Η Ορεχίτας, κοινώς «αυτιάς», είχε την πιο αγνή καρδιά στη γειτονιά. Όπως κάθε γειτονιά, είχαμε κι εμείς τις διαφωνίες μας. Στον ένα δεν άρεσε να παρκάρουν κοντά στην έξοδο του γκαράζ, μάλλον γιατί δυσκολευόταν στην οδήγηση. Στην άλλη δεν άρεσε που οι σκύλοι έκαναν την ανάγκη τους στο πανέρι της κι έβγαινε να τους κηνυγάει με το σκουπόξυλο. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δυσανασχετούσαν που δυο νεαροί ένοικοι διοργάνωναν κάθε μήνα συνεστίαση μετά χορευτικής μουσικής και λοιπών Διονυσιακών εθίμων. Εκεί όμως που φτάναμε σε ανοιχτές παρεξηγήσεις ήταν όταν υπολογίζαμε το μηνιάτικο για τα κοινόχρηστα έξοδα. Όμως, πάντοτε με τη συμβολή και μαεστρία της κυρίας Ελένης, καταφέρναμε τελικά να συμφωνήσουμε σ’ ένα ισόποσο καταμερισμό, που, αν και δεν κάλυπτε τα συνολικά έξοδα, κάλυπτε όμως όσους πιστεύανε ότι το σωστό στην περιπτώση είναι τα βάρη να διαιρούνται ανά οικία. Η κυρία Ελένη στη συνέχεια ευχαριστούσε δημόσια τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη που είχε προσφέρει τα έξοδα για το κατάλυμα στο οποίο έμεναν οι φύλακες του δρόμου, το δικηγόρο κύριο Νίκο που είχε αναλάβει τα έξοδα για τις μπογιές να βαφτεί η εξώπορτα προς την κεντρική λεοφώρο που έκλεινε στις έξι το απόγευμα με απόφαση της συνέλευσης (θα την έβαφε ο οικοδόμος Βασίλης που τον ευχαριστήσε επίσης) και τον κύριο Τάσο, ο οποίος αφιλοκερδώς θα κλάδευε το μεγάλο δένδρο – το καμάρι του δρόμου.
Από το γωνιακό παράθυρο του δικού μας σπιτιού, έβλεπες μοναχά τις φυλλωσιές του και κάθε πρωΐ ξυπνάγαμε από χιλιάδες τιτιβίσματα πουλιών. Θα έρθω όμως στο πρωϊνό μας ξύπνημα παρακάτω.
Ο λόγος που η καπάτσα κυρία Ελένη διπλό και τριπλό ευχαριστούσε τους δυο γείτονες που βάζανε πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη ήταν γιατί είχε παρατηρήσει πως τους γέμιζε χαρά ο δημόσιος έπαινος. Κοκκίνιζαν τα αυτιά του κύριου Νίκου και τα μάγουλα του κύριου Παναγιώτη, ενώ κρατούσαν για λίγο την αναπνοή τους και μας κοίταζαν όπως είμασταν καθισμένοι γύρω-γύρω στον ανοιχτό χώρο. Οι λιγότερο εύποροι γείτονες από μέσα τους αποδέχονταν μιαν άλλη αρχή – ο καθένας προσφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του! – και σκέφτονταν πώς και οι ίδιοι θα έδιναν περισσότερα αν μπορούσαν. Όμως περισσότερο ανησυχούσαν για το πως θα ανταποκριθούν στις μόνιμες εισφορές που μόλις είχαν συμφωνήσει. Αναγνώριζαν όμως ότι δεν πήγαινε άλλο να τους αδειάζουν τα σπίτια κάθε τρεις και λίγο για μικροποσά. Τα κλεφτρόνια είχαν αποθρασυνθεί και όταν καταλάβαιναν ότι έλειπαν από κάποιο σπίτι, ή ακόμα και ότι στο σπίτι ήταν μόνη της κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, μπαίναν ακόμα και παρουσία της, τη δένανε σε μια καρέκλα μ’ ένα πανί στο στόμα, ψάχνανε να βρούνε τι πολύτιμο υπήρχε που να μπορούσαν να πουλήσουν και πριν φύγουν λύνανε τη γιαγιά και το βάζανε στα πόδια. Μέχρι να ειδοποιηθεί και να εμφανιστεί η δημοτική αστυνομία είχανε γίνει καπνός.
