Προσφάτως, το ζήτημα της αστυνομικής βίας επανήλθε στη δημόσια συζήτηση με ποικίλα επιχειρήματα για το πλαίσιο της νομιμότητας της και τα επιτρεπόμενα όρια άσκησης της. Η συζήτηση, ωστόσο, διέπεται από μία έντονη πολιτική - κομματική διάσταση, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύονται οι καταλυτικές συνέπειες της στις σχέσεις αστυνομίας-κοινωνίας.
Είναι λάθος, καταρχάς, να υποστηρίζεται ότι η αστυνομική βία είναι ”προνόμιο” της κρατικής εξουσίας. Η θεωρία του Γερμανού κοινωνιολόγου, Μαξ Βέμπερ, ο οποίος υποστήριξε ότι η εκάστοτε κυρίαρχη πολιτική τάξη κατέχει και ασκεί το μονοπώλιο της κρατικής βίας, δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί, σε καμία απολύτως περίπτωση, τη νομιμοποιητική βάση για την άσκηση οποιασδήποτε κρατικής βίας. Και ο λόγος είναι απλός: η άσκηση κρατικής βίας δεν συνάδει με τις αρχές και τις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατ΄ ουσίαν, η άσκηση κρατικής βίας αποτελεί ένα καταχρηστικό ”δικαίωμα” της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας που καταλύει κάθε έννοια δημοκρατίας και προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια.
Η αστυνομική βία αποτελούσε ανέκαθεν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της κρατικής καταστολής σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου. Και, δυστυχώς, η κρατική βία εκδηλώνεται πάντοτε μέσω της αστυνομίας, ως ο κατεξοχήν κατασταλτικός κρατικός μηχανισμός. Και εδώ ανακύπτει το μείζονος πολιτικής και κοινωνικής σημασίας ερώτημα, σχετικά με το ρόλο της αστυνομίας, ως τον θεσμό της δημοκρατίας που εγγυάται την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται από την πολιτική εξουσία και ως κατασταλτικός μηχανισμός για την εφαρμογή του νόμου και την επιβολή της νομιμότητας.
Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αστυνομικής υπηρεσίας και κάθε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, έγκειται στο γεγονός ότι η αστυνομία είναι η μοναδική κρατική υπηρεσία στην οποία απευθύνεται ο πολίτης για την προστασία της ζωής του, της περιουσίας του, των ατομικών δικαιωμάτων του και ελευθεριών του, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, το κράτος χρησιμοποιεί την αστυνομία και ως κατασταλτικό μηχανισμό για την προστασία της έννομης τάξης, καθότι η δημόσια ασφάλεια είναι το σημαντικότερο συλλογικό αγαθό μιας ευνομούμενης πολιτείας. Αναπόφευκτα, η κατασταλτική διάσταση της αστυνομίας συχνά επισκιάζει τον κοινωνικό ρόλο της και επιδρά καταλυτικά στις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Οι συνέπειες της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας είναι καταλυτικές για την εικόνα ενός Αστυνομικού Σώματος. Το επίπεδο της κοινωνικής αποδοχής του καταβαραθρώνεται, ενώ υποβαθμίζεται η σημασία και η σπουδαιότητα του συνολικού αστυνομικού έργου στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Στο πλαίσιο της αστυνομικής κατασταλτικής δράσης, τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας ενυπάρχουν σε όλες τις αστυνομίες ανεξαιρέτως. Η εξάλειψη τους δυστυχώς είναι αδύνατη, ο περιορισμός τους όμως είναι δυνατός. Προηγμένες αστυνομίες του κόσμου, όπως οι Σκανδιναβικές αστυνομίες, η αστυνομία του Καναδά και της Αυστραλίας, κατάφεραν να περιορίσουν την αστυνομική βία και αυθαιρεσία μέσα από σύγχρονες μορφές αστυνομικής εκπαίδευσης, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και με τη θέσπιση αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου των αστυνομικών δράσεων. Μία σύγχρονη αστυνομία κτίζεται στη βάση σύγχρονων μεθόδων και πρακτικών αστυνόμευσης με απόλυτο σεβασμό των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, η προστασία των οποίων άλλωστε αποτελεί την πεμπτουσία της αποστολής της.-
* Ο κύριος Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε. ά Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει υπηρετήσει στα Εθνικά Γραφεία της Interpol και της Europol ως προϊστάμενος. Από το 1997 έως το 2004 υπηρέτησε ως υπεύθυνος Εξωτερικών και Δημοσίων Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol) που εδρεύει στη Χάγη. Επίσης έχει διδάξει στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και στις αστυνομικές σχολές της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομικής Ακαδημίας επί σειρά ετών