Το 2019, πολύ κοντά στα 200 χρόνια από την πραγματοποίηση της ελληνικής επανάστασης θέτει στην κοινωνία μας ένα αμείλικτο διακύβευμα: Θα καταφέρει να υπερβεί τον «παρατεταμένο», εμφυλιακό 20ο της αιώνα ή θα παραμείνει το «αποτυχημένο κράτος» εκείνο που αγαπούν οι μεγάλες δυνάμεις να μεταχειρίζονται σαν κλωτσοσκούφι;
Η Πορτογαλία στις αρχές της δεκαετίας που τώρα μας αφήνει, εθεωρείτο ότι ακολουθεί κι αυτή μια τυπική περίπτωση οικονομικής αποτυχίας, όπως η Ελλάδα. Μέσα όμως στα χρόνια που πέρασαν, οι πορείες των δυο χωρών υπήρξαν αποκλίνουσες. Εκείνη ακολούθησε ένα μόνο μνημόνιο, ανέκαμψε οικονομικά γρήγορα, και τώρα οι οικονομολόγοι της ευρωζώνης ισχυρίζονται ότι μπήκε σε μια αναπτυξιακή τροχιά.
Σαν και την Ελλάδα, ακολούθησε ένα οικονομικό πρόγραμμα λιτότητας που υπέγραψαν από κοινού κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, μετά τη λήξη του οποίου στην εξουσία ανήλθε μια κυβέρνηση «αναδιανεμητική», μειοψηφίας στην περίπτωση της Πορτογαλίας, που στηρίζεται ακόμα και από τους κομμουνιστές και τους πράσινους. Οι διαφορές ωστόσο, είναι περισσότερες απ’ τις ομοιότητες: Η κυριότητα του μνημονίου άνηκε στο πορτογαλικό πολιτικό σύστημα, και όχι σε κάποια ″τρόικα”· το μείγμα πολιτικής έδινε περισσότερη βαρύτητα στην αποανάπτυξη του δημόσιου τομέα και όχι στην φορολεηλασία του ιδιωτικού• οι κοινωνικές αντιδράσεις υπήρξαν οξείες, ωστόσο ήσαν πολύ πιο σύντομες και κατέληξαν νικηφόρες στο ότι ανάγκασαν την κυβέρνηση να πάρει πίσω μέτρα που υποβάθμιζαν αισθητά την θέση των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα· η λιτότητα συνδυάστηκε με αναπτυξιακές πολιτικές τόνωσης της παραγωγής, αναβάθμισης της τεχνολογικής της σύνθεσης, υποστήριξης των εξαγωγών.
Η ανάκαμψη της Πορτογαλίας είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Κανείς, βέβαια, δεν ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια χώρα-παράδεισο. Η φτώχεια και οι διαιρέσεις παραμένουν. Η Λισαβόνα, για παράδειγμα, μαστίζεται από τις παθογένειες του υπερτουρισμού· το κέντρο της έχει καταστεί ένα πανάκριβο τουριστικό ντεκόρ, οι τιμές ανεβαίνουν, και τα χαμηλά στρώματα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν – διώκωνται στην περιφέρεια. «Μια πόλη, δυο πραγματικότητες», έγραφε μια αφίσα σ’ έναν κεντρικό της δρόμο, καλώντας μας να κοιτάξουμε «μέσα στο ρήγμα»· από κάτω επεξηγούσε οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι τουρίστες και οι κάτοικοι, τα ξενοδοχεία και τα νοσοκομεία, τα «παλιά» εγκατελειμμένα στρώματα και οι νεοανερχόμενες τάξεις.
Ωστόσο υπάρχει κάτι που προς το παρόν υπερβαίνει αυτόν τον διχασμό. Οι Πορτογάλοι ζουν φτωχικά μεν, αξιοπρεπώς δε. Τα προβλήματά τους δεν τους έχουν καταπλακώσει όπως συμβαίνει με εμάς τους Έλληνες. Το κυριότερο; Δεν υστεριάζουν. Υπάρχει κάτι πολύ παραδοσιακό στον τρόπο με τον οποίο αυτός ο λαός υπομένει τις κακουχίες, μια καρτερία που πηγάζει από τα βάθη της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας και που ίσως οφείλεται στις αλλεπάλληλες καταστροφές, σεισμοί, πανόλες, και πυρκαγιές που βύθισαν την ακμάζουσα Λισαβόνα στον 16ο αιώνα της.
