Απάντηση σε ερώτηση σχετικά με το προεδρικό διάταγμα στην Ελλάδα που αφορά στο διορισμό των μουφτήδων στη μουσουλμανική μειονότητα της δυτικής Θράκης έδωσε ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Χαμί Ακσόι.
Στη μακροσκελή ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ, καλείται η Ελλάδα να συμμορφωθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, καθώς και να αλλάξει τις «λανθασμένες», όπως αναφέρονται, πρακτικές της στο θέμα των μουφτήδων.
Η ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ, αν και επικαλείται τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποκαλεί συνεχώς τη μουσουλμανική μειονότητα της δυτικής Θράκης ως «τουρκική». «Η Συμβουλευτική Επιτροπή της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης (BTTADK) με ανακοίνωσή της με ημερομηνία 21 Ιουνίου 2019 αντιδρά έντονα στο εν λόγω προεδρικό διάταγμα και ως υπουργείο συμμεριζόμαστε απόλυτα τις απόψεις που εκφράζονται σε αυτή την ανακοίνωση.
Πρώτα απ’ όλα η Ελλάδα παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάνης με το να μην αναγνωρίζει τους εκλεγμένους μουφτήδες της τουρκικής μειονότητας. Για άλλη μια φορά, αντί να διορθώνονται οι λανθασμένες πρακτικές, ο θεσμός του μουφτή και οι μουφτήδες της μειονότητας υπόκεινται σε μια νέο-συσταθείσα κρατική υπηρεσία, καθιστώντας τις παραβιάσεις ακόμη πιο σοβαρές.
Το προεδρικό διάταγμα, το οποίο περιλαμβάνει κανόνες για τo διοικητικό καθεστώς και τις δικαστικές αρμοδιότητες των μουφτήδων στην Ελλάδα, αντίκειται στη Συνθήκη του 1923 στη Λωζάνη, η οποία εγγυάται τη σύσταση θρησκευτικών και ευαγών ιδρυμάτων της μειονότητας και προβλέπει δικαίωμα αυτο-διαχείρισής τους.
Καταρχάς, το διάταγμα, το οποίο δημοσιοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2018, προκαλώντας τις δίκαιες και έντονες αντιδράσεις της μειονότητας, αγνοεί τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα βάσει της αμοιβαιότητας που εγγυάται η Συνθήκη της Λωζάνης. Το διάταγμα αυτό που καταργεί την αυτονομία του θεσμού του μουφτή, μετατρέποντάς τον σε μία απλή κρατική υπηρεσία, δεν έχει καμία τύχη να γίνει αποδεκτό από την τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα.
Η εν λόγω δικαταδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η ελληνική νοοτροπία απέχει της καλής πρόθεσης να δημιουργήσει μία ουσιαστική και ειλικρινή επικοινωνία με τους εκπροσώπους της τουρκικής μειονότητας για την επίλυση των προβλημάτων της και τα αρμόδια κρατικά όργανα, τα υπεύθυνα για θρησκευτικά θέματα, που είναι και η πηγή του προβλήματος, αντί να ακούσουν τις απόψεις και τα προβλήματα της τουρκικής μειονότητας, ασκούν πίεση στους Τούρκους.
Αυτό που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να αναγνωρίσει το νόμιμο μουφτή που εκλέγει η μειονότητα και να διορθώσει το λάθος να επιβάλει παρανόμως διορισθέντες μουφτήδες. Αναμένουμε επίσης από την Ελλάδα να εφαρμόσει τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτωνσχετικά με την απαγόρευση που επιβάλλεται σε μη κυβερνητικές οργανώσεις για μη χρήση της λέξης ”τουρκικός” στο όνομά τους, να εγγυηθεί τις περιουσίες των ιδρυμάτων και διοικητικών υπηρεσιών της μειονότητας, να δώσει εκ νέου την υπηκοότητα σε εκπροσώπους της μειονότητας, η οποία τους αφαιρέθηκε με βάση το άρθρο 19 του νόμου για την ελληνική ιθαγένεια, και από την άλλη πλευρά, να ανταποκριθεί στα αιτήματα για άνοιγμα παιδικών σταθμών και σχολείων διαφόρων βαθμίδων στη μειονότητα.
Είναι επίσης ανησυχητικό το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή, της παρέμβασης στη θρησκευτική ελευθερία και τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας, να καταγράφεται σε μία χώρα της Ε.Ε., υπενθυμίζοντας για άλλη μια φορά το αρνητικό ιστορικό της Ελλάδας. Καλούμε τους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς καθώς και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., που παρακολουθούν την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα, να διεξάγουν αμερόληπτες έρευνες για τα πεπραγμένα της Ελλάδας, καθώς αντιβαίνουν τις ευρωπαϊκές αξίες και τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Τουρκία θα συνεχίσει να παρακολουθεί τα δίκαια συμφέροντας και αιτήματα της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα και οι εξελίξεις που θα υπάρξουν στο θέμα των δικαιωμάτων της μειονότητας θα επηρεάσουν θετικά τις διμερείς μας σχέσεις. Η Τουρκία θα συνεχίσει να στηρίζει τα δίκαια συμφέροντα και αιτήματα της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα, καθώς οι εξελίξεις στο θέμα των δικαιωμάτων της μειονότητας, θα έχει θετικό αντίκτυπο και στις διμερείς μας σχέσεις».