Η καθυστέρηση που χαρακτηρίζει την δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα έλαβε τραγελαφικές διαστάσεις με αφορμή το περιβόητο συνέδριο στην Εσθονία για τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, φερέλπιδες νέοι βουλευτές και βαριεστημένοι δημοσιογράφοι έσπευσαν να ανέβουν επάνω στη σχεδία για να ανακαλύψουν και να αναμετρηθούν με την ιστορία του 20ου αιώνα. Και θα συμφωνήσω, δεν υπάρχει λόγος να επιστρέφεις στο παρελθόν αν δεν καταφέρεις να ρίξεις λίγο φως στο παρόν. Απλώς στη δική μας περίπτωση το παρελθόν επιστρατεύεται για να συσκοτίζει το παρόν.
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να επιθυμεί να κατευθύνει την κουβέντα (αφού μπορεί και το κάνει με χαρακτηριστική άνεση) εκεί που τη συμφέρει περισσότερο: σε ένα αχανές πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης με παρωχημένους όρους και ακόμη πιο παρωχημένους πρωταγωνιστές. Το γεγονός, όμως, ότι η Νέα Δημοκρατία συμμετέχει δημιουργικά και ανέμελα στην επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης εγείρει ακόμη πιο σημαντικά ερωτήματα. Ο Νίκος Παππάς θέλησε να απαντήσει προκαταβολικά στο ερώτημα, σχολιάζοντας ότι «η θεωρία των δύο άκρων, ήταν καταφύγιο από τα αδιέξοδα στην οικονομική της πολιτική». Πράγματι, τα αδιέξοδα της κυβέρνησης Σαμαρά την έσπρωξαν να ενεργοποιήσει τη θεωρία των δύο άκρων βοηθώντας τον ΣΥΡΙΖΑ να παίξει μπάλα και να νικήσει σε ένα γήπεδο αντιπαράθεσης που γνωρίζει καλά και που αξιοποίησε με επικοινωνιακή μαεστρία. Επομένως, η αντιπολιτευτική ενασχόληση της Νέας Δημοκρατίας με την επανενεργοποίηση της θεωρίας των δυο άκρων είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν απέτυχε ήδη μια φορά με τον Αντώνη Σαμαρά στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015.
Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι η τάση των κομμάτων μέσα στον Αύγουστο να αφουγκρασθούν την ιστορία και να αποδράσουν από την πραγματικότητα είναι πράγματι τίμια -και μάλιστα σε μια εποχή που η Δύση αντιμετωπίζει την μια κρίση μετά την άλλη και η Ελλάδα- τότε το ιστορικό πεδίο που θα όφειλαν να εστιάσουν την προσοχή τους και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση είναι εκείνο της Γερμανίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία υποχωρούν και βρίσκονται εγκλωβισμένες σε φαντασιώσεις ανάκτησης χαμένων μεγαλείων. Τόσο ο Τραμπ όσο και η Μέι υποστήριξαν ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα και η παγκοσμιοποίηση είναι προϊόντα ενός διεθνούς συστήματος ανομίας, που το «τρέχουν» αθέατοι παράγοντες εξουσίας δίχως εθνικές δεσμεύσεις. Από το Κρεμλίνο ο Βλαντιμίρ Πούτιν βλέπει το μεγάλο παιχνίδι να του «βγαίνει», ενώ οι χώρες της Βαλτικής και του Βίζεγκραντ αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος έχουν στραμμένα τα μάτια τους στο Βερολίνο. Ένα από τα διαχρονικά υπαρξιακά ερωτήματα που εξακολουθεί να στοιχειώνει τη Δύση, όταν κοιτάει προς τη Γερμανία (από την εποχή που ο Ιούλιος Καίσαρας επινόησε τους Γερμανούς το 58 π.Χ) είναι αυτό: Eίναι στα αλήθεια οι Γερμανοί σαν και εμάς ή είναι κάποιοι άλλοι; Είναι πράγματι η Γερμανία στην εποχή του Τραμπ το τελευταίο Δυτικό προπύργιο βιομηχανικής ευημερίας και ορθολογικής πολιτικής; Ή έχουν δίκιο οι λαϊκιστές και όσοι πιστεύουν ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ είναι απλώς το όχημα για μια νέα γερμανική ηγεμονία;
Ακριβώς σε ένα μήνα από σήμερα, στις 24 Σεπτεμβρίου, η Γερμανία θα αποφασίσει αν η Μέρκελ παρά τα 12 χρόνια που είναι Καγκελάριος θα αποτελέσει εκ νέου την επιλογή των Γερμανών. Η αληθινή ιστορία της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης θα αρχίσει να ξετυλίγεται το φθινόπωρο του 2017.
