«Το 85% των παιδιών που θα τοποθετηθούν σε ένα ίδρυμα, ακόμη και στο καλύτερο, την πρώτη εβδομάδα ή μήνα, θα ξαναθυματοποιηθεί σωματικά από τα άλλα παιδιά ενώ το 25-30% θα κακοποιηθεί σεξουαλικά».
Αυτό αναφέρει ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, μιλώντας στο ΑΠΕ με αφορμή τα όσα βλέπουν το φως της δημοσιοτητας.
Αναφερόμενος στα 81 παιδιά έως 16 ετών που φιλοξενούνται με εισαγγελική εντολή στα τρία παιδιατρικά νοσοκομεία της Αττικής και τις πρόσφατες καταγγελίες για παρενόχληση ανηλίκου από ανήλικο στο Αγλαΐα Κυριακού, ο κ Νικολαϊδης αναφέρει:
«Εμείς σαν Ινστιτούτο διεξάγουμε μία σειρά από ερευνητικές δράσεις για να μετράμε, να παρακολουθούμε, το φαινόμενο της έκθεσης στη βία των παιδιών στην Ελλάδα, αλλά και για το σύστημα παιδικής προστασίας.
Δηλαδή τι γίνεται μετά την καταγγελία. Ποια είναι η μοίρα αυτού του παιδιού. Και σε αυτό το κομμάτι έχουμε μετρήσει, περιγράψει και καταγράψει δυσλειτουργίες στο ελληνικό σύστημα, απέναντι σε ένα παιδί που θυματοποιείται.
Παίρνουμε ήδη θυματοποιημένα παιδιά και τα βάζουμε σε ιδρύματα για να ξαναθυματοποιηθούν. Τα ιδρύματα δεν βοηθούν. Και αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά πολλοί επίσημοι φορείς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας η UNICEF».
Επιτακτική ανάγκη να στηριχθεί η αναδοχή
Ως εκ τούτου τονίζει ο κ. Νικολαίδης, θα πρέπει να στηριχθεί η αναδοχή και όλων των ειδών οι εναλλακτικές οικογενειακές τοποθετήσεις των παιδιών που θα πρέπει να απομακρυνθούν από τους γονείς τους.
«Θα πρέπει επίσης να υπάρχει ένα συνεκτικό πλαίσιο κοινωνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής παρέμβασης, που να στηρίζουν τις δυσλειτουργικές οικογένειες, ώστε να σταθούν στα πόδια τους και να μπορέσουν να ξαναπάρουν πίσω τα παιδιά τους, υπό εποπτεία και με στήριξη, μετά από λίγο καιρό.
Στην Ελλάδα οι απομακρύνσεις παιδιών από τις φυσικές τους οικογένειες, είναι ως επί το πλείστον μόνιμες, κάτι που δεν γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθότι σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι παροδικές, μέχρι να πέσουν επάνω στην δυσλειτουργική οικογένεια όλες οι υπηρεσίες και να την βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της». Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει:
Ένας βιαστής μπορεί να ξαναπάρει το παιδί του πίσω;
«Όχι. Αλλά ξέρετε το 60% των απομακρύνσεων και στην Ελλάδα είναι για παραμέληση, και όχι για σεξουαλική κακοποίηση.
Πρόκειται κυρίως για οικογένειες που βρίσκονται στον κοινωνικό αποκλεισμό, ή σε ακραία φτώχεια. Δηλαδή αντιμετωπίζουν προβλήματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και να στηριχθούν με άλλα μέσα, και όχι με την απομάκρυνση από το παιδί τους.
Για τα μωρά και τα βρέφη χωρίς να υπάρξει συμβάν σεξουαλικής ή σωματικής κακοποίησης, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι μπαίνουν σε ένα ίδρυμα και δεν τα φροντίζει ένας άνθρωπος, αλλά πολλοί εναλλασσόμενοι, έχει αποδειχθεί ότι προκαλούνται βλάβες στον εγκέφαλο, οι οποίες είναι μη αναστρέψιμες.
Κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να διαμένει σε νοσοκομείο ή σε ίδρυμα. Θα πρέπει να πάνε σε μία οικογένεια. Και τα παιδιά που φιλοξενούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία, και τα παιδιά που βρίσκονται στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα, όπως επίσης και τα παιδιά που είναι σε ιδιωτικού δικαίου πλαίσια και δομές.