Από τότε όμως που η κυρία Ελένη οργάνωσε τη γειτονιά, τα κλεφτρόνια μετατόπισαν αλλού τις επιχειρήσεις τους. Βέβαια η οικογένεια της χήρας του έμπορα, της κυρίας Ασπασίας, που είχαν το γωνιακό σπίτι, ήταν απολύτως ενάντια στο κλείσιμο του δρόμου με μπάρα μετά τις έξι το απόγευμα, μια και είχε διαμορφώσει και προόριζε το ισόγειο του αρχοντικού τους για ενοικίαση καταστημάτων. Κι ακόμα, ήταν δυο ζευγάρια που μέναν παρακάτω κι αρνιόντουσαν να μιλήσουν σε κανένα. Η κυρία Ελένη προσπαθούσε να κρατήσει μυστικό ότι οι δύο οικίες δε συμμετείχαν στα κοινόχρηστα, αλλά μαθεύτηκε και δώστου καινούργιες συναντήσεις, παρεξηγήσεις, αλλά και διπλωματία για να έρθει συνεννόηση.
Κι όμως την Ορεχίτας την αγαπούσαν όλες και όλοι, σπαστικές και δύστροποι, έξω καρδιά κορίτσια και μοναχικοί εσωστρεφής νέοι, κακομούτσουνοι μεροκαματιάρηδες και αυτάρεσκες πουδραρισμένες κυρίες, ομορφόπαιδα και φοιτήτριες, ντόπιοι και περαστικοί. Η αυλή της Ορεχίτας δεν ήταν μαντρωμένη σα φρούριο όπως πολλά από τα άλλα σπίτια και η Ορεχίτας πρόστρεχε μόλις πλησίαζες, όλο μάτια, όλο χαρά, να χαιρετήσει. Κι όσοι την αγνόησαν μια και δυο και τρεις φορές, την τέταρτη τους κατέχτησε με την γλυκιά έκφραση της ζωής που μοιραζόταν για να τη γεύεται. Ίσα σ’ ένα νεύμα τους (για κάποιους ούτε σκέψη να χαϊδέψουν ξένη σκυλίτσα) εκείνη ανταπέδιδε χαρούμενες νότες, βλέμματα από τα αθώα παιδικά τους χρόνια, αισιοδοξία και ευχαρίστηση. Τι κι αν είχε κάθε σπίτι τα σκυλιά του, η Ορεχίτας ήταν η ξεχωριστή και σ’ όλους αγαπητή σκυλίτσα της γειτονιάς.
Όπως άρχισα να σας λέω, το πρωϊνό μας ξύπνημα το είχαν αναλάβει τα πουλάκια του μεγάλου μας δένδρου – λέγαν ότι ήταν στη θέση του όταν ο νεαρός πατέρας του έμπορα πήρε να χτίσει το σπίτι του, πριν εβδομήντα πέντε χρόνια, το πρώτο της γειτονιάς. Ετοίμαζα φρεσκοψημένο καφέ και διάβαζα τις πρωϊνές ειδήσεις, από την οθόνη του υπολογιστή τις περισσότερες φορές, κάποτε όμως και από την εφημερίδα, όταν η έλειψη του αρώματος του χαρτιού και του απλώματος των ειδήσεων στον καναπέ με στέλναν στον εφημεριδοπώλη. Ο εφημεριδοπώλης είχε το μικροσκοπικό του περίπτερο στην άλλη γωνιά του δρόμου, δίπλα στο καινούργιο κατάλυμα των δύο φυλάκων, με τους οποίους είχαν γίνει φίλοι. Ο εφημεριδοπώλης δούλευε από τις οχτώ το πρωΐ μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα ενώ οι δύο φύλακες εναλλάσονταν σε εικοσιτετράωρες βάρδιες. Παρότι ξέρανε για τις καταχτήσεις του οχταώρου, για εκείνους το δικαίωμα ήταν ακόμα άπιαστο όνειρο.
