Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Κυπριακή Δημοκρατία καταμαρτύρησε τις διαχρονικές αντοχές των Ελλήνων που απορρέουν από βαθύτατα ριζωμένες παραδοχές της Ελληνικής διαχρονίας για αυτεξούσιο βίο, δημοκρατικό προσανατολισμό και αξίωση ελευθερίας. Ελευθερίας με την διττή έννοια: Προσανατολισμό προς πολιτική ελευθερία και την συλλογική ελευθερία ως ανεξαρτησία του κράτους.
Κύρια χαρακτηριστικά των εξελίξεων στην Μεγαλόνησο Κύπρο όπου ζει το ένα δέκατο του Ελληνισμού που αποτελεί το 82% του πληθυσμού είναι το γεγονός ότι αμφότεροι οι υποψήφιοι του δεύτερου γύρου και πρωτίστως ο εκλεγείς πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης απευθύνθηκαν ευθέως στην κοινωνία βασικά παρακάμπτοντας τα κόμματα από τα οποία προέρχονταν.
Κατ’ αρχάς, ο εκλεγείς νέος πρόεδρος ολοφάνερα είναι «προβληματισμένος» με την εδώ και πολλές δεκαετίες υποχωρητικότητα σε διαπραγματεύσεις. Οι διαρκείς υποχωρήσεις σημαίνει ότι εάν υπάρξει συμφωνία σε αυτή την βάση δεν αναιρούνται τα παράνομα τετελεσμένα της παράνομης εισβολής κατοχής του ενός τρίτου της Επικράτειας ενός αναγνωρισμένου ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ.
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ακριβώς, ότι οι άξονες των προγραμματικών του θέσεων αυτό κατά βάση επιδιώκουν, δηλαδή, να υιοθετηθούν θέσεις που αποκαθιστούν την διεθνή νομιμότητα και την διεθνή τάξη που παραβιάστηκε το 1974.
Επειδή το περιεχόμενο και οι αναπόδραστες προεκτάσεις της «Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα» έχουν τύχει ανάλυσης επανειλημμένα εδώ (βλ. για παράδειγμα κλικ εδώ, εδώ και εδώ) δεν θα επεκταθούμε. Συντομογραφικά αναφέρονται τα εξής:
Πρώτον, οι διαπραγματεύσεις εξαρχής διεξάγονταν με το «πιστόλι στον κρόταφο» λόγω συνεχιζόμενης παράνομης κατοχής και παρουσίας δεκάδων χιλιάδων παράνομων τουρκικών στρατευμάτων τα οποία διαρκώς ενισχύονται. Ενώ την δεκαετία του 1990 προσανατολιστήκαμε ορθολογιστικά με την δημιουργία του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ), έκτοτε ουσιαστικά υποβαθμίστηκε. Κύρια θέση του νέου προέδρου είναι αναβίωση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου για επίτευξη στοιχειώδους αποτρεπτικών προϋποθέσεων (ισορροπία δυνάμεων). Μάλιστα, δήλωσε ότι ως προς αυτό ως υπουργός εξωτερικών βρισκόταν ήδη σε συνομιλίες με την Ελληνική κυβέρνηση.
Δεύτερον, ενώ ελισσόμενος εντός πολιτικών πεδίων όπου κυριαρχεί η συμβατική σοφία ότι δήθεν υπάρχει δεσμευτικό «διαπραγματευτικό κεκτημένο» δεν έκανε αυτό το ζήτημα άξονα του προεκλογικού αγώνα. Εν τούτοις, ορθά και ορθολογιστικά υιοθέτησε θέσεις που ευθέως και ξεκάθαρα αυτό ακριβώς υποδηλώνουν: Κύρια θέση στο πρόγραμμά του είναι ότι η λύση θα πρέπει να είναι συμβατή με το Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο της ΕΕ της οποίας η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες μέλος. Για το μείζον αυτό ζήτημα που λογικά μετά το 2004 (ένταξη στην ΕΕ) έπρεπε να είναι η σημαία της Ελληνικής πλευράς στις διαπραγματεύσεις, έχουν γίνει, τονίζεται και υπογραμμίζεται, εξαιρετικά τεκμηριωμένες μελέτες («Πλαίσιο Αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων» και «έποικοι και εποικισμός: εγκλήματα πολέμου») τα πορίσματα των οποίων ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν και ούτε μπορούν να αμφισβητηθούν.
Τρίτον, σε όλες τις ανάλογες και αντίστοιχες περιπτώσεις όταν αποτυγχάνουν οι διαπραγματεύσεις στις νέες διαπραγματεύσεις η συζήτηση αρχίζει από μηδενική βάση και το θύμα της παρανομίας εξαρχής και πάντα προσκολλάται στην διεθνή νομιμότητα. Ενώ λοιπόν η Τουρκική πλευρά σε κάθε νέα διαπραγμάτευση ερχόταν με νέες παράνομες αξιώσεις η Ελληνική πλευρά δεχόταν να αρχίζει να συζητά από εκεί που σταμάτησαν οι προηγούμενες. Έτσι, αυθαίρετα και παράνομα αυτό κατέγραφε ο κάθε μεσολαβητής και στην συνέχεια καλούσαν το θύμα να αρχίσει ξανά από εκεί που σταμάτησαν στην τελευταία συνάντηση.
