Η οριζόντια μείωση των συντάξεων ήταν η χυδαιότερη επιλογή που έγινε από όλες τις κυβερνήσεις που κυβέρνησαν την πατρίδα μας από το 2010 έως και σήμερα.
Ήταν και παραμένει μια βαθιά προσβλητική, ακραίως αντικοινωνική απόφαση, η οποία ήρθε να διορθώσει με ανάλγητο τρόπο αδικίες του παρελθόντος, στη μεγαλύτερη κρίση που έζησε δυτική χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο.
Και έγινε ακόμα ακραία χυδαιότερη όταν υλοποιείται, χωρίς αιδώ, από μια κυβέρνηση η οποία λειτουργεί στο όνομα τoυ προοδευτισμού και της ελευθερίας.
Συνεπώς -εάν όντως επιτευχθεί- η άρση του μέτρου της μείωσης των συντάξεων είναι μια εξαιρετικά θετική εξέλιξη. Και θα πρέπει να την χειροκροτήσουμε όλοι.
Τι θα σημαίνει, όμως, στην πράξη πέρα από το αυταπόδεικτο; Θα σημαίνει ότι η Ελλάδα παραμένει ένα πειραματόζωο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν μπορεί να ξεφύγει από το σύνδρομο του σαλιγκαριού όσο στην κυβέρνηση εξακολουθούν να λειτουργούν όπως σήμερα.
Δεν χρειάζεται κανείς να είναι σοφός για να δει την παραπάνω πραγματικότητα στα μάτια. Το ΔΝΤ σιωπά, η ΕΚΤ παρακολουθεί και οι λοιποί “κάνουν παιχνίδι”. Διότι μόνο ως παιχνίδι μπορεί να αιτιολογηθεί η ψήφιση μιας σειράς μέτρων προκειμένου να παρθεί μία απόφαση για διαμόρφωση των όρων βιωσιμότητας ενός χρέους με βάση προοπτική 40 ετών και μόλις 18 μήνες μετά την ψήφιση ενός μέτρου αυτό να ακυρώνεται (μέτρο που ψηφίστηκε μόλις το 2017).
Είναι η συνέχεια μιας στρεβλής κατάστασης που οι αριθμοί υπερτερούν από τον άνθρωπο. Κι αν την περίοδο 2015-2018 η πολιτική κέρδισε την οικονομία και η Ελλάδα έζησε με οικονομικές ενέσεις και μεταρρυθμιστικές επιβολές, οι στρεβλώσεις παραμένουν. Και είναι τόσο έντονες που μόνο όσοι εθελοτυφλούν δεν βλέπουν το πρακτικό αδιέξοδο.
Όχι ότι όλα είναι μαύρα. Όμως τείνουν να γίνουν μαύρα σε μια χώρα που κατάφερε πολλά, αλλά τώρα γίνεται οιονεί αποικιοκρατία. Και ποτέ μια εξέλιξη δεν είναι μαύρη για όλους. Φθάνει να είναι μαύρη για την πλειοψηφία.
Για μένα υπάρχει λύση. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα έρθει μέσα από τις εκλογές. Διότι δεν μπορεί να συνεχίσουμε με αυτή την νοοτροπία στο πολιτικό γίγνεσθαι. Τα άκρα μεγαλώνουν, η κυβέρνηση ετοιμάζεται για το μεγαλύτερο λάθος της - βοούν οι φήμες στα δημοσιογραφικά γραφεία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων για τη Novartis και την παραπομπή πολιτικών προσώπων στη Δικαιοσύνη- κι εμείς πάμε να πέσουμε σε μια δίνη ακραίας στασιμότητας και φτώχειας για πάρα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Κι επειδή όσοι έχω την τιμή να με διαβάζετε θα έχετε διαπιστώσει ότι εδώ και καιρό εκτιμώ πως ό,τι και να γίνει δεν αλλάζει το αποτέλεσμα των επομένων εκλογών θα σας εκμυστηρευτώ -κι είμαι σίγουρος ότι σε κάποιους δεν θα αρέσει η σύγκριση αυτή- ότι θεωρώ πως η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αποκτά όλο και περισσότερο σημαντικά κοινά στοιχεία με την Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990-93. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έπεσε από το 46,9% του 1990 στο 39,3% του 1993. Αυτές οι 7,6 ποσοστιαίες μονάδες ήταν αρκετές για να χάσει την εξουσία, την ίδια ώρα που οι περισσότερες αποφάσεις της διαχρονικά αποδείχθηκαν σωστές. Τότε, όμως, είχε δημιουργήσει ένα κλίμα εναντίον της, κλίμα που δεν μπόρεσε ποτέ να διορθώσει χάνοντας κρίσιμες ψήφους και την κοινωνική πλειοψηφία. Μαζί με τους φανατικούς υποστηρικτές της είχε δημιουργήσει φανατικότερους εχθρούς χάνοντας αυτό που λέμε εκλογικό κοινό. Το ίδιο, σε πολύ χειρότερη μορφή, πρόβλημα αντιμετωπίζει ο Αλέξης Τσίπρας. Όλο και λιγότεροι Έλληνες δέχονται να τον ακούσουν. Να τον ακούσουν όχι να αποδεχθούν την όποια άποψή του. Και στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα γίνεται ακόμα χειρότερο διότι αντίθετα με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος υπερασπιζόταν τις ιδέες του, εκείνος αναγκάζεται να προσαρμόζεται στα κελεύσματα των συμμάχων μας και να υποχωρεί σθεναρά σε αυτά αφήνοντας ένα ελάχιστο στίγμα στην πολιτική του αυτοτέλεια.
Το γεγονός αυτό πλέον δε διορθώνεται ούτε με την άρση του μέτρου της μείωσης των συντάξεων, ούτε με την όποια εμπλοκή του πολιτικού αντιπάλου με τη δικαιοσύνη. Και δε διορθώνεται παρά μόνο στο χρόνο. Ο Αλέξης Τσίπρας στην πορεία των τελευταίων τεσσάρων ετών (από τον Ιανουάριο του 2015 έως και σήμερα) βρήκε υποστηρικτές, βρήκε κι ινστρούχτορες. Βρήκε πένες που είτε στο όνομα της Αριστεράς είτε στο χρώμα του χρήματος του έδωσαν πολιτική νομιμοποίηση πολύ μεγαλύτερη από τις πράξεις του ή τα εκλογικά του αποτελέσματα. Εκείνο που δεν μπόρεσαν να του δώσουν είναι πολιτική οντότητα. Διότι όταν έπρεπε να εξηγήσει τη στροφή του Αυγούστου του 2015 προτίμησε να τετραγωνοποιήσει τον κύκλο. Κι αν η διεθνής συγκυρία (Trump, Brexit, άνοδος των λαϊκιστών στην Ευρώπη) του έδωσε πολύτιμο χρόνο εξουσίας, η έλλειψη ειλικρίνειας και προσωπικής πολιτικής ευθυκρισίας του δίνουν ελάχιστες πιθανότητες εκλογικής επιβίωσης. Το θέμα, πλέον, είναι ότι όσο καθυστερεί τις εκλογές δεν υπονομεύει μόνο το προσωπικό του μέλλον, υπονομεύει τη χώρα η οποία έχει στην κυριολεξία μόνο ένα παράθυρο δύο ετών, όσο διαρκεί και το περιβόητο μαξιλάρι. Μετά μπορεί η ζημιά να γίνει ανεπανόρθωτη.