Κυρίες και κύριοι, λάβετε θέσεις.
Είναι βέβαιο ότι στην Ολομέλεια της Βουλής θα ακουστούν πολλά σήμερα και αύριο, στην τελική ευθεία προς την ψήφιση του νομοσχεδίου για την Παιδεία (αύριο το βράδυ εκτός απροόπτου) υπό τον τίτλο «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις».
Επιχειρώ να καταγράψω την εικόνα που βλέπω με αντικειμενικότητα και από απόσταση:
Ειδικά για το θέμα του ασύλου και της πανεπιστημιακής αστυνομίας (ΟΠΠΙ: Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος) θα πέσουν κορμιά. Για την κυβέρνηση εξελίσσεται σε «σημαία» η συγκεριμένη απόφαση, με το επιχείρημα ότι καμία προσπάθεια για αλλαγή του εκπαιδευτικού μοντέλου, καμία επένδυση στις υποδομές και καμία ανατροπή ισορροπιών δεν μπορεί να υλοποιηθεί εάν αφεθεί απροστάτευτη στην δια της βίας υπονόμευση.
Στον αντίποδα, οι παραδοσιακές και μη δυνάμεις της Αριστεράς θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν την υπόθεση του πανεπιστημιακού ασύλου σε εφαλτήριο αντεπίθεσης, με το επιχείρημα ότι πλήττονται ιστορικά δημοκρατικά κεκτημένα.
Ανεξάρτητα από το εάν συμφωνεί κανείς με τη μία ή την άλλη πλευρά σε σχέση με το άσυλο και την πανεπιστημιακή αστυνομία, εγώ θα επιμείνω σε μία τριτη πτυχή, που φοβάμαι ότι θα ακουστεί λιγότερο και δεν θα συζητηθεί καθόλου επί της ουσίας.
Στον σύγχρονο κόσμο, τουλάχιστον στο δυτικό ημισφαίριο και στο σύνολο των χωρών από την Ελλάδα μέχρι την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πανεπιστήμια αποτελούν το πεδίο όπου κρίνεται το μέλλον χωρών, οικονομιών και συσχετισμοί ισχύος για τον 21ο αιώνα.
Είναι ένας αγώνας αδιάκοπος, αδυσώπητος και κρίνεται - είτε μας αρέσει, είτε όχι - εκ του αποτελέσματος: Τα πανεπιστήμια που αξιολογούνται κάθε χρόνο ως κορυφαία σε παγκόσμιες λίστες κατάταξης υψηλής αποδοχής (όπως η κατάταξη QS, ή η αξιολόγηση της PISA) αποτελούν πόλο έλξης για τα πιο δυνατά μυαλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Προσελκύουν δηλαδή τους φοιτητές που θα κάνουν τη διαφορά αύριο, παίρνοντας την σκυτάλη ως διδάκτορες για να μεταφέρουν γνώση στις επόμενες γενιές, ή βγαίνοντας στην αγορά εργασίας για να δημιουργήσουν ευκαιρίες και θέσεις εργασίας.
Το κοινό μυστικό λέγεται έρευνα. Είναι το κριτήριο με βάση το οποίο αξιολογούνται τα πανεπιστήμια και γενικά είναι αντικειμενικό. Συνδέεται με τον αριθμό των δημοσιεύσεων σε διεθνή περιοδικά, με την καινοτομία, με τα επιστημονικά επιτεύγματα που θα παρουσιάσει ένα πανεπιστήμιο και, τελικά, με το ενδιαφέρον μεγάλων επιχειρήσεων που θα αναζητήσουν ή θα διεκδικήσουν συνεργασία με τις επιστημονικές ομάδες του πανεπιστημίου.
Υπάρχει και δεύτερο κοινό μυστικό: η έρευνα κοστίζει. Θέλει χρήματα. Ακόμα καλύτερα, πολλά χρήματα. Στον σύγχρονο κόσμο, τα πανεπιστήμια που διαθέτουν πολλά χρήματα με μαθηματική ακρίβεια κάνουν άλματα στην έρευνα και διακρίνονται.
Υπάρχουν δύο τρόποι να βρεθούν αυτά τα χρήματα: σε ορισμένες χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία) υπάρχουν ακριβά δίδακτρα και σε άλλες χώρες (Ευρώπη) τα δίνουν οι κυβερνήσεις, ενώ τα συμπληρώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω ερευνητικών προγραμμάτων (αν δεν υπήρχε η ΕΕ, θα είχαμε ήδη βάλει λουκέτο στα εναπομείναντα ερευνητικά προγράμματα στην χώρα μας).
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν δίδακτρα - εκτός από ορισμένα μεταπτυχιακά πρόγραμμάτα όπως στην περίπτωση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ).
Χρήματα δίνει το κράτος, όμως αυτό αποτελεί περισσότερο ανέκδοτο παρά λύση. Ενδεικτικά, ο προϋπολογισμός για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο είναι της τάξης των 3,5 εκατομμύρίων ευρώ ετησίως και για το ΟΠΑ είναι της τάξης των 1,5 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Μετά βίας πληρώνονται με αυτά τα χρήματα ο λογαριασμός του ηλεκτρικού και οι υπηρεσίες καθαριότητας.
Ποιά έρευνα; Εν προκειμένω, η έρευνα πρέπει να επικεντρωθεί στο πως θα βρούμε περισσότερα ευρώ...
Αντί να ξιφουλκούν σήμερα και αύριο, λοιπόν, κόμματα - υπουργοί και πρώην υπουργοί, ας κοιτάξουν αυτό. Ας εξηγήσουν γιατί δεν διέθεσε καμία κυβέρνηση - όχι αρκετά, αλλά έστω αξιοπρεπή κονδύλια για τα πανεπιστήμια.
Και ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε αυτό: Θέλουμε να έχουμε πανεπιστήμια όχι κατ′ όνομα. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε κάθε ιδέα και μέσο εξεύρεσης πόρων, χωρίς ιδεοληψίες σε αυτό το σημείο τουλάχιστον. Θέλουμε να έχουμε έρευνα και ερευνητές με μέλλον στην χώρα μας - και όχι να παρακολουθούμε με απάθεια την φυγή των νέων επιστημόνων, εκ των οποίων ελάχιστοι πλέον επιστρέφουν σε ένα τόπο που θεωρείται καταραμένος για την εκπαίδευση.