«... Στην αυτοβιογραφική διήγηση το πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας οφείλει να πνίξει τον ναρκισσισμό του, να γκρεμίσει την εικόνα που όλοι μας χτίζουμε για τα μάτια των άλλων. Για να τοποθετήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, χωρίς μεταμφίεση, στο επίκεντρο μιας αφήγησης, οφείλεις είτε να έχεις συμφιλιωθεί μαζί του είτε να μη σε φοβίζει η ανατροπή της προσδοκίας του αναγνώστη...»
Ο «Ολομόναχος» είναι ακριβώς αυτό που «λέει» ο τίτλος: Ένας άνδρας που σε μία κρίσιμη στιγμή του βίου του μένει ολομόναχος, παρότι αδικημένος κατάφωρα, ένας άνθρωπος που στην πορεία δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να τον αδικήσει ξανά, ακόμη και αν το κάνει με το λάθος τρόπο, ακόμη κι όταν ο γιος του -που δεν ξέρει το μυστικό του- βρίσκει τη συμπεριφορά του ακατανόητη. Είναι ο νεαρός άνδρας που εικονίζεται στο εξώφυλλο να ισορροπεί πάνω σε μία μοτοσυκλέτα εν κινήσει, σε μία ασπρόμαυρη φωτογραφία που τραβήχτηκε κάπου μεταξύ 1950 και 1952, ο πατέρας του συγγραφέα Νίκου Παναγιωτόπουλου και ήρωας της νουβέλας που κυκλοφόρησε πρώτα στη Γαλλία, τις τελευταίες εβδομάδες και στην Ελλάδα (εκδόσεις Μεταίχμιο). Αλλά τελικά, και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Το μυστικό του Ολομόναχου που ήρθε στο φως με καθυστέρηση πολλών ετών και ενώ ο πατέρας είχε φύγει από τη ζωή, έγινε το υλικό αυτής της (τρυφερής και άγριας μαζί) «αυτοβιογραφικής προφητείας» και επί της ουσίας το νήμα που συνδέει τη ζωή του Παναγιωτόπουλου με τη ζωή του πατέρα του και του γιου του.
Ο βραβευμένος συγγραφέας και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος μιλά στη HuffPost Greece για «το αναντίρρητο τεκμήριο αληθείας που συνοδεύει την αυτοβιογραφική διήγηση», για το ιδιωτικό που γίνεται δημόσιο, για τον πατέρα και τη μητέρα του, αλλά και για τη στιγμή της ζωής κατά την οποία οι ρόλοι αλλάζουν και μοιραία γινόμαστε γονείς των γονιών μας.
-Πόση τόλμη χρειάζεται ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο; Πόσο θάρρος όταν οι πρωταγωνιστές ή τουλάχιστον, κάποιοι εξ αυτών είναι εν ζωή;
Δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Δεν είναι εύκολο να γράφεις μια ιστορία παρουσία αυτοπτών μαρτύρων. Συχνά μπαίνεις στον πειρασμό της αυτολογοκρισίας προκειμένου να αποφύγεις τις αντιδράσεις. Είναι σαν να γράφεις με χειροπέδες. Στη δική μου περίπτωση, η μεγαλύτερη έγνοια μου ήταν η αντίδραση της μητέρας μου. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να τη στεναχωρήσω στα 86 της, αποκαλύπτοντας το μυστικό που μοιράστηκε με τον πατέρα μου επί μισόν αιώνα και βάλε. Απ’ την άλλη γνώριζα ότι μπορούσα να υπολογίζω στην απέραντη αγάπη και την απαράμιλλη καλοσύνη της. Οπότε, τόλμησα να ξεκινήσω το γράψιμο αυτή της ιστορίας, με την παρηγορητική πρόφαση πως το βιβλίο θα εκδιδόταν στη Γαλλία. Αυτή η συνθήκη με απελευθέρωσε – μου έδωσε τη δυνατότητα να πω ολόκληρη την ιστορία χωρίς περιορισμούς.
-Για ποιόν λόγο το ρεύμα της auto-fiction βρίσκεται στο προσκήνιο; Ποιό είναι το στοιχείο που συγκινεί τους αναγνώστες στο είδος (το οποίο είναι και δεν είναι αυτοβιογραφία);
Υποθέτω πως το στοιχείο που συγκινεί τον αναγνώστη είναι το αναντίρρητο τεκμήριο αληθείας που συνοδεύει την αυτοβιογραφική διήγηση. Μπορείς, ως αναγνώστης, να απορρίψεις τον χειρισμό της αλλά όχι την ίδια την ιστορία, όσο ακραία κι αν είναι. Κάτι σαν τις ειδήσεις που διαβάζουμε καμιά φορά: γυναίκα έπεσε από τον ενδέκατο όροφο και σώθηκε! Μπορείς να εκφράσεις την έκπληξή σου, αναφωνώντας «Απίστευτο!», αλλά είσαι υποχρεωμένος να δεχτείς πως η ζωή αποδεικνύεται πολύ συχνά ο πιο ευφάνταστος αφηγητής.