Αυτή η οπτική παρέμεινε κοινή, γιατί η Πορτογαλία, σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα επέτυχε έναν βαθμό εθνικής συνεννόησης. Μια έννοια που ισοδυναμεί με ύβρη και κοροϊδία στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο, εκεί έγινε πραγματικότητα. Ο τρόπος πρόσληψής της είναι κι αυτός χαρακτηριστικός της διαφορετικής εμπειρίας που έχουν οι δυο χώρες. Εδώ η έννοια της εθνικής συνεννόησης ερμηνεύεται ως ένα αφελές, ενδεχομένως και ύποπτο αφήγημα ομοψυχίας· εκεί παίρνει περισσότερο την εκδοχή της διευθέτησης των συγκρούσεων, όχι της παρασιώπησής τους. Απόδειξη γι’ αυτό, ότι και οι κοινωνικές κινητοποιήσεις έπαιξαν προωθητικό ρόλο για την έξοδο απ’ την κρίση.
Και κάτι τελευταίο για τους Πορτογάλους, που έχει κι αυτό τη σημασία του ως προς την εθνική συνεννόηση: Δεν καλλιεργούν, τουλάχιστον στον βαθμό και την έκταση που κάνουμε εμείς, το πικρό φρούτο του εθνομηδενισμού. Παρ όλο που και εκείνοι είχαν χούντα, έχουν μια αγάπη για τον συλλογικό τους εαυτό και τα σύμβολά του, όπως η σημαία: Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι οι Πορτογάλοι έκαναν όντως μια λαϊκή επανάσταση για να την αποτινάξουν· δεν υπήρξε όπως εδώ κάποιος Μπονάνος για να παραδώσει τα κλειδιά της δικτατορίας στους πατέρες της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας, για να σπεύσουν και εκείνοι με τη σειρά τους να συνεχίσουν το έγκλημα της Κύπρου που η ίδια η δικτατορία προκάλεσε.
Έτσι, στην Λισαβόνα πρέπει να ψάξει πολύ κανείς για να βρει τα προγλωσσικά γκράφιτι των αντίφα• στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν κυριαρχεί όλος αυτός ο κουρνιαχτός της αυτοαμφισβήτησης που κυριαρχεί εδώ κάθε εθνική γιορτή, αν υπάρχουμε ή όχι σαν έθνος, αν είπαμε ή όχι το ΟΧΙ, αν επαναστατήσαμε ως Έλληνες ή ως… ανώνυμα εξεγερμένα υποκείμενα το 1821. Οι δε διάσημοι συγγραφείς της χώρας, δεν βγαίνουν στην τηλεόραση για να ισχυριστούν ότι ο πορτογάλος Κολοκοτρώνης ήταν γκέι, το πολύ πολύ σε στιγμές όξυνσης, και μάλλον ορθώς, να ξεστομίσουν οργισμένα «ιδιωτικοποιήστε και την π… την μάνα σας» ―όπως είπε ο νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου.
Η απουσία εθνικής συνεννόησης είναι το μεγάλο αίτιο για το οποίο η ελληνική κρίση πήγε τόσο βαθιά, και ταυτόχρονα τράβηξε τόσο πολύ σε μάκρος. Είναι και το «αίνιγμα του εκδημοκρατισμού» που τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος: Το γεγονός ότι η χώρα έκλεισε το 2016, 100 χρόνια εμφυλιακής έριδας, που μετασχηματίζεται εν εξελίξει, αρχής γενομένης από τα Νοεμβριανά του 1916, και έκτοτε κατατρώγει όλη την ενεργητικότητα και τα ζωτικά αποθέματα του έθνους παράγοντας μόνο καταστροφές: 1922, 1945-1949, 1974, 2010-2020. Τώρα, φαίνεται ότι έχουμε φτάσει μάλλον στο σημείο μηδέν, και διακόσια χρόνια μετά την απαρχή του περιπετειώδους, ελεύθερου βίου μας αντιμετωπίζουμε το φάσμα της ολοκληρωτικής του υπονόμευσης.