Υπάρχουν ιστορικοί που θεωρούν ότι η πρωσική/ναζιστική περίοδος της γερμανικής ιστορίας που είχε διάρκεια από το 1866 μέχρι το 1945 δεν ήταν παρά μια τρομακτική εκτροπή στη συνολική γερμανική ιστορία. Ότι η Πρωσία ως δύναμη αποτέλεσε ένα κατεξοχήν αντι-δυτικό τμήμα της Γερμανίας, το οποίο από το 1525 και έπειτα εκμεταλλεύτηκε τον πλούτο, την βιομηχανία και το εργατικό δυναμικό της νότιας και της δυτικής Γερμανίας, έχοντας ανέκαθεν έναν στρατηγικό στόχο: να ηγεμονεύει την Πολωνία, τις χώρες της Βαλτικής και την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, σε συνεργασία με τη Ρωσία ή ακόμη και σε σύγκρουση με τη Ρωσία, αν χρειαζόταν. Όλα αυτά έληξαν το 1945 με το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την εξαφάνιση της Πρωσίας (ως πραγματικής αλλά και μεταφυσικής οντότητας), όταν η Δυτική Γερμανία εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη πολιτική οντότητα.
Η Γερμανία του Κόνραντ Αντενάουερ, του Βίλι Μπραντ και του Χέλμουτ Σμιτ δεν περίμενε εναγωνίως το άλλο της μισό. Ο ιδρυτής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος υποστήριζε μάλιστα αξιωματικά ότι «όποιος κάνει το Βερολίνο πρωτεύουσα της Γερμανίας, θα ξαναζωντανέψει το πνεύμα της Πρωσίας». Όμως το 1991 με την επανένωση των δυο γερμανικών κρατών το Βερολίνο αντικατέστησε την Βόννη και έγινε η πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Υπήρξαν αρκετοί που έσπευσαν να θυμηθούν τον αφορισμό του Αντενάουερ. Και ακόμη περισσότεροι, οι οποίοι είδαν το φάντασμα της Πρωσίας πίσω από την άκριτη απόφαση των Γερμανών να αποδεχθούν ως φυσική πρωτεύουσα τους το Βερολίνο. Όπως και με την συναίνεση τους (και το προτεσταντικό εθνικό καθήκον τους) να επιχορηγήσουν την χρεοκοπημένη Ανατολική Γερμανία, όπως έκαναν παλαιότερα και οι πρόγονοι τους υπό την εξουσία των Γιούνκερ και των Ναζί.
Η Γερμανία του Κόνραντ Αντενάουερ, του Βίλι Μπραντ και του Χέλμουτ Σμιτ δεν περίμενε εναγωνίως το άλλο της μισό. Ο ιδρυτής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος υποστήριζε ότι «όποιος κάνει το Βερολίνο πρωτεύουσα της Γερμανίας, θα ξαναζωντανέψει το πνεύμα της Πρωσίας»
Σήμερα η Γερμανία της Μέρκελ (στην πράξη η Δυτική Γερμανία) διαθέτει ένα κολοσσιαίο εμπορικό πλεόνασμα, το οποίο της επιτρέπει να δανείζεται με συγκλονιστικά χαμηλά επιτόκια, ενώ έχει εξοικονομήσει 240 δις Ευρώ από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 μέχρι και το 2016. Το δεκαετές ομόλογο που εξέδωσε η Γερμανία το 2016 προσέφερε αρνητικό τόκο, όμως πουλήθηκε, γιατί οι διεθνείς επενδυτές θεωρούν την Γερμανία «ασφαλές σημείο στάθμευσης» των χρημάτων τους σε περιόδους κρίσης. Και όμως, ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξακολουθεί να επικρίνει την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και να μιλάει για αδικία σε βάρος των Γερμανών αποταμιευτών.
