
Η επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των συνεπειών τους στις οικονομικές προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μόνο βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι η χώρα που θα υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα από τις επιπτώσεις των δασμών είναι οι ίδιες οι ΗΠΑ», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν και Επίτροπος για την Οικονομία, Βάλντις Ντομπρόβσκις, κατά τη διάρκεια του σημερινού Eurogroup που πραγματοποιείται στην Πολωνία.
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος τόνισε ότι όλοι οι υπουργοί των Οικονομικών συμφώνησαν με αυτό το συμπέρασμα και παρέθεσε στοιχεία βάσει των τελευταίων προσομοιώσεων σχετικά με τον αντίκτυπο των αμερικανικών δασμών.
Σύμφωνα με αυτά, το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 0,8% έως 1,4% μέχρι το 2027.
Η αρνητική επίπτωση για την ΕΕ θα είναι μικρότερη, περίπου στο 0,2% του ΑΕΠ.
Αν οι δασμοί θεωρηθούν μόνιμοι ή υπάρξουν περαιτέρω αντίμετρα, οι οικονομικές συνέπειες θα είναι ακόμη πιο αρνητικές: έως και 3,1%–3,3% μείωση του ΑΕΠ για τις ΗΠΑ, 0,5%–0,6% για την ΕΕ και 1,2% σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ το παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να μειωθεί κατά 7,7% μέσα σε τρία χρόνια.
Οι εν λόγω προσομοιώσεις, πρόσθεσε, «δεν λαμβάνουν υπόψη την πρόσθετη απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών και των επιχειρήσεων στην οικονομία των ΗΠΑ, που θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το ΑΕΠ».
Ο ίδιος σχολίασε ότι δεδομένης της εξαιρετικής αβεβαιότητας και της συχνής αλλαγής αποφάσεων για τους δασμούς, τα αποτελέσματα των μοντέλων για τις εκτιμήσεις δεν μπορούν να είναι απολύτως ακριβή, ωστόσο, καταδεικνύουν τη γενική τάση: «οι δασμοί βλάπτουν την ευημερία»
Ο Ντομπρόβσκις σε άλλα σημεία της τοποθέτησής του χαιρέτισε την τρίμηνη παύση επιβολής αμοιβαίων δασμών άνω του 10%, λέγοντας ότι αυτό δημιουργεί χώρο για διαπραγματεύσεις.
Ωστόσο, επισήμανε ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αμοιβαίοι δασμοί 10% παραμένουν σε ισχύ για σχεδόν όλες τις χώρες και αποτελούν πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία.
Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν αναστείλει τον δασμό 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο, ούτε τον δασμό 25% στα αυτοκίνητα και τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων.
Η φύση αυτών των ραγδαίων εξελίξεων καθιστά δύσκολη την εκτίμηση του αντίκτυπου στις οικονομικές προοπτικές της ΕΕ» είπε και σημείωσε ότι στο τέλος θα είναι οι ΗΠΑ ο πρώτος και κυριότερος χαμένος από τους δασμούς.
«Η επιβολή δασμών θα αποδυναμώσει την αμερικανική οικονομία, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τους πραγματικούς μισθούς, και αυξάνοντας το κόστος των εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή.
Πέρα από τις άμεσες συνέπειες, μια πρόσθετη απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στην αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τις αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ».
Ο Επίτροπος επανέλαβε ότι «η Ευρώπη δεν ξεκίνησε αυτή την αντιπαράθεση, και η ΕΕ δεν τη θέλει καθώς οι δασμοί αντιβαίνουν στη λογική – πολιτική και οικονομική – μιας βαθιάς και διαχρονικής διατλαντικής εμπορικής σχέσης, αξίας 1,6 τρισεκατομμυρίων ευρώ το 2023. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εμπορική και επενδυτική συνεργασία στον κόσμο».
Αναφερόμενος στις παγκόσμιες χρηματαγορές είπε ότι έχουν ήδη αντιδράσει αρνητικά σε αυτές τις εξελίξεις, με έντονη μεταβλητότητα και πτώσεις τις τελευταίες ημέρες σημειώνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τις χρηματοπιστωτικές εξελίξεις τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες.
«Είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευτούμε ένα αμοιβαία αποδεκτό αποτέλεσμα, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα τα οικονομικά μας συμφέροντα. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε να πληγώνουμε την αμερικανική και την ευρωπαϊκή οικονομία» συνέχισε και υπενθύμισε ότι η ΕΕ έχει προσφέρει στις ΗΠΑ μια συμφωνία μηδενικών δασμών για τα βιομηχανικά αγαθά.
Όμως, όπως και η επικεφαλής της Κομισιόν, προειδοποίησε ότι , αν χρειαστεί, η Ένωση είναι έτοιμη να απαντήσει με αντίμετρα για να προστατεύσει τα συμφέροντα της, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της.
Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι η ΕΕ θα συνεχίσει το έργο της για την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της και τη διαφοροποίηση των εμπορικών της εταίρων.
«Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, η ΕΕ παραμένει προσηλωμένη στη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες και στη συνεργασία με τους διεθνείς εταίρους της μέσω πολυμερών φόρουμ, όπως το G20 και το G7».