Σχεδόν 42.000 Αρμένιοι, ή αλλιώς το 1/3 του πληθυσμού, του Ναγκόρνο Καραμπάχ έχουν εγκαταλείψει πλέον την περιοχή με τις τοπικές αρχές να εκτιμούν πως το σύνολο των κατοίκων- περίπου 120.000 Αρμένιοι- σταδιακά θα εκκενώσουν όλο τον θύλακα που μετά από σχεδόν 35 χρόνια αγώνα για αυτονομία και ανεξαρτησία, περνά ξανά στο Αζερμπαϊτζάν.
Ουρές από εκατοντάδες αυτοκίνητα έχουν σχηματιστεί εδώ και μέρες στον δρόμο που οδηγεί στην Αρμενία, όπου το σύνολο των κατοίκων καταφεύγουν ως πρόσφυγε. Όσο και εάν η κυβέρνηση το Μπακού δηλώνει πως ”δεσμεύεται” για την ασφάλεια των πολιτών ο φόβος πως όσοι μείνουν πίσω θα υποστούν διώξεις, φυλακίσεις και τα δικαιώματά τους ως εθνική και θρησκευτική μειονότητα δεν θα γίνουν σεβαστά, είναι μεγάλος. Η δε κυβέρνηση του Γιερεβάν κάνει συνεχώς λόγο για εθνοκάθαρση.
Ακόμη δεν μεγαλύτερο πανικό στους κατοίκους του Ναγκόρνο Καραμπάχ σπέρνει η ανακοίνωση από τις αζέρικες αρχές πως οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν τον Ρούμπεν Βαρντανιάν, επικεφαλής της αυτονομιστικής κυβέρνησης του Ναγκόρνο Καραμπάχ από τον Νοέμβριο του 2022 ως τον Φεβρουάριο του 2023 καθώς επιχειρούσε να εγκαταλείψει την περιοχή. Ο Βαρντανιάν μάλιστα είναι δισεκατομμυριούχος επενδυτικός τραπεζίτης.
Επίσης, οι έλεγχοι στα σύνορα από τους Αζέρους, είναι όλοι και πιο ”σφιχτοί” καθώς, όπως έγινε γνωστό αναζητούν Αρμένιους που κατά το Μπακού έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου.
Τo BBC καταγράφει αυτή την μαζική έξοδο που επιταχύνεται καθημερινά και άρχισε από την 21η Σεπτεμβρίου, αμέσως αφού έγινε γνωστό πως οι όροι της συμφωνίας για κατάπαυση πυρός με το Μπακού περιλαμβάνουν και τον αφοπλισμό των δυνάμεων του αλλά και των ενσωμάτωση της περιοχής στο Αζερμπαϊτζάν.
Μια ολόκληρη ζωή σε μια βαλίτσα και ένα ΙΧ
Εκατοντάδες αυτοκίνητα και λεωφορεία προσπαθούν να φτάσουν στην πόλη Γκόρις πέρα από τα σύνορα. Οικογένειες είναι στριμωγμένες σε αυτοκίνητα και οι σχάρες οροφής υπερφορτωμένες. Οι άνθρωποι, πεπεισμένοι ότι εγκαταλείπουν οριστικά τα σπίτια τους, προσπαθούν να στριμώξουν όλη τους τη ζωή, σε βαλίτσες, σακίδια, ΙΧ και λεωφορεία.
Μέσα στην μικρή πόλη Γκόρις, τα στενά δρομάκια είναι γεμάτα από ΙΧ και ολόκληρες οικογένειες.
Κάποιος έφτασε με ένα ΙΧ, που ορισμένα μέρη του κρατιούνται ενωμένα με μονωτική ταινία ενώ η μια πλευρά του είναι γεμάτη τρύπες από σκάγια και παράθυρα σπασμένα.
Όπως λέει ο ιδιοκτήτης το ΙΧ ι χτυπήθηκε από όλμους όταν το Αζερμπαϊτζάν εξαπέλυσε την αστραπιαία, 24ωρη επίθεση, για να πάρει τον έλεγχο της περιοχής, την περασμένη εβδομάδα. ”Αλλά μας έφερε ως εδώ” λέει στο BBC, τριγυρισμένος από μικρά παιδιά.
Στην κεντρική πλατεία της πόλης, ο κόσμος τριγυρίζει, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, οι εθελοντές μοιράζουν μερικά βασικά τρόφιμα και κουβέρτες. Οι πρόσφυγες καταγράφονται αμέσως και υπάρχουν διαθέσιμα λεωφορεία για να τους μεταφέρουν σε άλλες πόλεις και χωριά. Λίγοι φαίνεται να ξέρουν ποια είναι η επόμενη κίνηση.
″Ταξιδεύαμε 24ωρες, τα παιδιά έκλαιγαν και πεινούσαν”
Για δύο ημέρες την περασμένη εβδομάδα, η Μαλίνα και η οικογένειά της στριμώχνονταν στο κελάρι τους, καθώς το χωριό τους δεχόταν πυρά. Μετά την παράδοση των δυνάμεων του Ναγκόρνο Καραμπάχ, η γυναίκα λέει ότι οι τοπικές αρχές είπαν σε όλους να φύγουν για την Αρμενία, για να είναι ασφαλείς. Το χωριό τους στην περιοχή Μαρτακέρτ του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι πλέον άδειο. Η ίδια και η οικογένειά της έφυγαν, όπως λέει, γιατί παρά τις διαβεβαιώσει του Μπακού, δεν θα ένιωθαν ποτέ ασφαλείς υπό την κυριαρχία του Αζερμπαϊτζάν.
Πολλοί, φτάνουν στην Αρμενία εξαθλιωμένοι.
Η Ναρίν Σακαριάν, γιαγιά τεσσάρων παιδιών, όπως είπε στο Reuters, ταξίδευε με το ΙΧ του γαμπρού της επί 24 ώρες. Δεν είχαν τίποτε να φάνε.
″Σε όλο τον δρόμο τα παιδιά έκλαιγαν, πεινούσαν” λέει μιλώντας σε δημοσιογράφο του ειδησεογραφικού πρακτορείου στα σύνορα. Κρατά στην αγκαλιά την 3 ετών εγγονής της που αρρώστησε κατά την διάρκεια του ταξιδιού.
″Δεν ξέρουμε πού πάμε. Δεν έχουμε πού να πάμε”
″Φύγαμε για να μείνουμε ζωντανοί, όχι για να ζήσουμε”, λέει η γυναίκα.
Στο μεταξύ Αρμένιοι από το Ναγκόρνο Καραμπάχ που κατάφεραν να φτάσουν στην Αρμενία αφηγούνται τις ζοφερές στιγμές έζησαν προσπαθώντας να κρατηθούν ζωντανοί, επιβιώνοντας του πολέμου και της πείνας.
Κάποιοι είπαν ότι είδαν πολλούς νεκρούς πολίτες. Ένας μάλιστα ανέφερε πως ήταν στοιβαγμένοι και σε φορτηγά. Κάποιοι με μικρά παιδιά ξέσπασαν σε κλάματα καθώς αφηγούνταν πώς έτρεχαν για να σωθούν από την πόλεμο, πώς κοιμούνταν στο έδαφος και πως οι πείνα έσφιγγε τα στομάχια τους.
″Πήραμε ό,τι μπορούσαμε και φύγαμε. Δεν ξέρουμε πού πάμε. Δεν έχουμε πού να πάμε”, λέει ο Πέτια Γκριγκοριάν, ένας 69χρονος οδηγός, στο Reuters στη συνοριακή πόλη Γκόρις.