Ας ήταν αυτή η πιο λυπηρή είδηση! Αλλά σίγουρα διαβάζετε εφημερίδες οπότε δε θα γράψω εδώ για τα όσα έφταναν από την καθημερινότητα στην εφημερίδα κι από το χαρτί στην ανήσυχη συνείδησή μου. Έρχονταν η στιγμή να κάνω μπάνιο και να βοηθήσω τις κόρες μου στις ετοιμασίες για το σχολείο και κινούσαμε. Πρωτή μας συνάντηση η κυρα-Βασιλική, που σκούπιζε τα φύλλα που αποβραδύς είχαν πέσει από το δένδρο. Η κυρα-Βασιλική σταμάταγε το σκούπισμα, φιλούσε πρώτα τα κορίτσια, τα πείραζε με λογοπαίχνια ή άλλες παιδικές ερωτήσεις, τα σταύρωνε, τα ευλογούσε κι ύστερα φίλαγε και μένα. Η κυρα-Βασιλική ήξερε ότι συνέβαινε στη γειτονιά και τα ‘χε καλά με όλους εκτός από όσους δεν αντέχουν το κουτσομπολιό. Κι όμως το δικό της το κουτσομπολιό είχε μια αφοπλιστική παιδική αφέλεια (κι ας είχε κλείσμενα τα εξήντα η κυρά Βασιλική) απουσίαζε κάθε κακεντρέχεια. Η κυρά-Βασιλική ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος στη γειτονιά που δεν αγαπούσε το δένδρο μας, γιατί το προνόμιο να το έχει έξω από το σπίτι της ερχόταν μαζί με την ευθύνη να σκουπίζει καθημερινά τα φύλλα του (όπως κάναμε όλοι με τα κατά πολύ μικρότερα δεντράκια που είχαμε στο πεζοδρόμιο). Κι ας της το επαινούσα συχνά, εκείνη το ’βλέπε θεριό αντίπαλο. Περιττό να προσθέσω ότι η κυρά-Βασιλική με την Ορεχίτας ήταν πρώτες φίλες.
Πιο πέρα συναντούσαμε τη νεότατη γιαγιά της Κατερινιώς, η οποία είχε ζήσει κάποια χρόνια στο Τορόντο του Καναδά, όπου είχε γνωριστεί με την Ελληνική παροικία και είχε μάθει μερικές λέξεις. Μας καλημέριζε λοιπόν στη γλώσσα μας κι όλο ρωτούσε τα κορίτσια να της μάθουν κάποια καινούργια λέξη. Τα κορίτσια της απαντούσαν, αλλά μετά επιτάχυναν το βήμα, γιατί η Ορεχίτας τις είχε ακούσει ή μυριστεί κι είχε βγάλει το κεφαλάκι της να μας κοιτάζει και να μας περιμένει. “Ορεχίτας! Ορεχίτας!” Ενθουσιασμένες παιδικές φωνούλες την πλησίαζαν με τρεχαλητό κι άρχιζε η καθημερινή ιεροτελεστία. Ένα ξέφρενο κούνημα της ουράς ξεκίναγε ακριβώς όταν η απόσταση ήταν πια μικρή και η επαφή με τα κορίτσια σίγουρη. Ένα ταυτόχρονο γόγγυσμα χαράς άρχιζε μακρόσυρτο με μικρές μόνο διακοπές και δώστου πάλι. Πηδήγματα, που όμως σήμαιναν πρώτα μάζεμα του κεφαλιού μέσα από τα κάγκελα και ότι τώρα η Ορεχίτας, τεντομένη με τα πόδια ψηλά στα κάγκελα, ήταν πιο ψηλή από τις κόρες μου. Μετά όμως ξαναγύριζε στην πρώτερη θέση της να απολαύσει τα χάδια, αλλά και να γλείψει τα χέρια, ένα-ένα και τα τέσσερα των δύο κοριτσιών. Έχοντας μαζέψει φιλιά από ανθρώπους και τη σκυλίτσα, περνούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι την πολύβουη λεοφώρο κι ακριβώς απέναντυ μας περίμενε το σχολείο τους.
