H γραφή και η ανάγνωση της κινεζικής γλώσσας είναι στις μέρες μας εφικτή αν και παραμένει δύσκολη. Μάλιστα, μόλις πριν από έναν αιώνα δεν ήταν δυνατή για τουλάχιστον τους μισούς εν ζωή Κινέζους ομιλητές. Κατά κανόνα, οι γυναίκες κάποτε δεν διδάσκονταν τους χιλιάδες λογογραφικούς χαρακτήρες που χρειάζονται για να διαβάζουν και να γράφουν τη γλώσσα τους.
Ωστόσο σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της Κίνας, στην κομητεία Γιανγκ Γιονγκ στην επαρχία Χουνάν, ορισμένες γυναίκες έμαθαν άπταιστα τους 600 έως 700 χαρακτήρες μιας φωνητικής γραφής που φτιάχτηκε για να αντικατοπτρίζει την τοπική διάλεκτο και πλέον είναι γνωστή ως Νούσου - Nüshu (女 书)-, ή αλλιώς «γυναικεία γραφή». Σε αντίθεση με την στάνταρ γραπτή κινεζική γλώσσα η οποία είναι λογογραφική (κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει μια λέξη ή μέρος μιας λέξης), η Νούσου είναι φωνητική γραφή, με καθένα από τους περίπου 600–700 χαρακτήρες της να αντιπροσωπεύει μια συλλαβή.
Στo απόγειο της, οι χρήστριες της Nüshu χρησιμοποιούσαν μια ποικιλία ονομασιών για τη γλώσσα, «συμπεριλαμβανομένου του κουνουπιού», επειδή οι χαρακτήρες της είναι κάπως λοξοί και με μακριά «πόδια»», γράφει η Ιλάρια Μαρία Σάλα σε ένα άρθρο του Quartz για την ιστορία αυτής της γραφής.
Οι περισσότερες μαθητευόμενες ζούσαν «στο χωριό Shangjiangxu, όπου τα νεαρά κορίτσια αντάλλαζαν μικρά δώρα, όπως βεντάλιες διακοσμημένες με καλλιγραφικούς χαρακτήρες ή μαντήλια κεντημένα με μερικές ευοίωνες λέξεις».
Άλλες, πιο επίσημες περιπτώσεις για τη χρήση της Nüshu, συμπεριλάμβαναν όταν τα κορίτσια αποφάσιζαν να συνάψουν ένα πλήρες σύμφωνο εγγύτητας μεταξύ τους ότι ήταν δηλαδή οι ”καλύτερες φίλες” ( jiebai zimei) ή ”ορκισμένες αδερφές” - μια σχέση η οποία αναγνωριζόταν ως πολύτιμη και μάλιστα ως απαραίτητη για εκείνες στο τοπικό κοινωνικό σύστημα. Αυτό το ξεχασμένο κεφάλαιο της κινεζικής ιστορίας έχει αποδειχθεί ακαταμάχητα ελκυστικό σε αναγνώστες από διάφορους πολιτισμούς τις τελευταίες δεκαετίες.
«Οι περισσότερες ερμηνείες και οι τίτλοι αφορούσαν μια ”μυστική γλώσσα” που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες, κατά προτίμηση για να μεταφέρουν τον πόνο τους», γράφει η Σάλα, η οποία θεωρεί ότι οι άνθρωποι ερμηνεύουν την ιστορία της Nüshu «κατά το δοκούν, ανεξάρτητα από τι σήμαινε».
Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία αναμφίβολα έπαιξε το ρόλο της στο να διαδοθεί το ενδιαφέρον για την αναβίωση αυτής της σχεδόν εξαφανισμένης γραφής, που περιγράφεται από τον Αντριου Λόφτχαους του BBC ως προερχόμενη από «το μικροσκοπικό χωριό Puwei, το οποίο περιβάλλεται από τον ποταμό Xiao και είναι προσβάσιμο μόνο μέσω μιας μικρής κρεμαστής γέφυρα. «Αφού ανακαλύφθηκαν τρεις συγγραφείς Nüshu εκεί τη δεκαετία του ογδόντα, έγινε το επίκεντρο της έρευνας της γραφής Nüshu». Το 2006, η γραφή καταχωρήθηκε ως Εθνική Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά από το Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας και ένα χρόνο αργότερα, ένα μουσείο χτίστηκε στο νησί Puwei.
Εκεί παρέχεται εκπαίδευση στις ελάχιστες επιλεγμένες «διερμηνείς ή κληρονόμους» της γλώσσας, που μαθαίνουν να διαβάζουν, να γράφουν, να τραγουδούν και να κεντούν στη Nüshu. Κατά ειρωνικό τρόπο, προσθέτει ο Λόφτχαους, «πολλά από αυτά που γνωρίζουμε για τη Nüshu οφείλονται στη δουλειά του άνδρα ερευνητή Zhou Shuoyi» ο οποίος έτυχε να μάθει για τη γραφή στη δεκαετία του 1950. Αργότερα εκδιώχθηκε κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο Τσε Τουνγκ - και τιμωρήθηκε σε ποινή 21 ετών σε στρατόπεδο εργασίας - επειδή τόλμησε να ερευνήσει ένα τέτοιο τεχνούργημα του φεουδαρχικού παρελθόντος. Ενα άλλοτε χρήσιμο εργαλείο για την έκφραση συναισθημάτων και την κοινωνικοποίηση, η Nüshu θεωρήθηκε πολιτικά επικίνδυνη. Τι θα απογίνει πλέον, μισό αιώνα αργότερα και με την αναγέννησή της να ξεκινά μόλις, θα εξαρτηθεί από τις νέες μαθήτριες του.
Πηγή: openculture.com