Όσοι αναμένουν η Γερμανία να ηγηθεί ως εγγυητής σταθερότητας βρίσκονται αντιμέτωποι με το συνεχές mantra του Σόιμπλε: «επιδιώκουμε μία εμβάθυνση της Ευρωζώνης, για αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα από κοινού ανάληψη χρέους ή τα Eυρωμόλογα». Οι αντίπαλοι του Σόιμπλε υποστηρίζουν ότι αντί η Γερμανία να σταματήσει να αποξενώνεται από τους πιο αδύναμους, αλλά φυσικούς συμμάχους της στην Ευρωζώνη, εξακολουθεί να σκορπάει τρισεκατομμύρια Ευρώ στο ανατολικό τμήμα της χώρας (που συχνά αποτελούσε τη Νέμεση της). Η πρόσφατη διάσωση της χρεοκοπημένης Air Berlin από την Γερμανική κυβέρνηση μέσω χορήγησης κρατικού δανείου γέφυρα ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ θεωρήθηκε άλλο ένα τεκμήριο για όσους κατηγορούν την Γερμανία ότι επιδοτεί το φάντασμα της Πρωσίας.
Αλλά και αρκετοί πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν την ιδιαιτερότητα της Ανατολικής Γερμανίας στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση. Σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή συναντάμε την μεγαλύτερη επικράτηση των ευρωσκεπτικιστών κομμάτων όπως το AfD, των ακροδεξιών όπως το NPD αλλά ακόμη και του αριστερού Die Linke. Ένα κοινό των παραπάνω κομμάτων είναι ο ανοιχτός αντιαμερικανισμός τους. Αντίθετα με τους Πολωνούς ή τους Τσέχους, τα γερμανικά αυτά κόμματα θεωρούν περισσότερο ως φυσικό (και μεταφυσικό) σύμμαχο τους τη Ρωσία και λιγότερο την Ουάσινγκτον ή το Παρίσι.
Αντί λοιπόν να συζητάμε για το τρέχον ιστορικό διακύβευμα, το πώς διαμορφωθούν οι συσχετισμοί δυνάμεων μετά τις γερμανικές εκλογές (αν π.χ. Το AfD που εκπροσωπεί τους Γερμανούς εθνικιστές επιβάλλει στενότερη σχέση με τη Ρωσία, κάτι που επιζητούν αρκετά στελέχη του αριστερού Die Linke) ή τι θα σήμαινε μια -απίθανη λόγω της ηγεσίας Σουλτς- συμμαχία ανάμεσα στο CDU και το AfD, ματαιοπονούμε για τον Στάλιν και τον Χίτλερ.
Αυτός που θα αναδειχθεί ισχυρός και θα κερδίσει την Καγκελαρία το 2017 θα κληθεί να αντιμετωπίσει έναν κόσμο στον οποίο η Δύση διανύει την πιο ασταθή φάση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γερμανία που θα αναδειχθεί το 2017 και θα διαχειριστεί ασύμμετρες απειλές, όπως η τρομοκρατία, επικίνδυνες μεταβλητές όπως ο πρόεδρος Τραμπ και «ειδικές περιπτώσεις», όπως η Ελλάδα θα καθορίσει την επόμενη ημέρα. Όσο για τον Στάλιν που είχε την τιμητική του φέτος τον Δεκαπενταύγουστο, ας θυμηθούμε τα λόγια του συντρόφου Τρότσκι από το μακρινό 1937: «το θερμιδοριανό καθεστώς του Στάλιν είναι το πιο ψευδολόγο που γνωρίζει η Ιστορία». Να και κάτι επίκαιρο!