Η πρώτη έξοδος της Ορεχίτας από τον κόσμο της αθωότητας, η πρώτη της επαφή με τον κόσμο των εξαρτήσεων συνέβη όταν μας επισκέφτηκε η γιαγιά από την Ελλάδα. Η γιαγιά έφερε ιδιαίτερη αγάπη για τους σκύλους, ίσως εν μέρη θρεμμένη από ένα νεανικό βάρος που έφερε μέσα της, όταν στα πλαίσια της έρευνας του διδαχτορικού της μελετούσε τη δράση αντικαρκινικών φαρμάκων σε όγκους που εμφύτευε σε σκυλιά πειραματόζωα. Όταν το φάρμακο δε λειτουργούσε, το άτυχο πειραματόζωο υπέκυπτε στη νόσο κι ούτε τα κλάμματα της ειδικευόμενης επιστημόνησας – υπό το απορρημένο βλέμμα του γιού της “μα, μανούλα, εσύ δεν τους έβαλες τον καρκίνο; δεν ήξερες ότι θα πέθαιναν;” – ούτε οι καινούργιες χημικές ουσίες απέτρεπαν το μοιραίο. Σε μένα δε φαινόταν τόσο τραγικό, αφού η ένεση τα έβαζε να κοιμηθούν γλυκά, ήσυχα και μετά απλά δεν ξαναξύπναγαν…
Για τη γιαγιά λοιπόν δεν αρκούσε η καλημέρα και τα φιλήματα με την Ορεχίτας. Κι έτσι, στην πρωϊνή μας βόλτα στο σχολείο, προστέθηκε και ο μεζές! Άλλωτε η ξεροψημένη πετσούλα από το κοτόπουλο, άλλωτε ένα κομματάκι τυρί, πιο συχνά μια φέτα μορταδέλα, αγορασμένη ειδικά για την Ορεχίτας. Άλλαξαν κι ορισμένες λεπτομερίες στους χρόνους της ιεροτελεστίας. Τώρα το γόγγυσμα χαράς άρχιζε λίγο νωρίτερα και ενσωμάτωνε μια επιπλέον νότα προσμονής και άλλη μια παρακλητική: “ελάτε ντε!” Η συγχορδία άρεσε σε κόρες και γιαγιά. Σύντομα προστέθηκε η εμφάνιση του Παυλοφικού σάλιου. Η Ορεχίτας χαιρετούσε όπως παλιά, όμως το βλέμμα της τώρα καρφωνόταν στο χέρι της γιαγιάς. Σύντομα μάθανε και τα κορίτσια, οπότε τώρα κοίταζε όλα τα χέρια, ακόμα και το δικό μου κι ας μην την τάϊζα. Τα φιλήματα έγιναν πιο παθιασμένα (αφήστε κατά μέρος τη δική μου υποψία ότι έψαχνε τα υπολοίματα της μορταδέλας στα χέρια των κοριτσιών). Εκείνες πάντως, ευτυχισμένες φτάνανε στην πόρτα του σχολείου τους με τα χέρια καθαρά, μια και όπως ξέρετς το σάλιο των σκυλιών είναι από τα καλύτερα αντιμικροβιωτικά.
