Ο Άγιος Βασίλης πάει κατευθείαν στο γκέτο (James Brown)

Ή μια κρυφή Χριστουγεννιάτικη Ιστορία.
christmas in ghetto.
christmas in ghetto.
peeterv via Getty Images

Ίσως λίγοι και λίγες από εμάς γνωρίζουν ότι τα Χριστούγεννα δεν ήταν πάντα η υπερκαταναλωτική, οικογενειακή γιορτή όπως κατέληξαν σήμερα και δεν ήταν πάντοτε υπαρκτά ή ”νόμιμα” σε όλες τις χριστιανικές χώρες του κόσμου.

Συνομιλώντας με τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συντεταγμένες των καιρών, με την ίδια την μεταβαλλόμενη έννοια της προόδου, τα Χριστούγεννα δεν ”επιτελούνται” ούτε βιώνονται με βάση έναν μεταφυσικό κανόνα, αντίθετα αλλάζουν μαζί με τους καιρούς, και τα πολιτιστικά προϊόντα τους, όπως τα τραγούδια, πλευρές αυτών των καιρών ωραιοποιούν ή αποκρύβουν.

Αντικαθιστώντας αρχαίες τελετές (μια συνήθης στρατηγική καθιέρωσης νέων θρησκευτικών δοξασιών στη βάση της πολιτιστικής συνέχειας ώστε η κοσμοαντίληψη να μην διαταράσσεται) , αφού ακριβής ημερομηνία γέννησης του Ναζωραίου δεν υπάρχει, τα Χριστούγεννα άρχισαν να εορτάζονται μαζικά στον Χριστιανικό κόσμο μετά τον 4 αιώνα μετά Χριστόν, και μαζικά γύρω στον 10ο αιώνα, όταν και η ίδια η απεικόνιση του Εωσφόρου αλλάζει.

Στις απαρχές του χριστιανικού κόσμου δεν υπήρχε γιορτή που να τιμά τη γένεσή του Ιησού μιας και η Βίβλος δεν παρέχει καμία ουσιαστική πληροφορία, γεγονός το οποίο οι Πουριτανοί χρησιμοποίησαν αργότερα για να αμφισβητήσουν την θρησκευτική νομιμότητα της γιορτής και την κοινωνικοπολιτική χειραγώγησή της εκ μέρους του Βατικανού. Όταν, άλλωστε, ήρθε ο Μεσαίωνας η νέα θρησκεία είχε ουσιαστικά αντικαταστήσει τις παλαιότερες.

Παρόλου που δοξασίες την συνδέουν με διάφορες εποχές του χρόνου, η επικρατούσα εκείνη την εποχή, εξαιτίας της νομαδικής ζωής των βοσκών, ήταν πως η γένεση συνέβη κάπου στην άνοιξη. Αλλά ο Πάπας Ιούλιος ο Α και η επιτροπή υπό την εποπτεία του επέλεξε τα Χριστούγεννα σε μία προσπάθεια -και καθώς οι παλαιές θρησκείες αντιστέκονταν- να συνδεθεί και να απορροφήσει, η νέα γιορτή, τις παραδόσεις των παγανιστικών φεστιβάλ που συνέβαιναν τη ίδια εποχή σε όλη την Ευρώπη.

Αλλά αυτό σήμαινε πως τα πρώτα έθιμα τους δεν θα μπορούσαν να αποβάλλουν τα παγανιστικά έθιμα που απευθύνονταν στην κοινότητα και ήταν όμοια με του Καρναβαλιού. Κάθε χρόνο, ένας ζητιάνος ή ένα νεαρό παιδί στέφονταν ο «άρχοντας της κακής διακυβέρνησης» και οι πρόθυμοι εορτάζοντες έπαιζαν το ρόλο των υπηκόων του. Οι φτωχοί πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων και ζητούσαν το καλύτερο φαγητό και ποτό τους. Εάν οι ιδιοκτήτες δεν συμμορφώνονταν, οι επισκέπτες τους πιθανότατα θα τους τρομοκρατούσαν ως μία αποδεκτή συμπεριφορά, κάτι που επιβιώνει σε διάφορα ”χάπενινγκ” κλοπής στολιδιών σε διάφορες πλατείες της Ευρώπης. Τα Χριστούγεννα, από τότε αλλά πολύ περισσότερο μετά την εκβιομηχάνιση και τα φριχτά -με υψηλότατη θνησιμότητα παιδιών κι ενηλίκων- γκέτο που δημιούργησε, (επηρεάζοντας και τη λογοτεχνία της εποχής) έγιναν η εποχή του χρόνου που οι ανώτερες τάξεις μπορούσαν να αποπληρώσουν φαντασιακά το «χρέος» τους στην κοινωνία ”διασκεδάζοντας τους λιγότερο τυχερούς.”

