και κοίταζα με πόνο την πολιτεία που φαινόταν να φεύγει… Οι σκιές δεν άργησαν να κυκλώσουν τους πύργους, τα τείχη και το αέρινο Παλαμήδι. Χαιρέτησα την αρχαία αυτή γη, τους χώρους τούς τόσο υμνημένους, τον όμορφον τούτο τόπο…» F.C.H.L. Pouquville, Voyage en Moree – 1798 at 1801.
Δανείζομαι την σκέψη του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη, από το «Συμπόσιο» και εύχομαι για μια ζωή γεμάτη εμπειρίες και γνώση.
«Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε.
Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.
Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…
Η φυγή δεν είναι νίκη, τ’ όνειρο είναι τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.»
Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π. - U.C.L. / Περιηγητής