Από τον «Ντέλια», εμ γεια ! Ποιον άλλο;
Από τα σπλάχνα του ΠΑΟΚ. Ποιανού άλλου;
Έμ, γειά !
Τις προάλλες «ζωγράφισε» πάλι.
Μεγάλωσα ως τα δέκα μου και χόρτασα μα την αλήθεια είτε με ήλιο λαμπρό είτε με συννεφόκαμα, τη ποδηλατάδα στο Λευκό Πύργο, τις εκδρομές συχνά στο Αρσακλί και πιο σπάνια στον Χορτιάτη, τις αλάνες της Θεμιστοκλή Σοφούλη που έπαιζα ποδόσφαιρο και κρυφτό που τερμάτιζε στο Παλατάκι πέρα στο Καραμπουρνάκι χωρίς να υπάρχει άσφαλτος πιο πέρα. Τριακόσιες – πεντακόσιες χιλιάδες ψυχές αριθμούσε τότε, και περί το ένα εκατομμύριο και μισό η Αθήνα, με την προσθήκη μάλιστα των ψυχών της ευρύτερης περιφέρειας της πρωτεύουσας, το πλήθος των πρωτευουσιάνων ανερχόταν στα 2.500.000 με τρία εκατομμύρια περίπου.
Τα χρόνια εκείνα, με είχε πάρει μαζί του ο πατέρας μου, κάποιες Κυριακές στο γήπεδο να δω από κοντά το αθλητικό μέρος της Κυριακάτικης γιορτής: την επίσκεψη στον «Ναό».
Η Κυριακάτικη γιορτή ξεκινούσε ενίοτε με την πρωινή λειτουργία στην εκκλησία, αν είχε καλοκαιρία το πρόγραμμα περιελάβανε ποδόσφαιρο στην αλάνα πίσω από τα «Κονιορδέϊκα» που ήταν παρατεταγμένα επί της οδού Θεμιστοκλή Σοφούλη και όταν δεν έπαιζε ο ΠΑΟΚ στον «Ναό» οπότε και λείπανε οι μεγάλοι, η Κυριακή γιορταζόταν με το θεσμοθετημένο οικογενειακό τραπέζωμα.
Η ομορφιά των νεοκλασικών της Θεμιστοκλή Σοφούλη που κτίσθηκαν ανάμεσα στο 1922 και στο 1923, πέραν των άλλων χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα πως είναι όλα τους πανομοιότυπα: προορίζονταν για τα τέσσερα αδέλφια και ο εμπνευστής της ιδέας και της εφαρμογής της, ο ένας αδελφός, ο Βάσσος-καραβοκύρης και ποτοποιός συνάμα-, ήθελε τα ξεριζωμένα από την Κούταλη αδέλφια του, να μοιράζονται την ίδια οικιστική ομορφιά.
Ανάποδος άνθρωπος είμαι. Σίγουρα. Πέραν πάσης αμφιβολίας: Θυμάμαι τον εαυτό μου και μου το θύμιζε γλυκο-σαρκάζοντας ο πατέρας μου, όλα αυτά αργότερα σαν κύλησαν τα χρόνια, πως από τα πέντε μου μέχρι τα δέκα μου χρόνια, τηλεφωνούσα τις Κυριακές κατά τις επτά με οκτώ το βράδυ σε μια από τις εφημερίδες της πόλης μας ή στην «Μακεδονία» ή στον «Ελληνικό Βορρά» - το ποια ακριβώς, έχει δραπετεύσει από τη μνήμη- και έκανα την στερεότυπη ερώτηση «Καλησπέρα σας, τι έκανε σήμερα ο Παναθηναϊκός;».
Ανάποδος άνθρωπος. Όντως. Αυτή η ψυχο-πνευματική «κατάπτωση» κράτησε μέχρι τα δέκα μου χρόνια.
Τα πράγματα άλλαξαν άρδην όταν ο τύφος από τον οποίο είχε προσβληθεί η μητέρα μου από κατανάλωση μυδιών, μας οδήγησε κατόπιν επιτακτικών ιατρικών συστάσεων να «μεταναστεύσουμε» στον Νότο.