Στις αρχές του 17 αιώνα, και καθώς οι πολιτικές διαμάχες, σε μία κοινωνία που δεν είχε ακόμη κατανοήσει τον ρόλο της υλικής βάσης, περιστρέφονταν γύρω από την θρησκεία, ένα ρεύμα θρησκευτικού ρεφορμισμού, μετά τους ιερούς πολέμους, ακύρωσε τα Χριστούγεννα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και άλλαξε τον τρόπο εορτασμού τους. Όταν ο Κρόμγουελ πχ, κι όσα η διακυβέρνησή του συμβολίζει, κατέλαβαν την Αγγλία, η γιορτή απαγορεύτηκε αλλά μετά από λαϊκή απαίτηση σε έναν διψασμένο για συλλογικές γιορτές κόσμο, η επιστροφή του Καρόλου του 2 σήμανε και την επιστροφή των Χριστουγέννων.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι όμως η περίπτωση της μεγάλης αποικίας, της Αμερικής, όπου αυτές οι διαμάχες, αποκτώντας νέα δυναμική και διάσταση, μεταφέρθηκαν. Ίσως, επίσης, λίγοι και λίγες ξέρουν, ότι η χώρα που ουσιαστικά καθιέρωσε τα Χριστούγεννα παγκόσμια υπό την πολιτιστική της ηγεμονία ως την μαζική οικογενειακή και καταναλωτική γιορτή, αναγνώρισε τελευταία τα Χριστούγεννα.

Σε αντίθεση με αποικίες όπως η Αυστραλία, και παρά την δημοφιλή δοξασία που υπάρχει χρόνια ως fake news για να εξηγήσει από λάθος αφετηρία την βία (αλλά και τα κινήματα αλληλεγγύης των από κάτω) που επικράτησε (αν) και που εξήχθηκε (αν) στον -έτσι κι αλλιώς και πριν εξαιρετικά βίαιο- κόσμο από τις ΗΠΑ, η Αμερική δεν ιδρύθηκε ως αποικία πρώην καταδίκων, αλλά ως αποικία διαφωνούντων θρησκευτικών κοινοτήτων. Οι ”προσκυνητές”, οι ’Αγγλοι σεπαρατιστές που πρωτοπήγαν μαζικά στην Αμερική στα 1620 μετά την πολιτική ήττα του Κρόμγουελ, με την ελπίδα να δημιουργήσουν τη νέα γη της επαγγελίας και, αργότερα -μετα την επανάσταση της Ανεξαρτησίας- να ξεφορτωθούν από τα έθιμα των Άγγλων, καθιέρωσαν ένα κράτος που όχι μόνο δεν αποδέχονταν τα Χριστούγεννα, αλλά ήταν και παράνομα, ήτοι ποινικά κολάσιμα, σε διάφορες περιοχές. Μονάχα στα 1870, και μετά την πασιφανή ανάγκη για συλλογικές τελετές ”παρηγοριάς, ασφάλειας κι αγάπης” που δημιούργησαν τα φριχτά περιστατικά του εμφυλίου αποδεικνύοντας -μαζί με το κυνήγι των ιθαγενών και φυσικά την δουλεία- ότι το πολιτικό όραμα για έναν δικαιότερο ”νέο” κόσμο είχε αποδειχθεί φενάκη όσο και στον παλιό, τα Χριστούγεννα καθιερώνονται ως νόμιμη γιορτή.

Οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ξανά τα Χριστούγεννα, χρησιμοποιώντας έθιμα και τελετές που ντυμένες με τη νέα χριστουγεννιάτικη φορεσιά υπήρχαν ήδη στην παγανιστική Ευρώπη, και τα άλλαξαν για πάντα για το σύνολο του ”Χριστιανικού” πλανήτη, από θορυβώδεις διακοπές καρναβαλιού σε μια οικογενειακή ημέρα γαλήνης και νοσταλγίας. Τι ήταν αυτό, όμως , που μετά το 1800 κέντρισε το ενδιαφέρον για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές ως διακοπές γαλήνης και αλληλεγγύης;

Οι αρχές του 19ου αιώνα ήταν μια περίοδος ταξικών συγκρούσεων και αναταραχών. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ανεργία ήταν υψηλή και κοινωνικές ταραχές συμμοριών από τις αποκλεισμένες τάξεις, αδιέξοδες φυσικά και γύρω από την εκτόνωση που σπάνια έχει θετικό πρόσημο, ξεσπούσαν συχνά κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, ως αστικές εξεγέρσεις που σόκαραν τους ενταγμένους/ες, όπως συνέβη πχ και στην Ελλάδα του 2008. Η ίδια η αστυνομική δύναμη της Νέας Υόρκης, ιδρύθηκε στα 1828, από το Δημοτικό της Συμβούλιο, ως απάντηση σε μια χριστουγεννιάτικη εξέγερση! Αυτό ανάγκασε ορισμένα μέλη των ανώτερων τάξεων να επεξεργαστούν πως να αλλάξουν τον τρόπο κοινωνικής συνείδησης του εορτασμού των Χριστουγέννων στην Αμερική, κι έπειτα στον κόσμο όλον, εμπνεόμενα από τους δουλοκτήτες του Νότου της μεγάλης χώρας.

Για τους δουλοπάροικους των Νότιων πολιτειών, τα Χριστούγεννα υπήρξαν για δεκαετίες, και καθώς ο αγώνας κατά της δουλείας εντείνονταν, η ευκαιρία να εκφράσουν τον πατερναλισμό και την κυριαρχία τους στους ανθρώπους που κατείχαν, μέσα από δώρα ‘Δαναών’, σε ανθρώπους που κρατιόνταν αδύναμοι να τα αποκτήσουν με ‘ιδία πρωτοβουλία’: «Χαράμισα είκοσι οκτώ κεφάλια βοείου κρέατος για το χριστουγεννιάτικο δείπνο των σκλάβων»/../ «Μπορώ να πετύχω περισσότερα μαζί τους με αυτόν τον τρόπο παρά αν όλα τα δέρματα των βοοειδών γίνονταν βλεφαρίδες», έγραψε ένας λευκός επόπτης στη υπηρεσία -και με την άδεια- του αφέντη τους, θεώρησε ότι τα δώρα σε σκλάβους εργάτες τα Χριστούγεννα ήταν καλύτερη πηγή ελέγχου από τη σωματική βία, όπως αναφέρεται στο βιβλίο ‘η Μάχη για τα Χριστούγεννα’, ο ιστορικός Stephen Nissenbaum.

Οι ιδιοκτήτες έδιναν συχνά στους/στις σκλάβους/ες εργάτες/τριες τους πράγματα που κρατούσαν καθ′ όλη τη διάρκεια του έτους, όπως παπούτσια, ρούχα και χρήματα. Σύμφωνα με την ιστορικό Ελίζαμπεθ Σίλβερθορν ένας δουλοπάροικος από το Τέξας καθιέρωσε το 1 Δώρο Χριστουγέννων για τους μη ή αργότερα υποαμειβόμενους, δίνοντας σε κάθε οικογένεια που βρισκόταν υπό την κατοχή του 25 δολάρια, και στα παιδιά καραμέλες και φλουριά. Κι όμως, αντιφατικά όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά συλλογικά φαινόμενα, και υπό το ″μαστίγιο και καρότο” οι φόβοι των ιδιοκτητών για εξέγερση κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων οδηγούσαν μερικές φορές σε προληπτικές επιδείξεις σκληρής πειθαρχίας, με εντατικοποίηση των αγοραπωλησιών, με διαχωρισμό οικογενειών, με συχνή κακοποίηση, σύμφωνα με τον Robert E. May, καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Purdue και συγγραφέα του Yuletide στο Dixie: Slavery, Christmas and Southern Memory, ώστε τα Χριστούγεννα να αναφέρονται στην γλώσσα των σκλάβων ευρέως ως «η ημέρα που ραγίζει η καρδιά».

