Όλοι ανησυχούν για την κρίση στην Τουρκία. Διεθνείς αναλυτές, οικονομολόγοι, επενδυτές κεφαλαίων, ακόμα και οι απλοί πολίτες. Μόνο ένας άνθρωπος δείχνει να μην πανικοβάλλεται και αυτός ακούει στο όνομα Τιμ Λι. Κι αυτό γιατί ο ίδιος είχε προβλέψει την τουρκική κρίση νωρίτερα από όλους τους άλλους. Ο Τιμ Λι ειδικότερα πριν επτά χρόνια είχε προειδοποιήσει πως στο μέλλον μια οικονομική κρίση θα έπληττε την Τουρκία, ενώ σύντομα οι επιπτώσεις της θα γίνονταν αισθητές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να πει πως οι εξελίξεις τον δικαιώνουν αν λάβουμε υπόψιν μας πως την τελευταία εβδομάδα η τουρκική λίρα κατέγραψε ιστορικό χαμηλό, πολλοί επενδυτές απέσυραν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα, ενώ μαζί με τη λίρα συμπαρασύρθηκαν και τα νομίσματα της Κίνας, της Βραζιλίας και του Μεξικού. Να σημειωθεί μόνο πως από τις αρχές του έτους, η λίρα έχει σημειώσει πτώση που ξεπερνά το 70%, πρωτοφανές ποσοστό για την ιστορία της.
Οι προειδοποιήσεις από το 2011
Με δεδομένα αυτά, σήμερα κάποιοι αρχίζουν και βλέπουν με άλλο μάτι τον Τιμ Λι που κάποτε αγνοούσαν. Ο 58χρονος οικονομολόγος από τη Βρετανία είπε από το 2011 πως η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Την ίδια χρονιά είχε προβλέψει πως η Τουρκία θα χρειαζόταν μελλοντικά διάσωση ύψους 100 δισ. δολαρίων.
“O oικονομολόγος θεωρεί πως θα σημειωθούν κι άλλες οικονομικές κρίσεις με παγκόσμιο αντίκτυπο”
Όταν ο Βρετανός οικονομολόγος μιλούσε για τις παγκόσμιες συνέπειες της κρίσης, κάποιοι τον θεωρούσαν υπερβολικό γιατί όλα τότε φάνταζαν μακρινά. Ήταν η εποχή που η τουρκική οικονομία ανθούσε, ενώ οι πιθανότητες μιας ενδεχόμενης φούσκας δεν περνούσαν από το μυαλό κανενός. Μέσα στα επόμενα όμως χρόνια, η περίοδος χάριτος άρχισε σιγά σιγά να εξασθενεί. Ο Λι έχει συν τοις άλλοις τονίσει πως θα έχουμε και νέα οικονομική κρίση που θα είναι χειρότερη από εκείνη του 2008.
Το μεγαλύτερο εταιρικό χρέος
Στο παρελθόν η Τουρκία δανειζόταν σε δολάρια σε υπερβολικό βαθμό. Σήμερα είναι η αναδυόμενη αγορά που έχει το υψηλότερο χρέος σε ξένο νόμισμα. Οι εταιρείες στην Τουρκία χρησιμοποιούσαν τα δανεικά χρήματα για να αποπληρώσουν το πλήθος εμπορικών κέντρων και άλλων πολυτελών κτιρίων που χτίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Αυτή την ώρα όμως η τουρκική λίρα ωστόσο κατρακυλά κι αυτό καθιστά ακόμα πιο ακριβή την αποπληρωμή των εν λόγω δανείων. Πολλές μάλιστα επιχειρήσεις έχουν ξεκαθαρίσει πως αδυνατούν να ξεπληρώσουν αυτά τα δάνεια.
“Την τύχη της Τουρκίας πιθανότατα θα έχουν κι άλλες χώρες που είχαν πάρει φθηνά δάνεια”
Ο Λι αναφέρει πως οι εταιρείες αγνόησαν το κόστος και εξακολούθησαν να δανείζονται σε δολάρια, και ως εκ τούτου τώρα δεν μπορούν να ξεχρεώσουν τα δάνεια τους. Να σημειωθεί πως τις συνέπειες της κρίσης στην Τουρκία ο ίδιος είχε διατυπώσει και μέσω ενός μηνιαίου newsletter που έστελνε σε συνδρομητές που είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για τα θέματά του από το 2011.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας, το εταιρικό χρέος της Τουρκίας ανέρχεται σε 5,5 τρισεκατομμύρια δολάρια και είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί. Να αναφερθεί επίσης πως το εταιρικό χρέος της Τουρκίας αντιπροσωπεύει περίπου το 70% της οικονομίας της, με βάση τα στοιχεία του ίδιου Ινστιτούτου. Οι Αμερικανοί επενδυτές κατέχουν σχεδόν το 25% των τουρκικών ομολόγων και περισσότερο από το ήμισυ των μετοχών της Τουρκίας.
Αυτό που ανησυχεί όμως τον οικονομολόγο περισσότερο απ′ όλα είναι το ενδεχόμενο να έχουν την τύχη της Τουρκίας όλες οι χώρες που έχουν πάρει φθηνά δάνεια. Ο Τζάστιν Λέβερενζ, επικεφαλής του Ταμείου Αναπτυξιακών Αγορών, Oppenheimer, δήλωσε πως η παγκόσμια ανάπτυξη κινείται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ′ ότι πιστεύουν οι περισσότεροι, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την παγκόσμια οικονομία. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος πρόσφατα μείωσε την έκθεση του Ταμείου του, Oppenheimer στην Τουρκία σχεδόν στο μηδέν.
Ο Τιμ Λι αναφέρει πως εξαιτίας των δυσοίωνων προβλέψεων του έχασε πολλούς πελάτες. Παράλληλα προβλέπει πως το «ποτάμι» των μετρητών θα στερέψει, το δολάριο θα ενισχυθεί και θα σημειωθούν κι άλλες οικονομικές κρίσεις. Κατά τη γνώμη του, οι επενδυτές θα αποχωρήσουν από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, μετά από την Ευρώπη και τέλος από τις αμερικανικές αγορές ομολόγων και μετοχών.
(Με πληροφορίες από New York Times)