Του Γιάννου Κατσουρίδη, Επίκουρου Καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
Το κρισιακό και μετακρισιακό περιβάλλον στην Ελλάδα της δεκαετίας του 2010 οδήγησε σε μια αναδόμηση του κομματικού συστήματος στην χώρα. Η κυριότερη εξέλιξη ήταν η εκλογική κατάρρευση του ενός πόλου του παλιού δικομματισμού, του ΠΑΣΟΚ, και η αντικατάσταση του από τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον έτερο βασικό πυλώνα του νέου δικομματισμού. Τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε μέχρι τις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) αποδείχτηκε πολύ πιο ανθεκτική για λόγους που μπορούμε να αναλύσουμε σε ένα άλλο σημείωμα.
Οι εκλογές της 21ης Μαΐου αποκάλυψαν ότι ο νέος δικομματισμός δεν είχε ολοκληρωθεί ποτέ. Ήταν ένας ατελής δικομματισμός, δομικά άνισος υπέρ της δεξιάς και της ΝΔ, αφού ο ένας πόλος, ο κεντροαριστερός, δεν είχε καταφέρει να συγκροτηθεί εκ νέου με ένα ισχυρό και ηγεμονικό σε διάρκεια κόμμα ως πυλώνα του.
Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί μια σαρωτική νίκη της ΝΔ και της δεξιάς που παραπέμπει σε μια συνολική κυριαρχία στο κομματικό και πολιτικό σκηνικό.
Η δεξιά πολιτική κυριαρχία (και όχι κατ´ ανάγκη ιδεολογική) ενισχύεται και από το γεγονός ότι το πολιτικό-εκλογικό εκκρεμές στην Ελλάδα μετατοπίστηκε έτι περισσότερο στα δεξιά.
Με μεγάλη επιφύλαξη ως προς την χρήση των όρων κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, μπορούμε να κάνουμε κάποιες πρώτες συγκρίσεις:
Η ευρύτερη κεντροδεξιά και υπολογίζοντας τα βασικότερα κόμματα του χώρου αυτού, είτε εισήλθαν στην βουλή είτε όχι (άρα χονδρικά) πήρε το 2019, συνολικά, 45.3%. Από αυτό το συνολικό ποσοστό, το 43.6% αφορούσε σε κόμματα που εκπροσωπήθηκαν στη βουλή.
Το 2023 η κεντροδεξιά πήρε συνολικά 48.2% και από αυτό το συνολικό ποσοστό, το 45.3% εκπροσωπήθηκε βουλή. Άρα, αυξήθηκε και στην κοινωνία και στη βουλή.
Η ευρύτερη κεντροαριστερά πήρε το 2019 συνολικά 49.9% και από αυτό το ποσοστό, μπήκε στη βουλή το 48.4%. Το 2023 πήρε συνολικά 44.3% από τα οποία εκπροσωπήθηκε στη βουλή το 38.8%. Άρα, η κεντροαριστερά είχε σημαντική μείωση και στο εκλογικό σώμα και στην κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση.
Ποια αντιπολίτευση;
Το μεγάλο ερώτημα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης στις κάλπες του Ιούνη, φαίνεται ότι δεν θα είναι ποιο κόμμα(τα) θα σχηματίσει κυβέρνηση (αυτό πρέπει να είναι μάλλον ξεκάθαρο), αλλά ποιο κόμμα θα είναι ο βασικός πυλώνας του κεντροαριστερού αντιπολιτευτικού μπλοκ.
Το ΠΑΣΟΚ θα διεκδικήσει ξανά τη θέση αυτή, στις συνθήκες του ατελούς δικομματισμού που βρίσκεται η χώρα, όπως ήδη έχει δηλώσει η ηγεσία του. Αυτή η μάχη στο εσωτερικό της κεντροαριστεράς σε συνδυασμό με την κυριαρχία της ΝΔ προδικάζουν ότι οι βασικότερες διεργασίες θα λάβουν χώρα στο στρατόπεδο της (κεντροαριστερής) αντιπολίτευσης.
Οι διεργασίες αυτές στον χώρο του κεντροαριστερού πολιτικού μπλοκ, ενδεχομένως να μην δώσουν οριστική απάντηση ούτε και στις κάλπες του Ιούνη, αλλά να συνεχίσουν να ταλανίζουν για μερικά ακόμα χρόνια τους πρωταγωνιστές του μπλοκ αυτού. Μάλιστα,ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπαίνει στη «μάχη» με τους καλύτερους όρους, αφού δεν μπορεί εύκολα να βάλει πίεση στα κόμματα στα αριστερά του με το αποτέλεσμα που έφερε. Και το κυριότερο. Δεν έχει κάποιο ορατό αφήγημα στο οποίο να βασιστεί ώστε να δώσει την μάχη με καλύτερους όρους στις 25 Ιουνίου.
Είναι προφανές ότι ο μεγάλος ηττημένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έπαθε εκλογική καθίζηση. Το αποτέλεσμα, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να εξελιχθεί και σε ήττα στρατηγικής εμβέλειας. Όχι της αριστεράς, αλλά του συγκεκριμένου κόμματος. Εκτός αν η κάλπη του Ιούνη μας εκπλήξει ξανά.
Το πολύ άσχημο αποτέλεσμα σίγουρα δεν ερμηνεύεται μονοσήμαντα, ούτε εξαντλητικά. Θα πρότεινα τρεις αιτίες ως αφετηρία προβληματισμού.
Πρώτο, ότι η εκλογική αποτυχία αντικατοπτρίζει, εν μέρει, την αποτυχία του αρχηγοκεντρικού οργανωτικού μοντέλου που υιοθετήθηκε εδώ και χρόνια και παρά τις διαφορετικές καταβολές του συγκεκριμένου κόμματος. Αντανακλά επίσης και μια πιο προσωπική αποτυχία του ίδιου του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ δεδομένου ότι πρωτοστάτησε σε αυτό τον οργανωτικό μετασχηματισμό προς όφελος του ιδίου και της προεδρικής ομάδας γύρω του και πήρε και το βάρος όλων των μεγάλων αποφάσεων.
Δεύτερο, πρέπει να αναζητηθεί, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, στη συστημική ενσωμάτωση του κόμματος και της διαχειριστικής του πολιτικής λειτουργίας, επίσης εδώ και αρκετά χρόνια. Αν τελικά δεν υπάρχει καμιά διαφορά με την παραδοσιακή ή τη νέα σοσιαλδημοκρατία (όπως και αν ορίσουμε το ΠΑΣΟΚ), γιατί ένας ψηφοφόρος να μην επιλέξει τον πιο αυθεντικό εκπρόσωπο του χώρου;
Τρίτο, και ως απόρροια του προηγούμενου, θα έλεγα ότι ήταν, εν μέρει, και αποτέλεσμα της αδυναμίας παρουσίασης οράματος/αφηγήματος για τη χώρα, ιδιαίτερα μετά το «τραύμα» της τετραετούς διακυβέρνησης του. Ένα τραύμα το οποίο φαίνεται ότι δεν έχει επουλωθεί μέσα στην κοινωνία και παρά το ότι είχε απέναντι μια κυβέρνηση με πολλά θεσμικά, δημοκρατικά και κοινωνικά ελλείμματα, για να το θέσω ήπια.
Ερμηνείες πολιτικής επικοινωνίας και εκλογικής καμπάνιας μάλλον είναι δευτερεύουσες έστω και αν έχουν τη σημασία και την αξία τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν ανατρέψει την εικόνα στη δεύτερη κάλπη, πιθανότατα θα εισέλθει σε περίοδο εσωστρέφειας.