Ο Κλεισθένης υπήρξε Αθηναίος πολιτικός του 6ου αιώνα π.χ. και με το τέλος της τυραννίας του Πεισίστρατου, ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα της Αθήνας θέτοντας τις βάσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αθήνας. Για να το πετύχει αυτό, χώρισε την Αττική σε τρεις (3) βασικούς δήμους, το άστυ, τα παράλια και τη μεσογαία. Ακολούθως με το σύστημα τριττύων (θεσμική και διοικητική υποδιαίρεση) χώρισε κάθε δήμο σε δέκα (10) τριττύες. Κατόπιν πήρε μία (1) τριττύν από το άστυ, μία από τα παράλια και μία από την μεσογαία και έφτιαξε μία φυλή. Συνέπεια αυτού ήταν οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μία ισχυρή τάξη και αναμίχθηκαν με τους υπόλοιπους πολίτες, ενώ οι πολιτικοί σταμάτησαν να ωφελούν τους κατοίκους μιας μόνο περιοχής αφού υπήρχαν τριττύες και από τις τρεις (3) περιοχές.
Σύμφωνα με τον Κλεισθένη, η Δημοκρατία δίνει το δικαίωμα σε όλους τους πολίτες αλλά και την υποχρέωση να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους.
Ο σημερινός ”Κλεισθένης”, κατ′ αρχάς αποτελεί τη συνέχεια του ”Καλλικράτη”, και δυστυχώς μειώνει και συκοφαντεί το μεγάλο αρχαίο Έλληνα πολιτικό, ενώ δεν αποτελεί μεταρρύθμιση, αντιθέτως εδραιώνει τη συνδιαλλαγή και διαλύει την τοπική δημοκρατία.
Πρόκειται για ένα επικίνδυνο εκλογικό πείραμα που αντιστρατεύεται την ουσία και το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να αλλάξει η ενισχυμένη αναλογική, βάσει της οποίας εκλέγονταν έως τώρα τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, και να προταθεί ένα αναλογικότερο σύστημα. Δεν ήταν δυνατόν μια δημοτική παράταξη η οποία λάμβανε ακόμη και το 23% ως 25% των ψήφων την πρώτη Κυριακή, να καταλαμβάνει το 60% των δημοτικών ή περιφερειακών εδράνων. Όμως, με τον «Κλεισθένη» περάσαμε στο άλλο άκρο.
Πλέον, όσοι δήμαρχοι ή περιφερειάρχες εκλεγούν τη δεύτερη Κυριακή θα είναι υποχρεωμένοι να υλοποιήσουν ένα διαφορετικό πρόγραμμα από αυτό που πρότειναν και ενεκρίθη από τους πολίτες. Θα υπάρξουν, μάλιστα, περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράταξη του εκλεγμένου δημάρχου ή περιφερειάρχη θα έχει λιγότερους συμβούλους από αυτή της μείζονος αντιπολίτευσης. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που ο εκλεγείς κατά τον δεύτερο γύρο, ήταν δεύτερος την πρώτη Κυριακή
Οι ρυθμίσεις που προωθεί εκθέτουν, ανεπανόρθωτα, την απλή αναλογική ενώ η καθιέρωσή του κάνει ορατό τον κίνδυνο ακυβερνησίας με οδυνηρές επιπτώσεις στη λειτουργία των Δήμων και στην καθημερινότητα των πολιτών.
Συνέπεια αυτού είναι η αποδυνάμωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η μετατροπή της σε πεδίο συναλλαγής μέσω της αναγκαστικής εύνοιας των συνδυασμών που μειοψήφησαν καθώς και της κινητικότητας στελεχών, αμφιβόλου πολιτικής προέλευσης.
Πέραν αυτών, στην αυτοδιοίκηση δεν υπάρχουν οι θεσμικές εγγυήσεις οι οποίες συναντώνται στο Κοινοβούλιο. Δεν προβλέπεται, δηλαδή, εκ νέου προσφυγή στις κάλπες στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η εξασφάλιση της δεδηλωμένης. Έτσι, ανοίγει διάπλατα παράθυρο συναλλαγής, η οποία μπορεί να είναι διαρκής, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας. Διαφορετικά θα δούμε πολλούς δήμους και περιφέρειες να οδηγούνται σε παραλυσία λόγω αδυναμίας διακυβέρνησης.
Πολλά από αυτά θα μπορούσαν να λυθούν εάν ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης δεν αρνιόταν πεισματικά να υιοθετήσει κάποιες «ρήτρες κυβερνησιμότητας» τις οποίες εισηγούνταν ακόμη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι διαθέτουν αυτοδιοικητική εμπειρία.
Θα μπορούσε για παράδειγμα, να υπάρχει ένα κατώφλι εκλογής 3% έως 5% στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, όπως υπάρχει και για το εθνικό κοινοβούλιο, το οποίο μάλιστα διατήρησε η κυβέρνηση, κατά την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Θα μπορούσαν επίσης να δοθούν περισσότερες εκτελεστικές αρμοδιότητες στα μονοπρόσωπα όργανα (δήμαρχος, αντιδήμαρχοι κ.λπ.), ώστε να επιλύονται ανεμπόδιστα τα ζητήματα της καθημερινότητας και τα συμβούλια να ασχολούνται με τη χάραξη της γενικότερης πολιτικής και στρατηγικής των δήμων και των περιφερειών.
Με τον τρόπο αυτό, με την υιοθέτηση αυτών των βελτιώσεων, θα εξασφαλιζόταν η κυβερνησιμότητα των δήμων και των περιφερειών, χωρίς μάλιστα να τίθενται σε σοβαρό κίνδυνο οι μικροκομματικές επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η μετάθεση των παρατάξεών του από τα μοναχικά έδρανα της αντιπολίτευσης, σε αυτά της διοίκησης.
Στον «Κλεισθένη» υπάρχουν και ορισμένες άλλες προβληματικές διατάξεις. Για παράδειγμα, δίνεται στο εξής η δυνατότητα τα τοπικά συμβούλια να εκλέγονται, πέρα και άσχετα, από τις δημοτικές παρατάξεις οι οποίες διεκδικούν τη διοίκηση του δήμου. Αυτό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το έργο της δημοτικής αρχής καθώς μπορεί να βρει απέναντί της προέδρους τοπικών συμβουλίων που δεν θα ανήκουν στην παράταξή της. Εκτός αυτού, το μέτρο αυτό ενισχύει αντί να αμβλύνει, τους τοπικισμούς και τον παραγοντισμό.
Σημαντικό μειονέκτημα είναι και η δραστική περιστολή των υποψηφίων. Έως τώρα, κάθε συνδυασμός είχε τη δυνατότητα να συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιό του αριθμό υποψηφίων έως και διπλάσιο από τις προβλεπόμενες έδρες (δηλαδή σε συμβούλια 40 εδρών μπορούσαν να είναι έως 80 υποψήφιοι). Τώρα ο αριθμός περιορίζεται έως το 30% (δηλαδή σε συμβούλια 40 εδρών οι υποψήφιοι θα είναι το πολύ 52 αντί των 80). Η διάταξη αυτή περιορίζει σαφώς τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά.
Η χώρα χρειάζεται μία γενναία μεταρρυθμιστική προσπάθεια αποκέντρωσης, όχι μόνο μέσω της μεταφοράς πόρων και αρμοδιοτήτων αλλά και της μεταφοράς δομών της κεντρικής εξουσίας, σε αντιδιαστολή με τη λανθασμένη προσέγγιση της κυβέρνησης, η οποία στοχοποιεί ότι δεν μπορεί να ελέγξει και εκβιάζει της παρουσία της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μέσω της καθιέρωσης ενός αλλοπρόσαλλου εκλογικού συστήματος.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το Κίνημα Αλλαγής θέτει ως θεμελιώδη προτεραιότητα την ύπαρξη ενός σύγχρονου αποκεντρωμένου κράτους όπου η Αυτοδιοίκηση θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην τοπική ανάπτυξη όσο και στο κοινωνικό κράτος.
Αναγκαιότητα αποτελεί η στρατηγική να συγκροτηθούν προοδευτικά και μεταρρυθμιστικά ψηφοδέλτια με πρόσωπα (γυναίκες και άνδρες) κοινής αποδοχής, με κύριο γνώμονα την ικανότητα των υποψηφίων καθώς και την ουσιαστική απήχηση τους από την τοπική κοινωνία.
Δίνουμε στήριξη σε όλους εκείνους που ενδιαφέρονται για την αξιοκρατία και την πρόοδο της χώρας μας.