Απ’ την άλλη, κάθε μυθοπλασία αντλεί απ’ το πηγάδι του βιώματος. Η ατομική εμπειρία είναι πάντοτε η αφετηρία όσο περίτεχνη κι αν είναι η μυθοπλαστική κατασκευή. Στην αυτοβιογραφική διήγηση ο συγγραφέας κάνει ταπεινά στην άκρη, δηλώνοντας με ειλικρίνεια πως δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη ζωή…
-Όταν οι Editions du Sonneur σας έκαναν την πρόταση να γράψετε μια ιστορία στο πλαίσιο της σειράς Τι σημαίνει η ζωή για μένα, η πρώτη σκέψη ήταν η περιπέτεια του πατέρα σας; Δεν αμφιταλαντευτήκατε ούτε στιγμή;
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή τους. Η συγκυρία –μιλάμε για το καλοκαίρι του ’16– δεν μου επέτρεπε να γράψω τίποτε. Πέρασαν πολλοί μήνες, στη διάρκεια των οποίων η επικοινωνία με τον γιο μου είχε υπονομευτεί, στη δίνη ενός απρόβλεπτα εχθρικού διαζυγίου. Αίφνης, είδα την ιστορία του πατέρα μου να καθρεφτίζεται στη δική μου ζωή. Και τότε μόνον πήρα την απόφαση να γράψω τον Ολομόναχο, απόφαση που αποδείχτηκε λυτρωτική.
-Καταγράφετε την ιστορία του -το μυστικό του- δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του και ενώ βρίσκεστε στη μέση ηλικία και είστε και ο ίδιος πατέρας. Γα να κάνουμε «ειρήνη» με τους γονείς μας πρέπει να φτάσουμε στη μέση της δικής μας διαδρομής; Νωρίτερα δεν υπάρχει ελπίδα;
Το γεγονός ότι στην περίπτωσή μου αυτό συνέβη στη μέση της διαδρομής δεν σημαίνει πως αυτός είναι ο κανόνας. Θέλω να ελπίζω ότι μπορεί να κάνει κανείς «ειρήνη» με τους γονείς του ανά πάσα στιγμή – αρκεί οι δύο πλευρές να δείξουν την απαιτούμενη γενναιότητα για να γεφυρωθεί το χάσμα. Χρειάζεται όμως ένας βαθμός ωρίμανσης. Χρειάζεται να αποκτήσει κανείς επίγνωση που – κακά τα ψέματα – δεν τη διαθέτει νωρίτερα.
-«... Και κάπως έτσι, σε υιοθέτησα, μπαμπά! Τι φρικτή εκδίκηση. Να γίνεσαι πατέρας των γονιών σου! Ένας πατέρας, μάλιστα, στοργικός, γεμάτος κατανόηση, που δεν ζητάει καλούς βαθμούς, λαμπρές σπουδές, κοινωνικές επιδόσεις! Η μόνη του απαίτηση να είναι χαμηλή χοληστερίνη και ένας καλός χρόνος καθίζησης στις επόμενες αιματολογικές εξετάσεις...». Είναι ποτέ κανείς πραγματικά έτοιμος για αυτή την αλλαγή ρόλων (να γίνεται γονιός του γονιού του);
Νομίζω πως αν όχι ποτέ, τότε πολύ σπάνια είναι κανείς προετοιμασμένος γι’ αυτή την αλλαγή ρόλων. Είναι μια στιγμή απότομης ενηλικίωσης, την οποία, φαντάζομαι, όλοι απεύχονται. Ταυτοχρόνως, είναι μια στιγμή λυτρωτική, αφού σου επιτρέπει να δεις τον γονιό σου με άλλο μάτι. Ο άτρωτος πατέρας γίνεται ξαφνικά ανήμπορο παιδί κι εσύ είσαι ο μόνος στον οποίο μπορεί να στηριχτεί – ένα παιδί, μάλιστα, δύστροπο και απαιτητικό, όπως ήσουν κι εσύ τόσες φορές στο παρελθόν. Αυτή η ξαφνική αποκαθήλωση και η απότομη μεταβίβαση της εξουσίας είναι μια στιγμή αποφασιστικής σημασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δική μου περίπτωση αποτέλεσε το υλικό του πρώτου διηγήματος στην πρώτη μου συλλογή –την «Ενοχή των υλικών»–, ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από 20 χρόνια και κάτι.
-Το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο με την ελπίδα της καθολικότητας, όπως έχετε πει «... η καθολικότητα είναι το στοίχημα που βάζει κάθε συγγραφέας σε κάθε του βιβλίο». Ωστόσο, πώς αποφεύγει κανείς την παγίδα της αυτοαναφορικότητας; Πώς μπορεί να είναι απροκάλυπτα, «καθαρά», ήρωας (έστω και δευτεραγωνιστής) μιας ιστορίας και συγχρόνως να κάνει λογοτεχνία;
Για έναν συγγραφέα δεν καθόλου περίεργο το να τοποθετεί τον εαυτό του στο κέντρο της αφήγησης. Το ίδιο ακριβώς κάνει σε κάθε μυθοπλασία που γράφεται, ας πούμε, σε πρώτο πρόσωπο. Ακόμα κι όταν πρόκειται για έναν επινοημένο χαρακτήρα, ο συγγραφέας του δανείζει στοιχεία του εαυτού του. Ταυτοχρόνως, ο συγγραφέας καλείται να βιώσει την εμπειρία του επινοημένου χαρακτήρα και να την αποδώσει όσο πιο πειστικά μπορεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αυτοαναφορικότητα κρύβεται επιμελώς κάτω από τα μυθοπλαστικά ευρήματα.
Στην αυτοβιογραφική διήγηση το πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας οφείλει να πνίξει τον ναρκισσισμό του, να γκρεμίσει την εικόνα που όλοι μας χτίζουμε για τα μάτια των άλλων. Για να τοποθετήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, χωρίς μεταμφίεση, στο επίκεντρο μιας αφήγησης, οφείλεις είτε να έχεις συμφιλιωθεί μαζί του είτε να μη σε φοβίζει η ανατροπή της προσδοκίας του αναγνώστη.
-Τι θα έλεγε ο πατέρας σας εάν ζούσε και διάβαζε τον «Ολομόναχο»;
Νομίζω πως δεν θα είχε γραφτεί ο Ολομόναχος αν ζούσε ακόμα ο πατέρας μου. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχα μάθει το μυστικό που κουβάλησε σε ολόκληρη τη ζωή του – την ιστορία που τον καθόρισε και με αποφασιστικό τρόπο επηρέασε και τον δικό μου χαρακτήρα. Το πολύ πολύ να ολοκληρώναμε εκείνη την κουβέντα που αφήσαμε μισή στο Ιπποκράτειο, λίγες μέρες πριν φύγει απ’ τη ζωή. Απ’ τη μια νιώθω λυτρωμένος που – έστω και εκ των υστέρων – μπόρεσα να τον καταλάβω, αλλά απ’ την άλλη θα προτιμούσα να είχαμε καταφέρει να προσεγγίσουμε ο ένας τον άλλον εν ζωή. Απ’ αυτό το βάρος, μεταξύ άλλων, προσπάθησα να απαλλαγώ γράφοντας αυτό το βιβλίο.
-Σεναριακά, ετοιμάζετε κάτι;
Αυτό τον καιρό δουλεύω με δύο σκηνοθέτες, τον Νίκο Γραμματικό και τον Τώνη Λυκουρέση, πάνω στο σενάριο της επόμενης ταινίας τους. Όλως περιέργως, και στις δύο περιπτώσεις η κεντρική σχέση είναι η σχέση πατέρα-γιου. Δυστυχώς, η οικονομική συγκυρία καθιστά τα κινηματογραφικά σχέδια πολύ μακρινά όνειρα, οπότε είναι πολύ νωρίς για να μιλήσει κανείς γι’ αυτά.
* Ο Ολομόναχος γράφτηκε μετά από πρόσκληση του γαλλικού εκδοτικού οίκου Editions du Sonneur για να ενταχθεί στη σειρά Ce que la vie signifie pour moi. Τη σειρά διευθύνει η Martine Laval και την εμπνεύστηκε από το αυτοβιογραφικό δοκίμιο του Τζακ Λόντον What life means to me. Εκδόθηκε στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο του 2018 σε μετάφραση του Gilles Decorvet, με τίτλο Tout seul - prophetie autobiographique.