Μπορεί να ακούγεται αφελές, αλλά η ένταση του διχασμού αποτελεί κατ εξοχήν παράγοντα οπισθοδρόμησης της χώρας στον 21ο αιώνα: Η ‘εθνική συνεννόηση’ αποτελεί ένα είδος «κεφαλαίου» για τους σύγχρονους οικονομολόγους της παγκοσμιοποίησης. Έχει να κάνει με την ταχύτητα υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, και τον βαθμό της αποτελεσματικότητάς της, κι επίσης, με την υλοποίηση μακρόπνοων παραγωγικών σχεδίων, με την ένταση της επιστημονικής και της τεχνολογικής έρευνας κ.ο.κ.
Οι Κινέζοι αποτελούν το κατ εξοχήν παράδειγμα μέσα στην παγκοσμιοποίηση, που χρησιμοποίησαν την εθνική τους συνοχή ως εργαλείο για την υλοποίηση της τόσο χαρακτηριστικής πολιτικής ευελιξίας: Το 2005, το αναπτυξιακό τους ‘θαύμα’ έμοιαζε ότι θα σκόνταφτε στην τεράστια οικολογική καταστροφή που αυτό προκαλούσε. Το 80% των υδάτων της είχαν καταστεί εξαιρετικά μολυσμένα, και πολλοί ευκατάστατοι μετανάστευαν στο εξωτερικό γιατί δεν άντεχαν την ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις. Δέκα χρόνια μετά είναι πρώτοι στην απορρύπανση. Έχουν βέβαια πολύ μακρά παράδοση κρατικής αποτελεσματικότητας, κι εξίσου μεγάλη παράδοση κολεκτιβιστικού αυταρχισμού (ο οποίος γίνεται τρομακτικός τώρα που με την υψηλή τεχνολογία έχουν εγκαθιδρύσει κοινωνίες ακραίας επιτήρησης, από την άλλη βέβαια αξίζει να πούμε ότι ταυτόχρονα είναι και πατρίδα ενός πολύ ισχυρού και μαχητικού εργατικού κινήματος). Ωστόσο, πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται το «πολιτιστικό» τους κεφάλαιο, η «κινεζικότητα», που τους επιτρέπει να συντονίζονται σε κοινούς σκοπούς, και όταν 1 δισεκατομμύριο κάνει κάτι τέτοιο η θέλησή του όντως μετακινεί βουνά, που έλεγε κι ο Μάο. Αυτή είναι και η βασική διαφορά της Κίνας, απ’ την Ινδία, που σιγά σιγά συσσωρεύει μεγέθη και δυναμισμό μεγαλύτερα από την πρώτη, ωστόσο, το έλλειμμα της ενότητάς της είναι που την έχει κατά κάποιο τρόπο καθηλώσει σε μια παγίδα στασιμότητας.
Εδώ, πάλι, σε σχέση με το επίδικο της συνεννόησης είμαστε ουραγοί· η τωρινή κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε μιαν θεσμική αδυναμία της προηγούμενης, ότι δεν είχε την δύναμη να εκλέξει από το κοινοβούλιο πρόεδρο της δημοκρατίας, για να προκαλέσει την ανατροπή της. Με την άνοδο στην εξουσία, πήρε τις πρότερες αιματηρές θυσίες του ελληνικού λαού και τις έπαιξε στο πόκερ της διαπραγμάτευσης, όπου προφανώς και τις έχασε κερδίζοντας όμως με το δημοψήφισμα-μπλόφα την κεντρική θέση στο πολιτικό σκηνικό, που έχει μέχρι και σήμερα, αν και τώρα κλυδωνίζεται.
Λειτούργησε με αυτόν τον τρόπο ως εμφυλιακή μηχανή, καταφέρνοντας να παραμείνει τέσσερα χρόνια στην εξουσία. Ωστόσο, πάνω σε αυτήν την εμφυλιακή κατάσταση, οι νυν θεσμοί και πρώην τρόικα κατάφερε να κανονικοποιήσει την λεηλασία μιας ολόκληρης χώρας σε ορίζοντα, μάλιστα, δεκαετιών, ενώ με το μεταναστευτικό, τη Συμφωνία των Πρεσπών, και την ραγδαία απώλεια αποτρεπτικής ισχύος στα ελληνοτουρκικά, η Ελλάδα βυθίζεται τώρα στην δίνη της ‘βαλκανιοποίησης’, κάτι που είχε αποφύγει στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Εν τω μεταξύ η αξιωματική αντιπολίτευση την κερδίζει δημοσκοπικά κατά κράτος, και κατά πάσα πιθανότητα θα την κερδίσει με μεγάλη διαφορά και στις εκλογές –όποτε αυτές γίνουν, σίγουρα στο πρώτο εξάμηνο του 2019. Ωστόσο, άλλο η αλλαγή στο τιμόνι της κυβέρνησης και άλλο το διακύβευμα της εθνικής συνεννόησης και της εξόδου της χώρας απ’ τον παρατεταμένο εμφύλιο που ορίζει σαν αιωνόβιο πλέον ζόμπι τις τύχες της χώρας. Κι αυτό γιατί τόσο η ΝΔ, όσο και οι υπόλοιπες κοινοβουλευτικές παρατάξεις, δεν έχουν ούτε το φρόνημα, ούτε τον πρότερο έντιμο βίο, ούτε την επεξεργασία την ιδεολογική και την προγραμματική ώστε να διατυπώσουν μια νέα «Μεγάλη Ιδέα» που θα αίρει τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του διχασμού, και θα οδηγήσει τους Έλληνες σε συνεννόηση με σκοπό την επιβίωσή τους ως κοινωνία και ελεύθερο έθνος μέσα στον 21ο αιώνα.
Ίσα ίσα ο τελευταίος ενισχύεται από την ίδια την δραστηριότητα της παρούσας κυβέρνησης, που χρειάζεται μια εμφυλιακή δεξιά, και για να επιβεβαιωθεί η ίδια ως εμφυλιακή αριστερά και έτσι να κρύψει τον πραγματικό της χαρακτήρα, ότι υπήρξε η κυβέρνηση που υπηρέτησε με τον θερμότερο ζήλο τις ισοπεδωτικές επιταγές της παγκοσμιοποίησης σε κάθε επίπεδο. Εξ ου και η κατάχρηση της έννοιας «φασίστας» από την κυβερνητική προπαγάνδα, η οποία ακόμα και αν δεν υπήρχαν στην βουλή οι νοσταλγοί των ταγμάτων ασφαλείας θα τους είχε εφεύρει.
Μικροπολιτικές του σκότους· εν τω μεταξύ όλες οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, από την ανασυγκρότηση της παραγωγής της, μέχρι την δημογραφική της ανάταξη, την παιδευτική της αναβάθμιση, την αναδιοργάνωση των δυνάμεων αποτροπής προς αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, την αποκέντρωσή της και την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, απαιτούν κάποιες μορφές εθνικής συνεννόησης για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
Το πολιτικό κενό ως εκ τούτου είναι απόλυτο. Και πάει πιο βαθιά από το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Στην Αριστοτελική θεωρία των πολιτευμάτων, η δημοκρατία στην ενάρετή της φάση παράγει μέσω της διαβούλευσης του Δήμου την ομοψυχία της πόλεως. Το βασικό έλλειμμα του ελληνικού εκδημοκρατισμού έχει ακριβώς να κάνει με το γεγονός ότι αδυνατεί να παράγει μια τέτοια ομοψυχία, όχι φυσικά ως μια αφελή ”ενότητα”, αλλά ως διευθέτηση της σύγκρουσης, ως οριοθιέτησή της σε μορφές πανεθνικής συνεργασίας, που συντηρούν το ελάχιστο των προϋποθέσεων για την συνέχιση του συλλογικού μας βίου. Εξ άλλου, όταν το επίδικο, δηλαδή η χώρα η ίδια, έχει ισοπεδωθεί σε ερείπια ποιος ο λόγος να συνεχίζεται αυτός ο διχασμός ο απόλυτος;
Απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, αυτό το ερώτημα θα μας απασχολήσει με πολύ επώδυνο και τραγικό τρόπο μέσα στο 2019…