Σε ένα σύντομο διήγημα του έτους 1885 γύρω από τη γλωσσική διαμάχη με τίτλο «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα» ο Γ. Βιζυηνός γελοιοποιεί τη μανία των «καθαρών», των οπαδών της καθαρεύουσας γλώσσας, να επιβάλουν μορφολογικά καλούπια στις λέξεις, ερήμην της κοινής ονομασίας τους, αυτής που έχει καθιερωθεί μέσα από τη γλωσσική χρήση των μελών της γλωσσικής κοινότητας. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, ιδιαίτερα οι ακραιφνείς, πίστευαν ότι όχι μόνον η χρήση λέξεων και εκφράσεων από την αρχαία γλώσσα στη θέση αντίστοιχων «ταπεινής καταγωγής», αλλά και η απλή αντικατάσταση των καταλήξεων, ακόμη και ένα «ν» ή ένα «ς», μπορεί να προσδώσει ανωτερότητα στη γλωσσική έκφραση και κύρος στον ομιλητή. Διότι άλλη η μόρφωση και η κοινωνική ταυτότητα εκείνου που αποκαλεί «μηλέα» το όμορφο δέντρο που κάνει μήλα, και άλλη αυτού που την ονομάζει πεζά «μηλιά».
Εμμονές με την πολιτική ορθότητα στη γλώσσα, όμως, δεν είχαν μόνον οι κατά κυριολεξία καθαρευουσιάνοι. Έχουν και οι πάσης φύσεως οπαδοί της πολιτικής ορθότητας ενάμιση αιώνα μετά. Έχουν άποψη π. χ., μάλιστα την εκφράζουν με τη γνωστή έπαρση και τον στόμφο του νεοφώτιστου, για το πώς πρέπει να ονομάζονται τα πράγματα: πόλεις, περιοχές, συμπεριφορές, ιδιότητες και καταστάσεις. Αυτή η καθαρεύουσα δεν έχει σχέση με τις αρχαίες λέξεις και τις καταλήξεις, αλλά με τις «ορθές» ιδέες που πρέπει να ξεπηδούν μέσα από τη χρήση των «ορθών» λέξεων και εκφράσεων. Το ερχομό της είχε προβλέψει όχι ο Βιζυηνός, αλλά ο Όργουελ στο βιβλίο του με τίτλο «1984», μετά από την ευρωπαϊκή εμπειρία δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων που χρησιμοποίησαν κατά κόρον στην πράξη τη γλώσσα ως εργαλείο ιδεολογικής επιρροής και νομιμοποίησης φρικτών εγκλημάτων.
Η τροπή που έχει πάρει στη χώρα η δημόσια συζήτηση γύρω από την τραγωδία στους Βουλιαράτες με την εκτέλεση του Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα δείχνει καθαρά ότι η χρήση της γλώσσας με την οποία περιγράφεται και ερμηνεύεται το συμβάν είναι προσανατολισμένη σε πολιτικο-ιδεολογικές στοχεύσεις. Έτσι π.χ. μια σειρά σχολιαστών αποφεύγουν επιμελώς τη λέξη «εκτέλεση» και προτιμούν τη λέξη «θάνατος» για να περιγράψουν το γεγονός. Η επιλογή της λέξης «θάνατος» βγάζει έξω από το κάδρο τα κίνητρα και τις ευθύνες αυτών που έδωσαν τη σχετική εντολή για την εξουδετέρωση ενός ατόμου που οπλοφορούσε παράνομα, τη στιγμή που ήταν εφικτή η ακινητοποίηση και η σύλληψή του χωρίς απώλεια ζωής. Έχω διαβάσει, όμως, και χειρότερα: ο «θάνατος» της Ελένης Γκατζογιάννη γράφουν σε άρθρα τους πανεπιστημιακοί καθηγητές, θέλοντας να αποφύγουν την αναφορά στην αιτία που προκάλεσε αυτόν το θάνατο, δηλαδή στη συνειδητή, σχεδιασμένη και πολιτικά καθοδηγούμενη απόφαση να αφαιρεθεί η ζωή μιας γυναίκας που, μαζί με τα υπόλοιπα θύματα, εκτελέστηκε για να τρομοκρατηθούν και να συμμορφωθούν οι υπόλοιποι.
Αν αναλύσει κανείς τον δημόσιο λόγο που παράγεται τις τελευταίες μέρες για την τραγωδία στους Βουλιαράτες καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα: ποιοι και για ποιους λόγους επιδιώκουν να επικρατήσει στη δημόσια σφαίρα μια συγκεκριμένη νοηματοδότηση του θλιβερού συμβάντος. Φυσικά δεν είναι η χρήση της γλώσσας το μόνο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Είναι και οι πληροφορίες που διαχέονται για τον νεκρό, και μάλιστα από ελληνικούς θεσμικούς φορείς, πριν ακόμη αυτός ενταφιαστεί. Έτσι η διαχείριση της εικόνας της αντίδρασης των ελληνικών αρχών απέναντι στη συμπεριφορά της αλβανικής αστυνομίας, όταν αυτή αφορά την εκτέλεση ενός προσώπου που τυχαίνει να είναι και Έλληνας πολίτης, καθίσταται για ορισμένους το μείζον ζήτημα, και όχι η επιλογή των αλβανικών αρχών ασφαλείας με πολύ υψηλή κάλυψη να εκτελέσουν σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία με πυκνούς συμβολισμούς έναν νεαρό Βορειοηπειρώτη που επέδειξε – άγνωστο ακόμη κάτω από ποιες συνθήκες και με τι προθέσεις – παραβατική συμπεριφορά. Λίγους σχολιαστές απασχολεί το ότι με τη συγκεκριμένη ενέργεια το αλβανικό κράτος επεδίωξε και πέτυχε να στείλει ένα σαφές μήνυμα όχι μόνο προς στην ελληνική μειονότητα και τα μέλη της, αλλά και στην Ελλάδα. Απλά οι αρμόδιοι προσποιούνται ότι δεν το κατάλαβαν.
