Μια νέα προσέγγιση ως προς την ανάδειξη του γαστρονομικού πλούτου της χώρας μας, μέσω του τουρισμού, αρχίζει να επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, με μεμονωμένες δράσεις, είτε από τον ιδιωτικό, είτε από τον δημόσιο τομέα.
Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει γίνει, είναι να ομαδοποιηθούν αυτές οι δράσεις, να υπάρξει καλύτερη συνεργασία όλων των φορέων και κυρίως να αποκτήσει μια νέα γαστρονομική ταυτότητα ο τόπος.
Η σχετική μελέτη που εκπόνησε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, αφού καταγράφει δεδομένα του εξωτερικού και της Ελλάδας, προτείνει τρεις άξονες στους οποίους πρέπει να κινηθούν οι δράσεις για την πιο αποτελεσματική διασύνδεση του αγροδιατροφικού τομέα, της γαστρονομίας και του τουρισμού.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, απαιτείται σαφής στρατηγικός σχεδιασμός και η διαμόρφωση ενός λειτουργικού πλαισίου διακυβέρνησης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, με συγκεκριμένους στόχους και συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, ενώ συγκεκριμένες δράσεις θα πρέπει να εστιάζουν στην ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος, σε Branding και Μarketing και στην ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού.
Στο εξωτερικό, οι στρατηγικές για τον γαστρονομικό τουρισμό, συνδέονται με τις ευρύτερες στρατηγικές για την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα, ενώ οι επίσημοι οργανισμοί τουρισμού και οι εκάστοτε υπεύθυνες δομές διαχείρισης και προώθησης προορισμού σε περιφερειακό επίπεδο, ηγούνται συνήθως αυτών των σχεδίων. Σε ορισμένες χώρες, όπως: Ιρλανδία, Ουαλία, Σκωτία και Φινλανδία, υπάρχει ευρύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα.
Επίσης, σε αρκετές χώρες έχει διαμορφωθεί μια αξιομνημόνευτη γαστρονομική εμπειρία, με βάση το τρίπτυχο «τοπικότητα, αυθεντικότητα, ποιότητα», με παραδοσιακά και σύγχρονα τοπικά προϊόντα και εδέσματα, Foodies που καθοδηγούν την αγορά προς βιωματικές και αυθεντικές εμπειρίες και Σεφ που αποτελούν τους νέους πρεσβευτές των προορισμών.
Στην Ελλάδα, αυτό που χρειάζεται είναι η ενίσχυση της συνεργατικής κουλτούρας, η αναδιαμόρφωση της εθνικής γαστρονομίας, με βιωματικές εμπειρίες, πρότυπες ή δημιουργικές συνταγές, και εξειδικευμένα πακέτα διακοπών.
Προσωπική παρατήρηση είναι ότι, πλέον, η ελληνική γαστρονομία δεν μπορεί να βασίζεται στην ελληνική σαλάτα, το τζατζίκι, τον μουσακά και το σουβλάκι.
Το τρανό παράδειγμα του Ελληνικού Πρωινού σε πάνω από 1.200 ξενοδοχεία σε όλη την Ελλάδα, που ανάλογα την περιοχή όπου βρίσκονται, σερβίρουν μόνο τοπικά προϊόντα στον μπουφέ, απέδειξε ότι κάλλιστα η φιλοξενία μπορεί να συνδυαστεί άψογα με την τοπική γαστρονομία. Κι αν αυτό ενισχυθεί, όπως προτείνεται, από επισκέψεις σε τοπικές αγορές, σε επισκέψιμους χώρους παραγωγής προϊόντων, και δημιουργηθεί ένα κατάλληλο οδικό δίκτυο με σχετική σήμανση, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να μεγιστοποιηθεί.
Το βασικό είναι να αυξηθεί το εύρος και η ποικιλία των εμπειριών γαστρονομικού ενδιαφέροντος, να ενισχυθούν οι εμπειρίες γύρω από ένα προϊόν (π.χ. ελιά, κρασί) και κυρίως να αποκτηθεί ανανεωμένη ταυτότητα και να ενισχυθεί η αναγνωρισιμότητα.
Παράλληλα, έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενδυνάμωση της προβολής «ηγετικών» προορισμών, ώστε να κεφαλαιοποιηθεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τη γαστρονομική προσφορά (ανάδειξη signature experiences).
Καταλήγοντας, η αναβάθμιση της ποιότητας των εμπειριών γαστρονομικού ενδιαφέροντος, θα επιτευχθεί μέσα από την αναβάθμιση υφιστάμενων πρακτικών και την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση και η δια βίου μάθηση είναι ανάγκη, όχι επιλογή.