Μετακομίσαμε λοιπόν οικογενειακώς αναγκαστικά λόγω της ασθένειας της μάνας μου και το ήπιο κλίμα της Αθήνας, ήταν μια καλή λύση. Όμως το «πολιτισμικό» και «χωροταξικό» σοκ ήταν μεγάλο και η βίαιη ανατροπή της ήρεμης κι επαρχιακής καθημερινότητας μου, δημιούργησε μια σειρά από ερωτήματα και ένα από πρώτα απ’ αυτά, το απηύθυνα στον πατέρα μου σαν να ζητούσα προστασία : «Και τώρα τι ομάδα είμαστε;». «ΠΑΟΚ» μου αντιγύρισε μ’ ένα προστατευτικό ύφος, «Τι άλλο;», «Μπιζίμ ΠΑΟΚ», πρόσθεσε και το θέμα έκλεισε για πάντα εκεί :
Μπιζίμ ΠΑΟΚ , ο δικός μας ΠΑΟΚ.
Έμ, γειά !
ΠΑΟΚ, όπως ακριβώς το λέει και το τραγούδι.
Έκτοτε, και με την συμβολή της περίφημης ενδεκάδας που με τον Κούδα, τον «Μοσχοδάμαλο» ή «Καίσαρα» και τον «φιλότιμο» στο κέντρο και την «τάπα ή αλλιώς Μητσάρα» με την «Αμαλία» μπροστά και μια άμυνα σίγουρα όχι εφάμιλλη της μεσοεπιθετικής πεντάδας, πρόσφερε ίσως το πιο όμορφο θέαμα από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στην Ελλάδα ως τα τώρα, από καταβολής του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο ΠΑΟΚ αποτέλεσε για μένα, ένα είδος γέφυρας με τις καταβολές μου.
Οργανωτές και τρεχαντήρια. Χαμάληδες και ηγέτες. Οι μέσοι του ΠΑΟΚ ήταν ανέκαθεν τα πιο ζωτικά του όργανα, από εκεί ξεπετάχτηκαν οι πιο εμβληματικές μορφές του.
Όταν κάποτε αργότερα σαν άρχισα να αντιμετωπίζω το ποδόσφαιρο όχι σαν γέφυρα με το χωροταξικό παρελθόν αλλά ως θέαμα, ρώτησα τον πατέρα μου, τι ήταν αυτό που τον έκανε «Παοκτζή». Θυμάμαι πως μου μίλησε εμφαντικά για το γεγονός ότι ο ΠΑΟΚ της εποχής εκείνης καλλιεργούσε συστηματικά τα τσικό – όπως λεγόντουσαν τότε οι τωρινές ακαδημίες ποδοσφαίρου- με αποτέλεσμα κάθε Κυριακή πριν τον αγώνα της κανονικής ομάδας να προηγείται ένας αγώνας με τα καλύτερα τσικό του ΠΑΟΚ: από εκεί ξεπηδούσαν τα ταλέντα της ομάδας που όταν θα ερχόταν η ώρα θα έπαιρναν την θέση τους στην ανδρική ενδεκάδα.
Αυτό ήταν κάτι που μου έμοιαζε ξεχωριστό. Δηλαδή το να «επενδύεις» στην «εκπαίδευση», στην «ανθρώπινη υποδομή» στους «ιδίους ανθρώπινους πόρους» και όχι στην απρόσωπη ποδοσφαιρική αγοραπωλησία ελέω οικονομικής δύναμης.
Να κάπως έτσι το είχα απλοποιήσει και πορευόμουνα μέχρι που το λεκτικό μπούλινγκ της εποχής – ενίοτε και εντός των σχολικών τειχών-με έδιωξε από τα γήπεδα.
Μια λέξη ήταν η αιτία: «Βούλγαροι».
Πονούσε πολύ όταν το φωνάζανε αυτό οι «χαμουτζήδες», πλήγωνε, πλήγωνε τόσο που το εγχώριο ποδόσφαιρο εξοστρακίσθηκε από τα ενδιαφέροντά μου, με εξαίρεση εκείνη την συνομωσία όλων των πλανητών όπου έγινε το απίστευτο με τον Ρεχάγκελ.
Είχε ξεθυμάνει άλλωστε και η μνήμη από τα «μαγικά» της τριάδας Κούδα, Σαράφη, Τερζανίδη, και ό,τι έμεινε με τον καιρό ήταν τα καλαμπούρια με τους φοιτητές μου καθώς στην πλειοψηφία τους κάθε χρονιά όπου δίδαξα ήταν κυρίως «γάβροι»- «ψαραγορίτες» , μερικοί «βάζελοι» και κάτι διάσπαρτες «χανούμισες».
