Ο Ελληνοαμερικανός επιστήμονας Νίκολας Νεγκροπόντε έγινε γνωστός μεταξύ άλλων για την προφητεία με το όνομα Negroponte Switch. Η τηλεόραση και άλλες συσκευές που ξεκίνησαν ως ασύρματες θα γίνονταν ενσύρματες, ενώ το αντίστροφο θα συνέβαινε με την τηλεφωνία. Με την καλωδιακή και τα κινητά, σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη.
Ο Νεγκροπόντε ήταν επίσης από τους πρωτοπόρους της τάσης που σήμερα ονομάζουμε ψηφιακούς νομάδες. Από το 1995 καμάρωνε για τη δυνατότητά του να δουλεύει από το εξοχικό του στην Πάτμο. Με τον καιρό -και με τους ουκ ολίγους που μιμήθηκαν το παράδειγμά του- μπορούμε με μια δόση υπερβολής να μιλάμε ήδη για ένα δεύτερο Negroponte Switch. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια είμαστε μάρτυρες της παραδοσιακής οικονομικής μετανάστευσης (με μια δόση προσφυγιάς), των φτωχότερων που μετακινούνται στις εύπορες Ευρώπη και Αμερική, αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα και την βαθύτερη επιθυμία των ανθρώπων αυτών για στοιχειώδη σταθερότητα σε μια προβλέψιμη κοινωνία – την ώρα που αρκετοί άλλοι, από τον ευρωπαϊκό νότο και όχι μόνο, ζητούν κινητικότητα και επαγγελματικές προκλήσεις, χωρίς να είναι απελπισμένοι.
Τόσο στις αρχές του καλοκαιριού όσο και τώρα, ο σχετικά χαμηλός αριθμός κρουσμάτων και θυμάτων κορονοϊού ώθησε αρκετούς στην Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού- να απευθύνουν προσκλήσεις εγκατάστασης στη χώρα. Οι τιμητικές υπηκοότητες σε διασημότητες όπως ο Χανκς και η Χίσλοπ, πέρα από απόπειρα συντήρησης ενός τουριστικού ενδιαφέροντος που φέτος επλήγη στα σοβαρά (εν μέρει, δυστυχώς, από άλλους προβληματικούς χειρισμούς), είναι γεγονός ότι ξεφεύγουν από την παραδοσιακή προσέγγιση ζόρμπα & μουζάκα.
Το μήνυμα που θέλει να περάσει η κυβέρνησή μας είναι ότι, με τη σταδιακή αποδέσμευση από τη γραφειοκρατία της «αυτοπρόσωπης παρουσίας», σοβαροί επαγγελματίες μπορούν να ζουν στην Ελλάδα και πέρα από τα χρονικά όρια των θερινών διακοπών.
Έχει ενδιαφέρον αυτό το άνοιγμα και είναι διδακτικό πρωτίστως για τους πολίτες της χώρας μας. Μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι μια χώρα με αρκετά καλό βιοτικό επίπεδο και σημαντικά άλλα πλεονεκτήματα τοποθεσίας και φυσικής ομορφιάς μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα για ένα συγκεκριμένο -όσο και ρευστό- κοινό επαγγελματιών. Αυτή η δυνητική ελκυστικότητα δεν αναιρεί την πραγματικότητα των προβληματικών συνθηκών, προοπτικών ή/και υπηρεσιών, για την οποία συχνά (και δίκαια) γκρινιάζουμε. Θυμίζει όμως ότι το «σοσιαλδημοκρατικού τύπου» κοινωνικό κράτος με τις πολύ αξιόπιστες παροχές δεν είναι απαραίτητα το όνειρο του τριαντάρη ή του σαραντάρη, ειδικά αν δεν έχει οικογενειακές δεσμεύσεις ή άλλους συμβατικούς περιορισμούς.
Ταυτόχρονα όμως έχω την αίσθηση ότι η προοπτική αυτής της μετεξέλιξης της Ελλάδας είναι υπερεκτιμημένη. Οι φιλόδοξες προσπάθειες ψηφιακού μετασχηματισμού δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τη διαδρομή τους, ενώ συχνά αναφέρεται το εμπόδιο της μέτριας ποιότητας δικτύων σε συνδυασμό με μάλλον αποτρεπτικές (σε σύγκριση με τη λοιπή Ευρώπη) τιμές. Στο διαφαινόμενο αυτό echo chamber των «γκουρού ηλεκτρονικής διακυβέρνησης» πρέπει να προσθέσουμε και την ευρύτερη τάση, να κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια.
“Μέρος του προβλήματος είναι και τα λογικά άλματα με τα οποία επιχειρείται η άμεση υπέρβαση βασικών ελλείψεων μέσα από φουτουριστικές παρεμβάσεις.”
Ζω πέντε χρόνια τώρα στο εξωτερικό και μπορώ να πω με αρκετή σιγουριά -κι όχι μόνο την τελευταία χρονιά- ότι θα διάλεγα την Ελλάδα αν ήμουν «ψηφιακός νομάς» ή (ότ)αν φτάσει η ώρα της συνταξιοδότησης. Αυτό όμως το λέω λιγάκι εκ του ασφαλούς: είμαι Έλληνας πολίτης και φορολογούμενος, με οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον στην πατρίδα καθώς και με μια υποτυπώδη ακίνητη περιουσία. Το αν θα επιλέξει τη χώρα κι ένας εντελώς ξένος που δεν έχει στο ξεκίνημα αυτά τα δεδομένα, είναι ένα εντελώς διαφορετικό ερώτημα. Η οπτική ή/και επιθυμία του καθενός μας δεν προβάλλεται αυτόματα στόν άλλον.
Αυτή η πλάνη μάς ταλανίζει συχνά και σε τοπικό επίπεδο. Συχνά εντυπωσιάζονται οι ξένοι φίλοι μου όταν τους λέω ότι έζησα μια δεκαετία στην Κόρινθο (που την περιγράφω ως μακρινό προάστιο της Αθήνας), και μάλιστα μόλις 700 μέτρα από την παραλία. Το γιατί όμως ένας τέτοιος τόπος -που ταυτόχρονα φιλοξενεί μια από τις εντυπωσιακότερες αρχαιοελληνικές ακροπόλεις και αποτυπώθηκε στο πέρασμα και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου- δεν έχει μπει με μεγάλα γράμματα στον τουριστικό χάρτη, δεν έχει να κάνει μόνο με τον ανταγωνισμό με το Λουτράκι (που κι αυτό θα ήταν πολύ δυνατότερο «χαρτί» από κοινού με την πρωτεύουσα του νομού). Μέρος του προβλήματος είναι και τα λογικά άλματα με τα οποία επιχειρείται η άμεση υπέρβαση βασικών ελλείψεων μέσα από φουτουριστικές παρεμβάσεις.
Στο παράδειγμα της Κορίνθου, ο επισκέπτης με τα ωριαία δρομολόγια του προαστιακού δεν έχει αξιοπρεπή τρόπο (πλην ταξί) να πάει με μια συγκοινωνία από τον σταθμό μέχρι τους 3-4 βασικούς προορισμούς που θα έπρεπε να εξυπηρετούνται: την Αρχαία Κόρινθο, το κέντρο και την παραλία, τον Ισθμό και το Λουτράκι. Παρόλο που και τα τέσσερα αυτά κενά λύνονταν με μια σχετικά απλή διαχειριστική παρέμβαση και χωρίς νέες υποδομές (δηλαδή με λεωφορειακές γραμμές), η λεγόμενη «τοπική κοινωνία» έχει κατορθώσει να επιβάλει στην ατζέντα δαπανηρότερες λύσεις, κάποιες από τις οποίες δυστυχώς δρομολογούνται ήδη. Για το Λουτράκι μετά από πολλές πιέσεις ξεκίνησε να κατασκευάζεται αναβάθμιση της παλιάς μετρικής σιδηροδρομικής γραμμής, σε μια τυφλή διακλάδωση που είναι αμφίβολο αν θα είναι λειτουργικά βιώσιμη για μια πόλη λίγων χιλιάδων κατοίκων με εποχική κυρίως ζήτηση (αντιληπτή για όποιον έχει περάσει χειμωνιάτικη νύχτα έξω από το καζίνο). Επιπλέον, για τη σύνδεση του προαστιακού με το κέντρο της Κορίνθου και των κοντινών οικισμών έχουν επανέλθει μεταξύ σοβαρού και αστείου προτάσεις για επαναλειτουργία της τρικούπειας μετρικής σιδηροδρομικής γραμμής, λες και έχει ήδη κορεστεί η καινούργια.
“Για να φτάσει σε αυτό το σημείο προβολής η Κόρινθος ή οποιοσδήποτε τόπος φιλοδοξεί να ξεχωρίσει χρειάζεται χρόνος, δουλειά και τύχη. Σίγουρα, όχι πυροτεχνήματα.”
Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε με την ιδέα που ακούστηκε πρόσφατα στο δημοτικό συμβούλιο Κορίνθου για τελεφερίκ ανάμεσα στο αρχαίο κορινθιακό λιμάνι του Λεχαίου και τον ιστορικό βράχο. Πέρα από το αστείο του πράγματος (όταν ακόμη και για σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών στον αυτοκινητόδρομο απαιτήθηκε να μη φαίνονται από τον Ακροκόρινθο, πώς φαντάζεται κανείς ότι θα μπει σχοινοσιδηρόδρομος που θα βγάζει μάτι;) πρέπει να σκεφτόμαστε και τον χρόνο ωρίμανσης κάποιων ιδεών. Ο Νεγκροπόντε ξεκίνησε να πηγαίνει στο Νησί της Αποκάλυψης γύρω στο 1970, δηλαδή 25 ολόκληρα χρόνια πριν τον «Ψηφιακό Κόσμο» του και ακόμη περισσότερα πριν την εγκατάσταση προχωρημένων ασύρματων συνδέσεων σε όλο το νησί. Για να φτάσει σε αυτό το σημείο προβολής η Κόρινθος ή οποιοσδήποτε τόπος φιλοδοξεί να ξεχωρίσει (σε μια χώρα μάλιστα με δεκαπέντε χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής και τεράστια συγκέντρωση ομορφιάς και ιστορικού ενδιαφέροντος, προσφορά που καμιά φορά υπερβαίνει την αντίστοιχη ζήτηση) χρειάζεται χρόνος, δουλειά και τύχη. Σίγουρα, όχι πυροτεχνήματα.