«... Σε έναν ξένο θα έλεγα πρώτα από όλα να έρθει ανοικτός. Θα του έλεγα ότι η Αθήνα ήταν ένα πολεοδομικό πείραμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αιώνα και ότι εδώ μπορεί να δει συναρπαστικές ιστορικές διαστρωματώσεις. Θα του έλεγα επίσης ότι αντίθετα με το τουριστικό στερεότυπο, η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει σύμπαντα τον 20ό αιώνα με τρόπο σχεδόν απόλυτο. Είναι μια μεσογειακή μητρόπολη, μοναδική στο είδος της».
Ξεκίνησε να φωτογραφίζει την πόλη και να διαβάζει ό,τι είχε σχέση μ′ αυτήν, τη δεκαετία του ’70. Παρά το γεγονός, όπως λέει, ότι «ανέκαθεν η Αθήνα ήταν μια κακοποιημένη πόλη, αν διαβάσει κανείς τον αθηναϊκό Τύπο του 1880, του 1920, του 1950 και του 2000 θα δει ότι υπάρχει διαχρονικά δυσαρέσκεια για την εξάπλωση και τις αυθαιρεσίες της πόλης», κρατά «αποστάσεις από τις απόλυτες θέσεις», επιμένοντας μάλιστα ότι «η Αθήνα έχει τεράστιες δυνατότητες» και ελπίζοντας στη μελλοντική ανάδυση της.
Απαντά για την αντιπαροχή και τα σημεία - «μαύρες τρύπες» και παραδέχεται ότι, μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις που του κάνουν είναι γιατί στην Ελλάδα καταστρέψαμε το ιστορικό κέντρο.
Ο εξαιρετικός συνάδελφος, δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου «Περπατώντας στην Αθήνα» (εκδόσεις Μεταίχμιο) μιλά με τρυφερότητα, αλλά και νηφαλιότητα για την περιπέτεια και το μη προφανές της αγαπημένης Αθήνας στη HuffPost Greece.
-Θυμάσαι -γράφεις- μία κατεδάφιση στην οδό Πατησίων, στο ύψος της Αγίου Μελετίου, ένα από τα αγαπημένα σου σπίτια, παρότι ήσουν μόλις πέντε ετών. Πότε το ενδιαφέρον έγινε συνειδητό;
Ν.Β.: Στην εφηβεία άρχισα πλέον απολύτως συνειδητά να καλλιεργώ το ενδιαφέρον μου για την Αθήνα. Όλες οι εντυπώσεις και οι εικόνες από τα παιδικά βιώματα άρχισαν να μορφοποιούνται και να αποτελούν δεξαμενή.
Ήταν η εποχή, η δεκαετία του 1970, όταν πήγαινα σχολείο ακόμη, σε ηλικία περίπου 15-16 ετών, που άρχισα να διαβάζω οτιδήποτε είχε σχέση με την Αθήνα. Με βοηθούσε πολύ και η λογοτεχνία καθώς τότε διάβασα όλα τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα των συγγραφέων της γενιάς του ’30. Μετά τη Μεταπολίτευση, είχε ενταθεί η συζήτηση για την καταστροφή της νεοκλασικής Αθήνας και αυτή η συζήτηση με συγκινούσε με τον ρομαντισμό της εφηβείας.
-Πόσων ετών είναι το φωτογραφικό αρχείο σου; Ποια εικόνα είναι ο μικρός θησαυρός σου;
Ν.Β.: Το αρχείο μου ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970. Περιλαμβάνει φωτογραφίες αλλά και πολλά αποκόμματα. Τη συστηματική αποδελτίωση την άρχισα σε ηλικία 18 ετών και συχνά ανατρέχω στα μεγάλα τετράδια που έφτιαχνα τότε. Οι πρώτες φωτογραφίες έχουν απλώς αξία τεκμηρίου. Δεν είναι καλές φωτογραφίες. Αλλά χρήσιμες. Σήμερα έχω ένα αρχείο χιλιάδων φωτογραφιών που έχω τραβήξει ο ίδιος από διάφορους δρόμους της Αθήνας. Φωτογραφίζω βάσει σχεδίου μία φορά την εβδομάδα αλλά σχεδόν καθημερινά θα πέσω σε κάτι που θα μου τραβήξει την προσοχή.
Ο μικρός θησαυρός μου είναι μία φωτογραφία που με είχε τραβήξει η μητέρα μου μαζί με την αδελφή μου μπροστά στον Παρθενώνα το 1965. Έχει συμβολική και αισθητική αξία.
-Στην οικογένεια είχες κάποιον αρχιτέκτονα, πολιτικό μηχανικό, κάποιον ο οποίος με έναν τρόπο σου άνοιξε τον δρόμο; Ή μήπως, το ερέθισμα ήταν η γειτονιά που μεγάλωσες;
Ν.Β.: Στην οικογένεια δεν υπήρχε κανένας αρχιτέκτων ή μηχανικός. Ο πατέρας μου είχε μια αντιπροσωπεία κλωστοϋφαντουργικών μηχανημάτων. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν, αλλά μου είχε μεταδώσει την αγάπη στο διάβασμα και στην τέχνη. Μεγάλωσα στην Πατησίων στη δεκαετία του 1960, έπαιζα στη Φωκίωνος Νέγρη, έβλεπα την Αθήνα να αλλάζει, κυρίως, όταν «κατεβαίναμε» στο κέντρο. Εκεί, ένιωθα τον μεγάλο παλμό της πόλης.
-Η κομψή κάποτε κατοικία του cover, που στέκει στριμωγμένη πια ανάμεσα στις πολυκατοικίες, πού βρίσκεται; Και για ποιόν λόγο αυτό το οίκημα στο εξώφυλλο;
Ν.Β.: Τη φωτογραφία αυτή την επέλεξαν στις εκδόσεις «Μεταίχμιο» ως αντιπροσωπευτική και νομίζω είχαν δίκιο. Είναι μια χαρακτηριστική όψη της Αθήνας από την οδό Δεριγνύ. Αν ανοίξετε το βιβλίο ώστε να φαίνεται και το οπισθόφυλλο, θα δείτε και το ψηλό κτίριο του ΟΤΕ στην 3ης Σεπτεμβρίου, και όλο το παλίμψηστο της Αθήνας με τα παλιά τριώροφα της περιοχής και τις μεταπολεμικές πολυκατοικίες. Τη φωτογραφία την τράβηξα στη διάρκεια μιας ξενάγησής μου σε ένα διατηρητέο της Δεριγνύ που βρισκόταν σε στάδιο αποκατάστασης. Ηταν μια παλιά τριπλοκατοικία, χτισμένη στη δεκαετία του 1920. Οταν ανέβηκα στην ταράτσα είδα αυτήν την θέα με τα απέναντι παλιά σπίτια, τις κεραμιδένιες στέγες και τις μεσοτοιχίες των πολυκατοικιών. Είδα, δηλαδή, την Αθήνα σε περίληψη.
-Πότε άρχισες να γράφεις για την Αθήνα κάθε Κυριακή στην «Καθημερινή» -ποιο ήταν το πρώτο πρώτο κείμενο από τα συνολικά σαράντα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο σου; Και ποιος ο στόχος;
Ν.Β.: Αυτή η στήλη γεννήθηκε το 2013 και βαφτίστηκε «Πτυχές» γιατί εστιάζει στο μη προφανές. Χρειάστηκαν μερικές εβδομάδες να βρει τον βηματισμό της. Εκεί γράφω τις περιπλανήσεις μου στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας. Ως τώρα, αυτή η σειρά περιλαμβάνει πάνω από 250 περιηγήσεις με αντίστοιχη φωτογράφηση. Οπότε η επιλογή ήταν δύσκολη. Ελπίζω να υπάρχει και δεύτερος τόμος. Ο στόχος είναι να επιτύχω μία σχετική χαρτογράφηση της αθέατης πόλης και να την αφήσω παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, για να δούν, όσοι θα ενδιαφέρονται, τι έβλεπε και τι ένιωθε ένας μάλλον ρομαντικός περιηγητής στους δρόμους της Αθήνας στη δική μας εποχή.
-Οι πιο συχνές ερωτήσεις που σου κάνουν οι ίδιοι οι Αθηναίοι στους περιπάτους που έχουν διοργανωθεί;
Ν.Β.: Στους περιπάτους στην Αθήνα, πάντα διαπιστώνω πόσα μεγάλα περιθώρια υπάρχουν για να καλλιεργηθεί η αγάπη γι′ αυτήν την πόλη. Υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτών που διψούν για πληροφορία ή για τη χαρά να μοιραστούν ήδη βιωμένες εμπειρίες. Οι περίπατοι άρχισαν πριν λίγα χρόνια με τη διαδικτυακή ομάδα που είχα δημιουργήσει το «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα». Πρόσφατα συνεργάστηκα για ξεναγήσεις στο κοινό με το Ινστιτούτο Γκαίτε για την προβολή της πλατφόρμας «Γερμανικά Ίχνη στην Αθήνα» και με τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» και τα καταστήματα Public.
Το κοινό συχνά εντυπωσιάζεται με τον πλούτο της νεότερης Αθήνας, γιατί πλέον επεκτείνομαι και στην προβολή της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής και της μεταπολεμικής πολυκατοικίας, πολλά δείγματα της οποίας είναι ιδιαίτερα αξιόλογα. Αλλά η πιο συνηθισμένη ερώτηση είναι γιατί στην Ελλάδα αφήσαμε να καταστρέψουμε το ιστορικό κέντρο...
-Η αγαπημένη σου γειτονιά, η αγαπημένη σου γωνιά στην Αθήνα; Εκεί όπου αισθάνεσαι σπίτι σου;
Ν.Β.: Η προσωπική μου πατρίδα μέσα στην Αθήνα είναι ο άξονας της Πατησίων, γιατί, εκεί, όπως προανέφερα, μεγάλωσα. Εκεί, λοιπόν βρίσκονται οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, αλλά και στη Γλυφάδα όπου περνούσαμε τα καλοκαίρια. Από την περιοχή της Πατησίων φύγαμε οικογενειακώς το 1979 ακολουθώντας το ρεύμα εξόδου πολλών παλαιών κατοίκων λόγω της πτωτικής τάσης που είχε η ποιότητα ζωής. Τα τελευταία χρόνια επιστρέφω συχνά στην Πατησίων αλλά και στην 3ης Σεπτεμβρίου και στην Αχαρνών. Το τεράστιο κομμάτι της Αθήνας από το ύψος του Μουσείου ως το Τέρμα Πατησίων με όλες τις παρόδους πάνω και κάτω από την Πατησίων είναι ανεκτίμητος θησαυρός και μάρτυρας της αστικής ανάπτυξης από το 1910 ως το 1970 περίπου.
-Κάθε πόσες δεκαετίες αλλάζει μία πόλη το πρόσωπο της; Χάνει τα κτίρια - τοπόσημα της, ανεγείρει νέα, μεταποιεί τις αναμνήσεις της; Η Αθήνα αποτελεί -λόγω της ιστορίας της- ιδιότυπη περίπτωση;
Ν.Β.: Οι πόλεις αλλάζουν. Είναι η φύση τους και αυτό είναι κάτι επιθυμητό. Υπάρχουν, σαφώς, χρονικοί κύκλοι που ακολουθούν τις συγκυρίες. Η Αθήνα άλλαζε από τότε που έγινε πρωτεύουσα μέρα με τη μέρα και αυτό δεν σταμάτησε ποτέ. Υπήρξαν κορυφώσεις: η αστική ακμή επί Τρικούπη, η έλευση των προσφύγων από την Καταστροφή στη Μικρά Ασία, ο Εμφύλιος, η ανοικοδόμηση (1955-1975), το πρώτο κύμα μεταναστών από τα Βαλκάνια και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, οι προσφυγικές ροές των τελευταίων ετών. Ολα αυτά επηρεάζουν την εξέλιξη, τη λειτουργία και τη μορφή της πόλης. Η Αθήνα είναι ιδιότυπη περίπτωση αλλά και κάθε πόλη έχει τις ιδιαιτερότητές της. Στο μέλλον, εφόσον το ευνοήσουν οι συνθήκες, θα δούμε την ανάδυση της Αθήνας του 21ου αιώνα.
-Για ποιόν λόγο ο τρόπος μας απέναντι στην Αθήνα από την μεταπολεμική περίοδο και μετά (ή, μήπως και νωρίτερα;), ήταν τόσο «βάρβαρος», χωρίς πρόνοια, σχέδιο, εναλλακτικές;
Ν.Β.: Κάθε γενιά έχει τους μύθους της. Ανέκαθεν η Αθήνα ήταν μια κακοποιημένη πόλη. Αν διαβάσει κανείς τον αθηναϊκό Τύπο του 1880, του 1920, του 1950 και του 2000 θα δει ότι υπάρχει διαχρονικά δυσαρέσκεια για την εξάπλωση και τις αυθαιρεσίες της πόλης. Η Αθήνα χτιζόταν και ξαναχτιζόταν από πάντα. Αλλά, σαφώς, υπάρχει μια κακή δημόσια συμπεριφορά. Ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα ήταν πάντα ένα πρόβλημα. Δεν βλέπω να αλλάζει κάτι δραστικά αν δεν υπάρξει σεβασμός σε κανόνες.
-Με αφορμή το κεφάλαιο «Η αθηναϊκή πολυκατοικία και ο διαβάτης του αύριο», θα ήθελα να σε ρωτήσω πόσο μεγάλη ευθύνη φέρει η περίφημη αντιπαροχή για το αστικό τοπίο της Αθήνας.
Ν.Β.: Το σύγχρονο αστικό τοπίο της Αθήνας άρχισε να διαμορφώνεται από τη δεκαετία του 1920 και ως την Κατοχή οι κατεδαφίσεις σπιτιών του 19ου αιώνα, ιδίως στο κέντρο, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Μετά το 1950, οι ρυθμοί ανοικοδόμησης εντάθηκαν γιατί άλλαξαν δραματικά οι συνθήκες. Επιταχύνθηκε η ανανέωση της πόλης. Αυτό ήταν το αίτημα τότε μαζί με την ανάγκη στέγασης.
Κρατώ αποστάσεις από τις απόλυτες θέσεις. Η ανοικοδόμηση είχε θετικά, είχε και αρνητικά. Θα έπρεπε να είχε υπάρξει πρόνοια για το ιστορικό κέντρο και για ορισμένες περιοχές κατοικιών όπως η Νεάπολη, η Πατησίων, το Θησείο, το Κουκάκι, κ.ά., αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πριν από 50 και 60 χρόνια υπήρχε διαφορετική ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Ας μην ξεχνάμε ότι η παλιά, αστική Αθήνα κατεδαφίστηκε με ανοχή του κράτους και με κίνητρα που έθεσε εκείνο, από ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού που αντάλλαξε την πατρογονική εστία για 2-3 διαμερίσματα. Την περίοδο μετά το 1950, πολλά ιδρύματα και φορείς κατεδάφισαν τις ιστορικές εστίες τους.
-Οι «μαύρες τρύπες» της Αθήνας, όπως το Πεδίον του Άρεως, όπου καταλήγει (ή, αρχίζει η Λεωφόρος Αλεξάνδρας, στην οποία αφιερώνεις ένα κεφάλαιο) -από τις ελάχιστες εστίες πρασίνου της πόλης- είναι μη αναστρέψιμες, σα να λέμε, χαμένες υποθέσεις;
Ν.Β.: Θεωρώ ότι όλα βελτιώνονται. Το Πεδίον του Άρεως παρουσιάζει βελτιωμένη όψη αλλά δεν μπορώ να πω το ίδιο για την γύρω περιοχή. Το πρόβλημα μετατέθηκε. Η Αθήνα έχει τεράστιες δυνατότητες και αυτό το γνωρίζουν όσοι καταλαβαίνουν την πόλη. Αυτό ακριβώς είναι που με πεισμώνει. Πιστεύω ακράδαντα ότι η Αθήνα έχει μοναδικότητα και ότι με σωστές πολιτικές μπορεί να βελτιωθεί θεαματικά. Τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί καθίζηση αλλά είναι τέτοια η πίεση από κάτω προς τα πάνω που θεωρώ ότι θα υπάρξουν μεταβολές. Οι μαύρες τρύπες της Αθήνας είναι πολιτικό πρόβλημα.
-Η αγαπημένη σου ευρωπαϊκή πόλη;
Ν.Β.: Το Λονδίνο. Είναι μια πόλη που γνωρίζω και αγαπώ. Συνδυάζει πολλά και πρωτίστως είναι μια πόλη ελευθερίας. Αγαπώ επίσης πολύ τη Βουδαπέστη, για την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά της, και την Κωνσταντινούπολη, που είναι μοναδική.
-Εάν σου ζητούσε ένας ξένος να του πεις δυό λόγια για την Αθήνα, ποια θα ήταν αυτά;
Ν.Β.: Θα του έλεγα πρώτα από όλα να έρθει ανοικτός. Θα του έλεγα ότι η Αθήνα ήταν ένα πολεοδομικό πείραμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αιώνα και ότι εδώ μπορεί να δει συναρπαστικές ιστορικές διαστρωματώσεις. Θα του έλεγα επίσης ότι αντίθετα με το τουριστικό στερεότυπο, η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει σύμπαντα τον 20ό αιώνα με τρόπο σχεδόν απόλυτο. Είναι μια μεσογειακή μητρόπολη, μοναδική στο είδος της.
* Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε το 1960. Από το 1988 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Η Καθημερινή, στο πολιτιστικό ρεπορτάζ.
Έχει ειδικευθεί σε θέματα αθηναϊκά και αστικού πολιτισμού. Το 2001
κυκλοφόρησε το βιβλίο του Το πρόσωπο της Αθήνας. Το 2011 ίδρυσε τη διαδικτυακή ομάδα πολιτών «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» που αριθμεί πάνω από 23.000 μέλη. Το 2014 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση φωτογραφιών με θέμα «Η Αθήνα ενός αθηναιογράφου» (αίθουσα τέχνης «ena») και παρουσίασε ως προσωπικό πρότζεκτ την έκθεση «Η Αθήνα της δεκαετίας του 1960» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.