Το φαινόμενο της σύμπτωσης των εκδοχών του επίσημου αλβανικού κράτους για ιστορικά γεγονότα ή συμβάντα με αντίστοιχες εκδοχές πολιτικών σχηματισμών, αξιωματούχων και διανοουμένων της Ελλάδας έχει πλούσια προϊστορία και δεν είναι εδώ ο χώρος για να την αναπτύξουμε. Αρκεί να θυμίσω τη σύμπτωση απόψεων και θέσεων μεταξύ της επίσημης Αλβανίας και του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’40 για το ζήτημα των Τσάμηδων. Η σύμπτωση αυτή έχει ουρά μέχρι σήμερα, αλλά με άλλους πρωταγωνιστές.
Και μέσα στον ορυμαγδό της πολιτικής ορθότητας για την περιγραφή και την ερμηνεία της δράσης του άτυχου Βορειοηπειρώτη και της αντίδρασης των δυνάμεων ασφαλείας της γειτονικής χώρας, η μπάλα πήρε και τη γλώσσα: κάποιοι μας θύμισαν από το νέο υψηλό βήμα που τους δίνει η πολιτική συγκυρία θέσεις που γνωρίζαμε ότι τις είχαν και όταν βρίσκονταν στο πολιτικό περιθώριο. Η έκφραση «Βόρειος Ήπειρος», τονίζουν, δεν είναι ορθή και τη χρησιμοποιούν οι «κακοί». Ενώ οι «καλοί» προτιμούν την έκφραση «Νότια Αλβανία». Σαν να μην γνώριζαν οι χρήστες του όρου «Βόρειος Ήπειρος» ότι η περιοχή αυτή ανήκει στην αλβανική επικράτεια και βρίσκεται στο νότιο τμήμα της. Σαν να μην υπήρχε η Ήπειρος ως γεωγραφικό δεδομένο που το βόρειο τμήμα της είναι εντός των αλβανικών συνόρων και το νότιο εντός των ελληνικών συνόρων. Έτσι η χρήση της έκφρασης «Βόρειος Ήπειρος», και όλα τα σχετικά παράγωγα, αποπνέουν «εθνικισμό» και είναι «ακροδεξιές» σκέψεις, ενώ παραδόξως η έκφραση «Βόρεια Μακεδονία» όχι μόνον είναι αποδεκτή από τους ίδιους ανθρώπους, αλλά θεωρείται και μεγάλη επιτυχία, ούτε καν επώδυνος αλλά αναγκαίος συμβιβασμός…
Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως αν όσοι σήμερα καυτηριάζουν απλώς τη χρήση της έκφρασης «Βόρειος Ήπειρος» είχαν την «πραγματική» - όπως λένε - εξουσία, θα είχαν επιβάλει λογοκρισία στη δημόσια σφαίρα με απαγόρευση της μη πολιτικά ορθής χρήσης της γλώσσας, ακόμη και της σκέψης, για να θυμηθούμε τον Όργουελ. Το βορειοηπειρώτικο μοιρολόϊ θα είχε γίνει νοτιοαλβανικό μοιρολόϊ, οι Βορειοηπειρώτες Νοτιοαλβανοί, οι βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι (αν δεν είχαν απαγορευτεί, όπως κάποτε για μια περίοδο) θα ονομάζονταν σύλλογοι Νοτιοαλβανών, το βορειοηπειρωτικό ζήτημα θα λεγόταν νοτιοαλβανικό ζήτημα. Και τι θα έπρεπε να γίνει με όλα τα κείμενα από το παρελθόν που περιέχουν αυτά τα «αντιδραστικά» ουσιαστικά και τα επίθετα; Ανατύπωση μετά από κατάλληλη γλωσσική προσαρμογή; Απαγόρευση και απόσυρση από τις βιβλιοθήκες, δημόσιες και ιδιωτικές; Ή μήπως υπερίσχυε η πρόταση «να καώσι» ως έργα ψεύδους και κακοβούλου (εθνικιστικής) προθέσεως;
Δεν είμαι σίγουρος αν οι ζηλωτές της υπαρκτής πολιτικής ορθότητας έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι από κάποια στιγμή και μετά η μανία τους με την τακτοποίηση της γλώσσας, ώστε αυτή να ταιριάζει με την ιδεολογία τους, προκαλεί αναγούλα. Όμως είμαι βέβαιος ότι ως ιεροψάλτες γνωρίζουν την παροιμία πως το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο Θεός…