Ενώ, στη κατεύθυνση μαζικοποίησης της γιορτής, συνέβαλλαν, όπως γράψαμε παραπάνω, και τα φριχτά πεδία μαχών του εμφυλίου, τόσο (σχηματικά περιγράφοντας το φαινομενο) για την κατάργηση της δουλειάς εκ μέρους ρομαντικών ακτιβιστών, όσο και για την μετατροπή των σκλάβων του Νότου σε βιομηχανικούς εργάτες του Βορρά, εκ μέρους του κράτους. Ήταν οι μεγάλες πολιτείες σκλάβων της Αλαμπάμα, της Λουιζιάνα και του Αρκάνσας, στη δεκαετία του 1830, που έγιναν οι πρώτες που κήρυξαν τα Χριστούγεννα όχι κοινοτική γιορτή δίχως την άδεια τους, αλλά κρατική αργία. Και ήταν τότε που πολλές, προγενέστερες, χριστουγεννιάτικες παραδόσεις- η ανταλλαγή δώρων, τα κάλαντα των παιδιών των φτωχών, η διακόσμηση των σπιτιών, κατέκτησαν σταθερά το φαντασιακό των Χριστουγέννων.

«Μακάρι να μπορούσα να είμαι μαζί σας τα Χριστούγεννα, την περίοδο των γιορτών, όπου η ηλικία αναζωογονείται και ζει ξανά τα χαρούμενα κάλαντα της νιότης», έγραψε, παραμονές Χριστουγέννων, ένας στρατιώτης στην ”μνηστή” του, στα 1861.

Μέχρι το τέλος του πολέμου το 1865, τα Χριστούγεννα είχαν περάσει από μια σχετικά ασήμαντη γιορτή στο αντίθετο - μια εμβληματική ημέρα που είχε τις ρίζες της σε ένα εξιδανικευμένο όραμα για το ιδανικό, ασφαλές περιβάλλον ”ενός σπιτικού”, καταφύγιο από την αλλοτρίωση της δουλειάς, των γκέτο της εκβιομηχάνισης και των πολέμων σε όλον τον δυτικό κόσμο.

Η λογοτεχνία της εποχής, φυσικά κατέγραφε όλες τις τάσεις και η έκδοσή της ακολουθούσε, κατά βάσην, τις κυρίαρχες. Το 1819, ο συγγραφέας των μπεστ σέλερ Ουάσινγκτον Ίρβινγκ έγραψε μια σειρά ιστοριών για τον εορτασμό των Χριστουγέννων σε ένα αγγλικό αρχοντικό όπου οι δύο ομάδες κυρίαρχων και κυραρχούμενων αναμειγνύονταν αβίαστα ‘υπό το πνεύμα της αγάπης’, διαρκώς αναιρούμενο στην πράξη αμέσως μετά. Οι εικονικοί εορτάζοντες του Ίρβινγκ απολάμβαναν «αρχαία ή μεαιωνικά έθιμα», συμπεριλαμβανομένης της στέψης ενός Άρχοντα της κακής διακυβέρνησης, που συμβολικά, και τόσο ψεύτικα όσο μια προεκλογική εξαγγελία ή μια πρωτοχρονιάτικη ευχή για έναν αλλιώτικο χρόνο, θα αντικαθιστά ο Ιησούς.

Ενώ την ίδια εποχή, ο Άγγλος συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς δημιούργησε το κλασικό παραμύθι A Christmas Carol με την αδιαμφησβήτητη επιδραστικότητα, τα κοινωνικο-πολιτικά αίτια της οποίας παραλείπουμε. Το μήνυμα της ιστορίας - η σημασία της φιλανθρωπίας και της καλής θέλησης προς όλη την ανθρωπότητα – κάρφος στο μάτι όπως και το σπαραχτικό κοριτσάκι με τα σπίρτα- μνεία των παιδιών που πέθαιναν μαζικά όπως τα αδέσποτα σήμερα στις συνθήκες των εργατικών γκέτο, χτύπησε μια ’ευαίσθητη χορδή, κι έδειξε στα καλοενταγμένα μέλη της βικτωριανής κοινωνίας τα οφέλη του εορτασμού των γιορτών.

