Είναι βραδάκι, γύρω στις οκτώμισι. Περπατάω με τις κόρες μου στο Λιθόστρωτο του Αργοστολίου Κεφαλονιάς, τον βασικό εμπορικό πεζόδρομο της πόλης.Οι μικρές μου ζητάνε «μπουρδοψώνια», μια συνήθεια στην οποία επιδίδονται στις διακοπές, αγοράζοντας μικροαντικείμενα χαμηλής αξίας, κι εγώ συναινώ. Είναι 16 Αυγούστου, μέρα του «Αγίου» στο νησί (η εμπορική γιορτή του Αγίου Γερασίμου, η επίσημη είναι στις 20 Οκτωβρίου).Το νησί έχει πολύ κόσμο και μετά την περιφορά της εικόνας, ο περισσότερος κόσμος συρρέει στο Λιθόστρωτο για ψώνια, καφέ και χάζι.
Καθώς περπατάμε νωχελικά (εγώ τουλάχιστον), οι κόρες μου έχουν ενεργοποιήσει τα ραντάρ τους προκειμένου να εντοπίσουν το κατάστημα που θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους. Πράγματι δεν αργούν.Μπαίνουμε σ'ένα κατάστημα με γυναικεία αξεσουάρ (μαντήλια, κοκαλάκια μαλλιών, φτηνά κοσμήματα, καθρεφτάκια κλπ) και απλά τουριστικά είδη.Στο κατάστημα υπάρχει παραταγμένο χρωματιστά, μπόλικο εμπόρευμα για κάθε ηλικία του θηλυκού γένους, φωτισμένο ανάλογα.Μας «υποδέχεται» μια μεσήλικη γυναίκα, κουρασμένη , αγέλαστη κι απεριποίητη.Αναφέρω το κουρασμένη πρώτο γιατί θεωρώ ότι σίγουρα θα ήταν καθώς ούτε τα λαμπερά χαμόγελα των κοριτσιών μου,ούτε η λαχτάρα για ψώνια η ζωγραφισμένη στα μάτια τους δεν κατάφεραν να της ξεκλέψουν ένα χαμόγελο.Ήταν στα σίγουρα κουρασμένη.
Ενόσω οι μικρές πελάτισες αρχίζουν την αναζήτηση ατομικού θησαυρού ,παρατηρώ κάτι το παράταιρο με τη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε (Λιθόστρωτο,16 Αυγούστου, ώρα αιχμής ) ∙ το κατάστημα δεν έχει άλλους πελάτες εκτός από εμάς. Παράξενο σκέφτομαι κι αρχίζω να χαζεύω τα εμπορεύματα. Παρατηρώ και τον κύριο, μεσήλικας κι εκείνος, στο ταμείο που παραμένει αμίλητος και αγέλαστος όπως και η συνάδελφός του. Κάποια στιγμή, η μεγάλη μου κόρη πλησιάζει τον πάγκο του ταμείου, μπροστά στον οποίο υπάρχουν στοιχισμένα κουτάκια που περιέχουν πολλών ειδών λαστιχάκια για τα μαλλιά. «Διάλεξε Ναταλία μου αν θέλεις λαστιχάκια. Ποτέ δε σας φτάνουν, όλο εξαφανίζονται. Χρήσιμα θα σου φανούν» της λέω προτρέποντάς τη να πάρει.Εκείνη βάζει καναδυό στη χούφτα της και την επόμενη στιγμή λύνει τα μαλλιά της από την αλογοουρά που τα συγκρατούσε , για να δοκιμάσει το ένα από τα λαστιχάκια. «Αγάπη μου, δεν δοκιμάζουμε τα λαστιχάκια! Κάποιος άλλος μπορεί να το αγοράσει. Αν θέλεις κράτα το και το δοκιμάζεις σπίτι».
Πριν ολοκληρώσω το ευγενικό κήρυγμα στην κόρη μου, ο κύριος στο ταμείο μας χαρίζει τον σπάνιο ήχο της φωνής του λέγοντας εμφατικά «Τι λέτε στο παιδάκι! Προς θεού, το αγγελάκι.Τις βρωμιάρες τις τουρίστριες δεν αφήνω ούτε καν να τ'ακουμπάνε! Όχι το παιδάκι.Αυτές ,τις βρωμιάρες!» ξαναείπε και μ'άφησε άφωνη. Τις βρωμιάρες τις τουρίστριες σκεφτόμουν ξανά και ξανά καθώς φεύγαμε από το ερημωμένο μαγαζί, αφού είχαμε πληρώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν τα λαστιχάκια και είχαμε βγει έξω στο Λιθόστρωτο. Τις βρωμιάρες τις τουρίστριες σκεφτόμουν καθώς περπατούσα μηχανικά κρατώντας τα κορίτσια από το χέρι καθώς ο πεζόδρομος είχε γεμίσει από ανθρώπινα σώματα που κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις και δεν ήθελα να τις χάσω από τα μάτια μου.
Λίγο μετά συζητούσα με τον άντρα μου το συμβάν κι αναρωτιόμασταν και οι δυο αν ο συγκεκριμένος έμπορος βγαίνει στη γειτονιά του το βράδυ, ή λέει στους φίλους του, ή απαντά σε ερωτήσεις καναλιών για την κρίση του εμπορίου στα νησιά , « οι πωλήσεις έχουν πέσει, δεν έχουμε να φάμε, η κρίση μας κατέστρεψε, το νησί ξεψυχά....» κι άλλα παρόμοια.Ταυτόχρονα αναρωτιόμασταν αν αυτός ο έμπορος και πολίτης αυτής της ταλανισμένης χώρας έχει αναγνωρίσει πόσο φασιστική και ρατσιστική είναι η συμπεριφορά του και πως δεν δικαιούται να προσδοκά πωλήσεις και αντάλλαγμα όταν ο ίδιος μισεί, σιχαίνεται και αποστρέφεται τους δυνητικούς πελάτες του.
Τις βρωμιάρες τις τουρίστριες θα αναφέρω ξανά προσπαθώντας να ανακινήσω ένα από τα βασικά βαρίδια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας: την έλλειψη προσωπικής ευθύνης.
Είμαι σίγουρη ότι το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο ούτε ως προς το κατάστημα, ούτε ως προς το συγκεκριμένο νησί που υπεραγαπώ.Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, δείγμα ενός διαδεδομένου φαινομένου , όπως αυτό με τις κατεψυγμένες τηγανητές πατάτες που παλιότερα μας ρωτούσαν οι ταβερνιάρηδες στους τουριστικούς προορισμούς αν είμαστε Έλληνες για να μας φέρουν τις φρέσκιες. Oι «άλλες» προορίζονταν για τους τουρίστες (τους ανόητους ,να πω;), που δυστυχώς δεν έχει εξαλειφθεί στην Ελλάδα του 2015...