Δύο κρίσεις που απασχολούν ολόκληρο τον πλανήτη, αν και φαινομενικά άσχετες η μία με την άλλη, συνδέονται μεταξύ τους με πολύπλοκους τρόπους, σύμφωνα με τους New York Times.
Λίγες ώρες πριν η Ρωσία ξεκινήσει την εισβολή της στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας είχε προβεί σε μια αυστηρή δήλωση, που δεν αφορούσε καθόλου τη Ρωσία ή την Ουκρανία.
«Η Ταϊβάν δεν είναι Ουκρανία», είχε πει η εκπρόσωπος του υπουργείου, σε δημοσιογράφους στο Πεκίνο. «Η Ταϊβάν ήταν πάντα αναπαλλοτρίωτο μέρος της Κίνας. Αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο νομικό και ιστορικό γεγονός», τόνιζε τότε.
Χωρίς να διαφαίνεται τέλος στον αιματηρό πόλεμο στην Ουκρανία και με τις εντάσεις να αυξάνονται σημαντικά στα στενά της Ταϊβάν, οι δύο γεωπολιτικές προκλήσεις διασταυρώνονται με πολύπλοκους και απρόβλεπτους τρόπους, γράφουν οι NYT.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, την Τετάρτη συνέδεσε ανοιχτά τις δύο περιπτώσεις, λέγοντας ότι η επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι αυτή την εβδομάδα στην Ταϊβάν ήταν μια «ένδειξη της ίδιας πορείας» που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία. Η Ρωσία κατηγόρησε τη Δύση για τη σύγκρουση, αν και ήταν αυτή που εισέβαλε στην Ουκρανία.
Ο φόβος από την αρχή του πολέμου ήταν ότι η Μόσχα και το Πεκίνο θα έρθουν πιο κοντά, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν και τα δύο ζητήματα ως μάχη μεταξύ του αυταρχισμού και της δημοκρατίας - η Πελόζι είχε επισκεφτεί την άνοιξη την Ουκρανία, όπως έκανε και την Τετάρτη στην Ταϊπέι, την πρωτεύουσα της Ταϊβάν.
Υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ της Ουκρανίας και της Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας και της γεωγραφίας των δύο χωρών. Αλλά και οι δύο δημοκρατίες βρίσκονται δίπλα σε πολύ μεγαλύτερες, πυρηνικά οπλισμένες στρατιωτικές δυνάμεις που κυβερνώνται από αυταρχικούς ηγέτες, οι οποίοι έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν βλέπουν τους γείτονές τους ως κυρίαρχα κράτη.
Μια σημαντική διαφορά, φυσικά, είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους υποστηρίζουν μια ανεξάρτητη Ουκρανία, αλλά η πολιτική της Αμερικής για «Μία Κίνα» δεν υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, ενώ παραμένει σκόπιμα ασαφές εάν η Ουάσιγκτον θα υπερασπιστεί την Ταϊβάν σε περίπτωση που το Πεκίνο της επιτεθεί.
Με την νευρικότητα, την επιθετική ρητορική και την στρατιωτική στάση της γύρω από την επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν, πολλοί αναρωτιούνται ποιο δρόμο θα επιλέξει η Κίνα και πότε, συνεχίζει το επίμαχο δημοσίευμα.
Σε ό,τι αφορά τη στρατηγική των ΗΠΑ, η κατάσταση είναι ακόμη πιο θολή. Ενώ η Ουάσιγκτον έχει προσφέρει έως τώρα στην Ουκρανία περισσότερα από 8 δισεκατομμύρια δολάρια ως άμεση στρατιωτική υποστήριξη - μέρος της βοήθειας άνω των 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει αποδειχθεί ζωτικής σημασίας για το Κίεβο - ο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θέλει να προβεί σε καμία ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ευθεία αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει, επίσης, μοχθήσει για τη διατήρηση της συνεργασίας της με την Ευρώπη αλλά και της αλληλεγγύης μεταξύ των ίδιων των Ευρωπαίων συμμάχων.
Αλλά μια σύγκρουσή της με την Κίνα για την Ταϊβάν πιθανότατα θα διχάσει τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, ειδικά στην Ευρώπη.
«Κανείς δεν ξέρει σε αυτό το στάδιο ποια θα είναι η έκβαση της ουκρανικής σύγκρουσης, αλλά οι σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιες. Αλλά στην περίπτωση της Ασίας, η απόσταση -που ενισχύεται από την απουσία ανθρώπινης επαφής και διεθνών ταξιδιών για δύο χρόνια- δεν ευνοεί μια πιθανή ευρωπαϊκή εμπλοκή σε μια σύγκρουση στην Ταϊβάν ή στη Θάλασσα της Κίνας» σημειώνει ο Φιλίπ Λε Κορ, Γάλλος μελετητής της Κίνας και ανώτερος συνεργάτης στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ.
Την ίδια ώρα η Κίνα, ενώ προσφέρει ρητορική υποστήριξη στη Μόσχα, έχει αποφύγει να εμπλακεί άμεσα στη σύγκρουση. Το Πεκίνο δεν έχει δώσει στο Κρεμλίνο στρατιωτική βοήθεια και φρόντισε να μην υπονομεύσει εμφανώς τις δυτικές κυρώσεις.
Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα είναι ενωμένες απέναντι σε αυτό που ονομάζουν αμερικανικό ιμπεριαλισμό και διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεσίας. Αλλά η Κίνα, έχοντας επίγνωση ότι δεν είναι έτοιμη για έναν μεγάλο πόλεμο και εφόσον χρειάζεται ανοιχτό το παγκόσμιο εμπόριο, είναι έως τώρα προσεκτική, ώστε να μην ωθήσει πέρα από τα όρια την αντιπαράθεσή της με την Ουάσιγκτον ή τους συμμάχους της στον Ειρηνικό.
«Οταν η Κίνα θυμώνει με τις ΗΠΑ για την Ταϊβάν, τιμωρεί την Ταϊβάν», εξηγεί ο επικεφαλής του Εργαστηρίου Σπουδών για την Ταϊβάν στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Στίβεν Γκόλντσταϊν.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος», λέει, «είναι να σκοντάψουμε σε κάτι».
Οσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα μπαίνουν πιο βαθιά σε έναν κύκλο προκλήσεων, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες για μια λάθος κίνηση που θα μπορούσε να μετατρέψει μια θεωρητική απειλή σε πόλεμο, καταλήγουν οι New York Times.
Πηγή: New York Times