Τουτέστιν, η Ελληνική πλευρά σύρθηκε σε διαπραγματευτικό πλαίσιο που όχι μόνο είναι πλήρως αντίθετο με την διεθνή νομιμότητα αλλά επίσης:
α) καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία
β) δημιουργεί ένα μη βιώσιμο κρατίδιο
γ) νομιμοποιεί τους παράνομους εποίκους αλλάζοντας τις ιστορικές δημογραφικές ισορροπίες
δ) με την «πολιτική ισότητα» σε εθνική βάση όχι μόνο καθιστά αδύνατη κάθε απόφαση αλλά και την Τουρκία επικυρίαρχο της Μεγαλονήσου και
ε) δημιουργεί συνθήκες αστάθειας και νέων χειρότερων διενέξεων.
Τέταρτον, οι πιο πάνω προσεγγίσεις που η Ελληνική πλευρά δέχεται να αποτελούν βάση εδώ και καιρό μπορούν απλά να παραμεριστούν με θεμιτό νομικό και πολιτικό τρόπο: Με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι αρμόδιο για την διεθνή τάξη και για την αναίρεση κάθε παράνομης ενέργειας. Δεν είναι αρμόδιο και δεν έχει δικαίωμα να υποδεικνύει το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους μέλους. Οι δε στρεβλώσεις που επέβαλε η αποικιοκρατική δύναμη φεύγοντας διορθώνονται με το Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο το οποίο ο νέος πρόεδρος, όπως ήδη αναφέρθηκε, ορθά, ορθολογιστικά και νομικά θεμιτά έκανε σημαία των προεκλογικών θέσεων.
Πέμπτο, προστίθεται ότι πέραν αυτών των εύλογων και θεμιτών θέσεων που θα υιοθετούσε κάθε κράτος σε ανάλογη και αντίστοιχη περίπτωση, η Ελληνική πλευρά όπως σπανίως συμβαίνει με τις αποφάσεις του ΟΗΕ διαθέτει νομικά πανίσχυρες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που πάρθηκαν μετά την εισβολή (1974,1975 και 1983) και α) πάντα ισχύουν, β) είναι οι μόνες που ισχύουν ως συμβατές με τον Καταστατικό Χάρτη και γ) υποχρεωτικά εάν το απαιτήσουμε θα έπρεπε να είναι η βάση διεξόδου με όρους αποκατάστασης της διεθνούς τάξης.
Ολοκληρώνοντας χωρίς να εξαντλήσουμε το μείζον αυτό εθνικό ζήτημα διατυπώνεται η εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της Κύπρου αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία στρατηγικής ανασύνταξης της Ελληνικής εθνικής στρατηγικής και υιοθέτησης θέσεων με τις οποίες λογικά και ορθολογιστικά δεν μπορεί να διαφωνήσει καμιά πολιτική τάση στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αυτό είναι από καιρό επιτακτικό λόγω καταιγιστικών στρατηγικών ανακατατάξεων και λόγω πρωτοφανούς όξυνσης του Τουρκικού αναθεωρητισμού.
Πιο συγκεκριμένα ανασύνταξη, στρατηγικός προσανατολισμός και αποφάσεις που διασφαλίζουν ασφάλεια και περιφερειακή σταθερότητα:
Πρώτον, κάτι το οποίο ήδη άρχισε να υλοποιείται, απόκτηση επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος και οπωσδήποτε ισορροπίας δυνάμεων σε όλα τα μέτωπα από την Θράκη και διαμέσου του Αιγαίου μέχρι την Κύπρο.
Δεύτερον, ακλόνητη διαπραγματευτική θέση η πρόταξη της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας ως του μόνου πλαισίου κάθε νέας συμφωνίας.
Τρίτον, «κόκκινη διαπραγματευτική γραμμή στο Κυπριακό»: Πραγματικά ανεξάρτητο, ενωμένο και γι’ αυτό βιώσιμο κράτος. Ως προς αυτό, τονίζεται το αυτονόητα γεγονός πως το Ελληνικό κράτος κινδυνεύει θανάσιμα εάν καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και εάν παγιδευτεί στρατηγικά το ένα δέκατο του Ελληνισμού.
Τέταρτον, το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο των στρατηγικών μας επιλογών το προσφέρει ο Ρήγας Βελεστινλής: «Ο ελληνικός λαός είναι φίλος και σύμμαχος με όλα τα έθνη. Οι Έλληνες δεν ανακατεύονται εις την διοίκηση των άλλων εθνών, αλλά ούτε είναι εις αυτούς αποδεκτό να ανακατωθούν άλλα έθνη εις την δική τους. Δεν κάμνουν ποτέ ειρήνη με ένα εχθρό ο οποίος κατακρατεί ελληνικό τόπο». Μόνο ένας τέτοιος πολιτικός προσανατολισμός δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια ορθολογιστική εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία στα αλληλένδετα πεδία της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου.
Νέα εποχή στην Κύπρο: Πρόκληση και πρόσκληση για νέα Ελληνική εθνική στρατηγική
Νέα ηγεσία στην Κύπρο: Ευκαιρία για μια νέα Ελληνική εθνική στρατηγική στα αλληλένδετα πεδία της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου