Ο νέος κορωνοϊός, ο οποίος ονομάζεται πλέον SARS-CoV-2, ανάγκασε πλήθος κρατών της υφηλίου να λάβουν αποτρεπτικά μέτρα για την εξάπλωσή του. Τα μέτρα αυτά ξεκίνησαν με απλές συστάσεις στους πολίτες και κατέληξαν, στις περισσότερες χώρες, σε υποχρεωτικότητα συμμόρφωσης, συνοδευόμενη με τις ανάλογες κυρώσεις. Η χώρα μας, αντιμέτωπη με τον φόβο και την αβεβαιότητα που προκαλεί η εξάπλωση του ιού, τόσο ως προς το πλήθος των κρουσμάτων αυτού όσο και ως προς την έλλειψη επαρκούς επιστημονικής γνώσης για την καταπολέμησή του, ανακοίνωσε προ ολίγων ημερών απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών, μερική και όχι καθολική, σε μία προσπάθεια περιορισμού της μολυσματικής ασθένειας.
Πέραν, όμως, από τη λογική αναγκαιότητα λήψης αυτών των μέτρων, ποιο είναι το νομικό πλαίσιο που παρέχει έρεισμα σε τέτοιους περιορισμούς; Η επιβολή μια σειράς μέτρων περιορισμού ελευθεριών και δικαιωμάτων, κατά τη στάθμισή τους με τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, αποτελεί επιλογή αναλογική;
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος:
«[…]3. H προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Kανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος.
4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ’ αυτήν. Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει.».
Από τα ανωτέρω εδάφια προκύπτει σαφέστατα η επιθυμία του συνταγματικού νομοθέτη για πλήρη προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προσωπικής ελευθερίας. Ο ίδιος ο νομοθέτης, όμως, με ερμηνευτική δήλωση επί της παρ. 4 του άρθρου 5, ορίζει ρητώς πως:
«Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η απαγόρευση της εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει.».
Η λήψη του μέτρου της απαγόρευσης κυκλοφορίας λ.χ. για λόγους δημόσιας υγείας και συγκεκριμένα για την πρόληψη ή περιστολή επιδημιών - νόσων καθίσταται επιτρεπτή και τούτο γιατί κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 5, βλέποντας αυτές εντός του πλαισίου της όλης δομής του Συντάγματος και ιδίως των διατάξεων αυτού που αναφέρονται στην θέσπιση κανόνων δικαίου και στην προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, αποτελεί μεν βασική και θεμελιώδη συνταγματική αρχή ή προσωπική ελευθερία, επιτρέπεται όμως η δια νόμου, κατά τρόπον γενικό και αντικειμενικό, θέσπιση περιορισμών σε αυτήν, ειδικά δε περί περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση έξοδο και είσοδο σε αυτήν των Ελλήνων πολιτών, απαγορεύεται όμως ο νόμος να θεσπίζει τους περιορισμούς αυτούς υπό την μορφή των «ατομικών διοικητικών μέτρων» (βλ. Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975 - Corpus, τ. Ι, άρθρο 1 – 50, παρ. 100, σελ. 156).
Περαιτέρω, η παρ. 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος δημιουργεί υποχρέωση στο Κράτος να μεριμνά για την προστασία της δημόσιας υγείας, ενώ, κατά την παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος:
«1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. […] Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.».
Η περιστολή ορισμένων ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία προσπάθεια διαχείρισης κρίσεων και κινδύνων που μπορούν να αποβούν μοιραίοι για τη δημόσια υγεία. Προφανώς και οι συγκεκριμένες κρατικές παρεμβάσεις είναι, πρόσφορες για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτές, αναγκαίες για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και
φυσικά, τελούν σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται.
Οι ίδιοι οι επιστήμονες υγείας, οι μόνοι δηλαδή ουσιαστικά αρμόδιοι να κρίνουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και την αναγκαιότητα λήψης επαχθών μέτρων, καθώς πρόκειται για ένα ιατρικό ζήτημα για το οποίο απαιτούνται ορισμένες επιστημονικές γνώσεις, επικροτούν τα εν λόγω μέτρα, ενώ επιβεβαιώνουν συνεχώς την προσφορότητα και αναγκαιότητα λήψης τους.
Οι δε έκτακτοι περιορισμοί των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προκύπτουν από Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, ουσιαστικούς δηλαδή νόμους, όπως απαιτείται από το άρθρο 25 Σ σε συνδυασμό με το άρθρο 44 παρ. 1 Σ.
Πέραν, όμως, από τους μηχανισμούς που το ίδιο το Σύνταγμά μας προβλέπει σε περιόδους ειδικών και έκτακτων συνθηκών, το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο περιλαμβάνει εξίσου σημαντικές διατάξεις και αρχές σε μία προσπάθεια αποτροπής του χειρότερου πιθανού σεναρίου1.
Χαρακτηριστικό και πλήρως εφαρμόσιμο εν προκειμένω παράδειγμα αποτελεί η Αρχή της Προφύλαξης, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος της αρχής της προφύλαξης είναι να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος μέσω προληπτικής λήψης αποφάσεων σε περιπτώσεις κινδύνου. Ωστόσο, στην πράξη το πεδίο εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης είναι ευρύτερο και εκτείνεται, μεταξύ άλλων, και στον τομέα της υγείας των ανθρώπων, σύμφωνα με σχετικό Δελτίο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 20022.
Η αρχή της προφύλαξης αποτελεί μέρος μιας διαρθρωμένης προσέγγισης της ανάλυσης του κινδύνου και είναι ιδιαίτερα σχετική με την διαχείριση του κινδύνου.
Η προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης δεν δικαιολογείται παρά μόνο εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις:
ο εντοπισμός δυνητικά αρνητικών αποτελεσμάτων
η αξιολόγηση των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων
η έκταση της επιστημονικής αβεβαιότητας.
Τρεις, μάλιστα, ειδικές αρχές πρέπει να διέπουν την προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης:
η όσο το δυνατόν πληρέστερη επιστημονική αξιολόγηση και ο προσδιορισμός, στο μέτρο του δυνατού, του βαθμού επιστημονικής αβεβαιότητας
η αξιολόγηση του κινδύνου και των δυνητικών συνεπειών της απουσίας δράσης
η συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών στη μελέτη των μέτρων προφύλαξης, από τη στιγμή που τα αποτελέσματα της επιστημονικής αξιολόγησης και/ή της αξιολόγησης του κινδύνου είναι διαθέσιμα.3
Καθίσταται δε ιδιαίτερα σημαντικό, τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό να είναι ανάλογα με το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας, να μην επιφέρει διακρίσεις η εφαρμογή τους, να εξετάζονται τα πλεονεκτήματα και οι επιβαρύνσεις που απορρέουν από τις ενέργειες που έχουν αναληφθεί ή την απουσία ενεργειών και, βεβαίως, να μπορούν να αναθεωρούνται υπό το φως της επιστημονικής εξέλιξης.
Εν προκειμένω, τα μετρήσιμα πλέον αποτελέσματα της ασθένειας του νέου κορωνοϊού, ο κίνδυνος ο οποίος προκύπτει από την εξάπλωσή του, ο οποίος συνδέεται επιστημονικώς με την μαζική απώλεια ανθρώπινων ζωών, αλλά και η προσωρινή αδυναμία της επιστημονικής κοινότητας να περιορίσει τις αρνητικές του συνέπειες καθιστούν αναγκαία την επίκληση της αρχής της προφύλαξης από μέρους των κρατών, με σκοπό την ταχεία αντίδραση ενόψει ενδεχομένου κινδύνου για τη δημόσια υγεία.
1 Cass R.Sunstein, Laws of Fear, Cambridge University Press, 2005, σ.109 επ.)
3 Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αρχή της προφύλαξης /* COM/2000/0001 τελικό (https://eur-lex.europa.eu).