Δεν θα έπρεπε να βρίσκεται κανένα παιδί σε υπηρεσία που να δουλεύει προσωπικό σε βάρδιες.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών εδώ και 20 χρόνια έχει βγάλει μία παγκόσμια κατευθυντήρια οδηγία για όλα τα κράτη μέλη του: Κανένα παιδί να μην είναι σε πλαίσιο φροντίδας κάτω από την ηλικία των 3 χρόνων».
Το πρόβλημα της παιδικής κακοποίσης υπήρχε πάντα;
«Γνωρίζουμε και από μετρήσεις σε διάφορες χώρες, ότι όσο διήρκεσε η πανδημία και κυρίως τα περιοριστικά μέτρα, τόσο περισσότερο οι καταγγελίες κακοποίησης παιδιών μειώθηκαν στις αναπτυγμένες χώρες.
Και αυτό εξηγείται με βάση το γεγονός ότι καθώς τα παιδιά ήταν κλεισμένα με τον κακοποιητή τους, ο οποίος συχνότατα είναι ο γονιός τους, ή ο φροντιστής τους, δεν είχαν κανένα τρόπο να καταγγείλουν.
Δεν είχαν πρόσβαση σε κάποιον άλλον ενήλικα για να ζητήσουν βοήθεια. Ξέρουμε από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής που μετριέται αυτό, ότι η αποκατάσταση του ρυθμού των καταγγελιών κακοποίησης παιδιών, συνήθως γίνεται μήνες μετά την έξοδο από τα λοκ ντάουν.
Οπότε με αυτή την έννοια αυτή τη στιγμή είναι “τα σπασμένα” της καραντίνας. Ωστόσο αυτό ισχύει για τις καταγγελίες και όχι τον αριθμό των περιστατικών που συμβαίνουν στην κοινωνία.
Αυτά φαίνεται ότι δεν αλλάζουν τόσο πολύ με το χρόνο. Η αίσθηση που έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ότι έχουμε γεμίσει με περιστατικά, ιδιαίτερα σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, είναι μία πλασματική αίσθηση που δημιουργήθηκε, επειδή ακριβώς τις τελευταίες δεκαετίες περισσότερα θύματα παίρνουν το κουράγιο να καταγγείλουν, ενώ παλιότερα έπαιρναν το μυστικό στον τάφο τους».
Σε κάθε σχολική τάξη υπάρχει ένα κακοποιημένο παιδί
Με βάσει τις δικές μας έρευνες που είναι οι μόνες σε μεγάλα και επιλεγμένα δείγματα παιδιών που ρωτήσαμε με ανώνυμα ερωτηματολόγια ξέρουμε ότι περίπου 3 στα 4 παιδιά στην Ελλάδα θα εκτεθούν σε τουλάχιστον μία εμπειρία σωματικής βίας, εκ των οποίων ένα ποσοστό 5,5% θα έχουν πολλαπλές και διαφορετικές εμπειρίες.
Ένα στα 20 παιδιά υφίσταται συνεχώς σωματική βία και μάλιστα βαριάς μορφής.
Όσον αφορά τη σεξουαλική βία ένα στα έξι παιδιά, μάς είπαν ότι είχαν μία τέτοια ανεπιθύμητη εμπειρία, Γύρω στο 7,5% των παιδιών, αυτή η εμπειρία εμπεριείχε επαφή του σώματος.
Βεβαίως ακόμα και αυτές οι πιο “ελαφριές” σε εισαγωγικά μορφές έκθεσης σε σεξουαλική βία, είναι πάρα πολύ τραυματικές για τα παιδιά. Ένα ποσοστό 3,1% μας είπαν ότι στην παιδική τους ηλικία, είχαν μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού.
Όπως καταλαβαίνετε αυτά τα γκρίζα νούμερα σημαίνουν ότι καθένας από μας ξέρει ένα τουλάχιστον παιδί που έχει μία τέτοια εμπειρία από την παιδική του ηλικία. Σε κάθε σχολική τάξη υπάρχει ένα τέτοιο παιδί».