Η πρώτη δυσκολία μας βρήκε όταν επέστρεψε η γιαγιά στην Ελλάδα και σταμάτησε η καθημερινή παροχή του μεζέ. Στην αρχή η Ορεχίτας διαμαρτυρήθηκε, έκλαψε ακόμα, μια μέρα έκανε και μούτρα, όμως όπως σας είπα είχε την πιο αγνή καρδιά στη γειτονιά. Έτσι με τον καιρό επανήλθαμε στις πρωϊνές συντροφικότητες χωρίς τροφή. Μόνο μια επιπλέον αποχαιρετηστήρια νότα στο γόγγυσμά της πρόσθεσε. “Μη νομίζετε ότι δε θα μου άρεσε μια φέτα μορταδέλα!” έλεγε και μύριζε μια τελευταία φορά τα πλακάκια της αυλής, μήπως την είχαμε αφήσει εκεί και δεν την είχε πάρει είδηση. Φανταστείτε πόσο δυσκολευόμουν να πετάξω στα σκουπίδια την πέτσα από το κοτόπουλο. Γιατί ότι είχα φοβηθεί συνέβει τη φορά που είπα στα κορίτσια: “Θέλετε να πάμε του αυτιά ένα μεζέ;”
Από μακριά ο τόνος της φωνής τους “Ορεχίτας! Ορεχίτας!” προμήνυε κάτι διαφορετικό κι όταν του δώσανε τις πετσούλες τρελάθηκε η Ορεχίτας κι όλο ευχαριστούσε με φιλάκια και μελωδικές συγχωρδίες. Όμως, τι τραγωδία το κλάμμα του τις επόμενες μέρες, όταν δεν πίστευε ότι την χαιρετούσαμε χωρίς μεζέ, και δώστου κλάμμα, και δώστου να μυρίζει χέρια και πλακάκια με δυσπιστία.
Έτσι, αποφάσισα πως μεζές μόνο όταν μας επισκέπτεται η γιαγιά και το ανακοίνωσα στις κόρες μου. “Γιατί μπαμπά;” Δε θυμάμαι τι σκαρφίστηκα για να τις πείσω. Πάντως η φιλία μας με την Ορεχίτας δε διαταράχθηκε και οι πρωϊνές μας έξοδοι για το σχολείο συνέχιζαν αρμονικές. Μέχρι τη μέρα που είδαμε την Ορεχίτας μαζεμένη πίσω από τις μεγάλες γλάστρες.
Τη χαιρετίσαμε, τη φωνάξαμε, αλλά ίσα που σήκωσε δυο λυπημένα μάτια να μας κοιτάξει. Ούτε μας μίλησε, ούτε μας πλησίασε, ούτε κούνησε την ουρά. Πολύ περίεργο, σκεφτήκαμε. “Ίσως να είναι άρρωστη”, είπα και τα κορίτσια συμφώνησαν. Την επόμενη μέρα τα ίδια, αυτή τη φορά η Ορεχίτας ήταν μέσα στο σπιτάκι της και δε βγήκε. Ξέχασα να σας πω, ότι μερικές φορές τη βρίσκαμε να κοιμάται στο σπιτάκι της όταν επιστρέφαμε από το σχολείο. Τότε είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε ησυχία, για να μην αναστατώνουμε την απογευματινή της σιέστα. Αν όμως καμιά φορά μια κόρη την καλούσε επίμονα, πάντοτε ξύπναγε κι ερχόταν.
Το περιστατικό που περιγράφω συνέπεσε με την εγχείρηση της κυρα-Βασιλικής. Είχε περάσει χρόνος που διάγνωσαν πέτρες στη χολή κι έπρεπε να της την αφαιρέσουν, αλλά όλο από αναβολή σε αναβολή την είχαν από το δημόσιο σύστημα υγείας. Τελικά την προγραμμάτισαν και η κυρα-Βασιλική είχε τρομάξει και μας ζητούσε να προσευχόμαστε στον Κύριο να την έχει καλά. Της έλεγα λόγια κουράγιου προσπαθώντας να ισορροπώ την απέχθειά μου προς τον Κύριο με το σεβασμό στις πεποιθήσεις των θρησκευόμενων, ποντάρωντας στο ότι θα απέδιδε τις ασυνήθιστες απαντήσεις μου στην αλλοπατρία μου και όχι απαραίτητα στην αθεΐα μου, που σίγουρα θα την αναστάτωνε περισσότερο. Το θέμα είναι, δεν ήταν εκεί να μάθουμε τι είχε συμβεί.
Μια μέρα ξαναείδαμε την Ορεχίτας! Οι τρεις μας τρελαθήκαμε από χαρά, εκείνη όμως ίσα που σηκωσε το κεφαλάκι της πίσω από τις μεγάλες γλάστρες και μας κοίταξε θλιμμένα. Οι κόρες μου κι εγώ δεν ξέρουμε από κατάθλιψη. Μας πρόλαβε, φαίνεται, η μικρή Ορεχίτας; Την επόμενη μέρα έλειπε πάλι. Τα κορίτσια στεναχωρέθηκαν, διαμαρτυρήθηκαν. “Θέλω την Ορεχίτας τώρα!” επέμηνε η μικρή.
Η γυναίκα μου, η μαμά των κοριτσιών μας, είπε να προσέχουμε μη μας κολλήσει τίποτα η σκυλίτσα. Η συμβουλή όμως στάθηκε αχρείαστη, γιατί τις επόμενες μέρες η Ορεχίτας δεν ήταν πια στην αυλή. “Που είναι η Ορεχίτας;” ρωτούσαν οι δυο μας κόρες. Αποφασίσαμε ότι είχε πάει για ανάρρωση στον κτηνίατρο. Λίγες μέρες αργότερα – σε άσχετη στιγμή – η μεγάλη μας κόρη μας ανακοίνωσε ότι όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει κτηνίατρος. Όμως οι μέρες περνούσαν και πουθενά η Ορεχίτας. Στο μεταξύ η κυρα-Βασιλική ανάρρωσε από την εγχείρηση και συνάντησε τη γυναίκα μου. Είχε πληροφορηθεί το τραγικό συμβάν – κάτι νεαροί είχαν τραβήξει την ουρά της καϋμενούλας τόσο άγρια που της χάλασαν τη σπονδυλική στήλη. Μάθαμε ότι ένας από τους αδελφούς της οικογένειας που είχαν την Ορεχίτας ήταν κτηνίατρος και την επέβλεπε προσεχτικά.
“Όταν γίνει καλά, θα της φέρουμε μεζέ, έτσι;” ρώτησε η μεγάλη κόρη. Κάτι άρχισα να της λέω ότι μερικές φορές στο νοσοκομείο μας δίνουν ειδικό φαγητό, αλλά δεν ολοκλήρωσα και υποσχέθηκα πως όταν θα είναι καλά η Ορεχίτας θα της πάμε μεζέ. Έκοψα ένα κλαδάκι δενδρολίβανο της αυλής για να μυρίσουμε, μπας και η ευωδιά του φυτού καταπραΰνει τις ανησυχίες μας. Κι όμως πάλι δεν τη βλέπαμε. Αποφάσισα ότι είχε περάσει πολύς καιρός και έπρεπε να προετοιμάσω τα κορίτσια για τα χειρότερα. Θυμήθηκα την ένεση που έκανε η γιαγιά στα σκυλάκια της και πως δε με στεναχωρούσε και είπα στις μικρές ότι μπορεί ο κτηνιάτρος να την κοιμήσει αν πονάει πολύ, για να μην πονάει άλλο. Τα “γιατί;” τα διαδέχτηκαν οι προσδοκίες τους ότι θα γίνει καλά η Ορεχίτας. Όταν όμως συναντήσαμε κάτι μεγάλες τρύπες στη λεοφώρο οπού κάνανε έργα, μόνες τους σκέφτηκαν ότι μπορεί – αν πέθανε – να τη θάψανε μέσα στις τρύπες από το χώμα, την Ορεχίτας.
Κάθε πρωΐ που περνάμε από την αυλή της σταματάμε και την ψάχνουμε. Εσείς τι λέτε, θα ξανάρθει;