Στον 20 αιώνα, και στα καταματωμένα πεδία που δημιούργησαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και το ολοκαύτωμα, κι όσοι/α ακολούθησαν μετά, τα Χριστούγεννα συνδέθηκαν ακόμη περισσότερο με μνημόνευση και καταφυγή της αγάπης αλλά και με κάτι περισσότερο, κάτι, μαζικά, πρωτοεμφανιζόμενο που θα σημάδευε τον αιώνα. Το ρεύμα της κατανάλωσης’ που κεντροποιώντας και το ατομικό επίτευγμα ως αναγκαίο του όρο, καθώς η τέλεια οικογένεια, μέσα σε μια κοινωνία προσανατολισμένη στην απόκτηση αγαθών μέσα από τη ‘επιτυχία’, ήταν βασικό συνεκτικό αφήγημα της προόδου ενός έθνους (K. Jones, στο Noll, Trent, 2004).

Η οικογένεια, με γονείς ενοχικούς λόγω της πολύωρης εργασίας, γινόταν επίσης λιγότερο αυταρχική, και πιο ευαίσθητη στις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών, που σιγά σιγά μετατρέπονταν σε ανήλικους ”δικτάτορες” στα σωθικά της, ενδυναμώνοντας μια ολόκληρη βιομηχανία δώρων και παιχνιδιών. Τα Χριστούγεννα παρείχαν στις οικογένειες μια μέρα κατά την οποία θα μπορούσαν να αφιερώσουν μεγάλη προσοχή-και καταναλωτικά αντικείμενα-στα παιδιά τους δίχως την κατηγόρια ότι ‘τα χαλούν’, ρεύμα που σύντομα απέςδρασε από ταόρια της γιορτής και μπήκε στην καθημερινότητα.

Αν προσέξουμε, τα διασημότερα ”τρυφερά” εμπορικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, (σε εποχή που είχε πια κεντροποιηθεί η μουσική μέσω της σχετικής βιομηχανίας, παγκόσμια) που κυκλοφορούν μετά τον πόλεμο, (όπως το White Christmas, το Jingle Bells, και Christmas Tale του N.K.Cole και τόσα άλλα) εκθειάζουν τα Χριστούγεννα της ενταγμένης, οικονομικά επιτυχημένης, οικογενειακής μονάδας που χαίρονται το τζάκι και το χιόνι, ένα βίωμα προφανώς πολύ σκληρό πχ για ανθρώπους σε αστεγία που ή δεν τα έχουν (τζάκι) ή τα υφίστανται (χιόνι).

Παρόλα αυτά υπήρξαν και διάσημα πολιτιστικά προϊόντα που συνέβαλλαν στο ‘τράβηγμα της κουρτίνας’ και συνομίλησαν και με θεματικά κοινωνικά κινήματα και προτάγματα απελευθέρωσης, ένα ολόκληρο, μεγάλο κεφάλαιο από μόνο του. Αλλά σε αυτήν την αναδρομή θα μνημονεύσουμε μονάχα 1, ‘για το καλό’ που συμπυκνώνει αρκετά από όσα αφηγηθήκαμε: Το Father Christmas (Μπαμπά Χριστούγεννα) των (punk) The Kinks, που καθώς το διάλειμμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού αποσύρονταν, στα τέλη πια, της δεκαετίας του 70, αποκαλύπτουν την απογοήτευση και την οργή των αποκλεισμένων παιδιών των γκέτο που απειλούν να ”πλακώσουν στο ξύλο τον Άι Βασίλη” ο οποίος αφού δεν μπορεί να τους φέρει στ’ αλήθεια τα Χριστούγεννα θα πρέπει να τους φέρει, «γρήγορα ένα μάτσο λεφτά». Ή αλλιώς ο Άγιος Βασίλης (να) πάει κατευθείαν στο γκέτο (James Brown).

Η άλλη, η αρετουσάριστη πλευρά των Χριστουγέννων, σε μια κοινωνία σικέ, ”ετήσιας” ευαισθησίας και αποχαύνωσης, ως βλέμμα και φωνή πίσω από την γιορτινή μας κουρτίνα και την κρυμμένη μελαγχολία των γιορτών, ένδειξη μιας αναζήτησης πολύ σκληρής για να καταναλωθεί.

Ελένη Καρασαββίδου

Πηγές:

Δημοφιλή