Α ναι, είναι και τα ευφάνταστα συνθήματα που επαυξάνουν τον «ψυχικό» δεσμό με την ομάδα καθώς άλλοι πάνε στο γήπεδο σκαστοί από την κλινική καθώς τους έχει παλαβώσει η ασπρόμαυρη στολή, άλλοι πάλι «κατεβαίνουν» ανελλιπώς στην Αθήνα με τρένα που έχουν γεμίσει με «παόκια» τα βαγόνια, που αν και κάποιοι στίχοι δεν εκρέουν από τις πηγές ενός «ποδοσφαιρικού» πολιτισμού, παρ’ όλα ταύτα, ενίοτε ακούγονται σαν αθώο νανούρισμα.
Ο ενδυναμωμένος αυτός ψυχικός δεσμός, συμπληρώνεται με τον ύμνο που άλλοτε με τα αναφερόμενα τοπωνύμια παίρνει την μορφή προσδιορισμού της ντόπιας ταυτότητας, άλλοτε καλύπτει από πλευράς μελωδίας όλη την επικράτεια.
Το λοιπόν, «σε γνωρίζω απ’ τη φανέλα την ασπρόμαυρη στολή
Σ’ αγαπώ με τόση τρέλα όσο τίποτα στη Γη
Σ’ όποιο γήπεδο κι αν παίζεις
Πάντα θα σ’ ακολουθώ
Μια ζωή θα το φωνάζω Παοκάρα σ’αγαπώ»
Η τελευταία φορά που πήγα στο γήπεδο ήταν τότε που το «Βούλγαροι- Βούλγαροι» κυριαρχούσε σαν ιαχή στο ρεπερτόριο των οπαδών των «χαμουτζίδικων» ομάδων, όταν σ’ ένα αθηναϊκό γήπεδο άκουσα πίσω μου έναν οπαδό της αντίπαλης γηπεδούχου ομάδας αφρισμένο, αλαφιασμένο να ουρλιάζει «Πάτα τον σαν σκουλήκι», προτρέποντας έναν παίκτη της ομάδας του να βιαιοπραγήσει εναντίον ενός ογκώδους αμυντικού της ομάδας μου, ογκώδους μεν αλλά εντελώς ατζαμή – το παρατσούκλι του ήταν «ντουλάπα», που είχε αποτύχει να μαρκάρει σωστά ή έστω «να δώσει στον επιτιθέμενο επιθετικό το πόδι στο χέρι», όπως στην ποδοσφαιρική «αργκό» περιγράφαμε την άτσαλη αμυντική αντίδραση που σήμερα θα ήταν ο ορισμός της κίτρινης κάρτας και ίσως και της απ’ ευθείας κόκκινης.
Πάει μισός αιώνας πάνω-κάτω από τότε.
Αυτή η αποστροφή για το εγχώριο ποδόσφαιρο, μετριάσθηκε, όταν τελευταίο διάστημα άρχισαν να μας επισκέπτονται οι απολαυστικές στιγμές που μας προσφέρει ο πιτσιρικάς βγαλμένος από τα τσικό του ΠΑΟΚ, είτε παίζει από την αρχή, είτε μπαίνει σαν «αλλαγή» το τελευταίο εικοσάλεπτο και «βγάζει» δυο γκολ σε διεθνές εκτός έδρας ματς, είτε είναι πεσμένος στο χορτάρι, είτε, είτε, είτε, μέχρι που χάρις σ’ αυτόν βραβεύθηκε συμπαίκτης του με το γκολ της χρονιάς που πέρασε.
Χαίρεσαι να τον βλέπεις τον Γιάννη Κωνσταντέλια, ένα χαμογελαστό «ζωγράφο» πάνω στο χορτάρι:
Στην ποδοσφαιρική ομορφιά που απλόχερα προσφέρει του αντιγυρίζω την ευχή να καταγραφεί στην «ποδοσφαιρική λογοτεχνία» σαν ο εικοσάχρονος από τον οποίο ζήτησε αυτόγραφο ο Μέσι.
***
Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής