Οι επαναστάσεις [1] διακρίνονται σε επιστημονικές, θρησκευτικές και πολιτικές, όπως παλαιότερα είχε υποστηρίξει ο Gustave Le Bon. Από αυτές τις τρεις κατηγορίες επαναστάσεων αυτές που ιδιαίτερα στο παρελθόν εξέφραζαν και συνάμα επηρέαζαν καταλυτικότερα τον αξιακό κώδικα και τον χαρακτήρα ενός λαού ήταν οι θρησκευτικές. Βάσει αυτής της παρατηρήσεως πολλοί θεώρησαν ότι ο Χριστιανισμός ήταν από εκείνες τις δυνάμεις που συντέλεσαν στην παρακμή και πτώση του αρχαίου κόσμου,ενώ υπάρχουν και άλλοι που θεωρούν ότι η συλλογική ψυχή των λαών δεν μεταβάλλεται τόσο εύκολα και αναζητούν τις αιτίες αλλού.
Κατά τους τελευταίους αιώνες ύπαρξης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δύο στοιχεία της ταυτότητας της αλλάζουν, έστω και μόνον στους τύπους. Από άποψη πληθυσμιακής συνθέσεως με τις εισβολές των βαρβάρων και από άποψη δοξασιών με την σταδιακή εξάπλωση και κυριαρχία του Χριστιανισμου. Μια από τις πολλές πλάνες που δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους σήμερα να κατανοήσουν το βαθύτερο ιστορικό νόημα της ιστορίας και να συναγάγουν γενικούς ιστορικούς κανόνες είναι αυτή που αφήνει να εννοηθεί ότι οι Βάρβαροι εισέβαλλαν βίαια στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την κατέστρεψαν. Κάτι τέτοιο, όμως δεν είναι ορθό, γιατί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εγκαταστάθηκαν ως σύμμαχοι ή foederati, δηλαδή οι ηγέτες τους υπέγραφαν συνθήκη με τον αυτοκράτορα σύμφωνα με την οποία θα πολεμούσαν στο πλευρό του με αντάλλαγμα την εγκατάσταση τους σε Αυτοκρατορικά εδάφη [2]. Πολύ αργότερα θα δράσουν για λογαριασμό τους, σχηματίζοντας δικές τους πολιτικές οντότητες αλλά ακόμη και τότε θα έχουν ως όραμα την αναστύλωση της άλλοτε κραταιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τέτοιων βάρβαρων ηγετών αποτελούν ο Θεοδώριχος στην Ιταλία και ο Καρλομάγνος στην Φραγκία.
Επίσης, η σταδιακή εξάπλωση του Χριστιανισμού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πέραν των αλλαγών που επεφερε κατέδειξε και τις εγγενείς αδυναμίες των θεοκρατικών αυτοκρατοριών. Αρχικά οι Χριστιανοί βρήκαν υποστήριξη στις νομοκατεστημένες τάξεις των δούλων και των τεχνιτών, αλλά σταδιακά άρχισαν να προσηλυτίζονται και γυναίκες, που άνηκαν στην αριστοκρατία και στα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού [3]. Η αντίδραση των αρχών διέφερε κατά περιόδους αν και πολλές φορές απάντησαν με διωγμούς, βασανιστήρια και εκτελέσεις. Ο λόγος των διώξεων δεν ήταν η πίστη τους στην νέα θρησκεία, διότι το Ρωμαϊκό κράτος ήταν ανεκτικό προς όλες τις θρησκείες της εποχής και γενικότερα επικρατούσε ένα κλίμα ταύτισης των θεοτήτων διαφόρων λαών εξ ου και ο έντονος θρησκευτικός συγκρητισμός της περιόδου. Οι διώξεις έλαβαν χώρα επειδή οι Χριστιανοί αρνιούνταν ακόμη και να θυμιατίσουν τον βωμό του αυτοκράτορα, ήταν φανατικοί με την πίστη τους και αφοσιώνονταν περισσότερο σε αυτήν παρά στην αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αργότερα μετέφερε την πρωτεύουσα στην Ανατολή και θα θέσει της βάσεις για την μελλοντική μορφή της λεγόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην οποία ο Χριστιανισμός για πολλούς αιώνες αποτέλεσε την κοινή ταυτότητα των κατοίκων της.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, δηλαδή τις αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση της Αυτοκρατορίας και την αντικατάσταση της αρχαίας θρησκείας, πολλοί ιστορικοί θέλησαν να τους κατατάξουν από κοινού με άλλους παράγοντες στις αιτίες της παρακμής. Άλλοι πιο δυισδειτικοί θεώρησαν αυτές τις εξελίξεις φαινόμενα που οφείλονταν σε βαθύτερες αιτίες.
Ήδη στις απαρχές της νεωτερικότητας ο Charles Louis de Secondat βαρώνος του Montesquie στο μνημειώδες έργο του Σκέψεις για το μεγαλείο και την παρακμή των Ρωμαίων θεωρεί ως κύριες αιτίες της παρακμής δύο: πρώτον, η απώλεια του πνεύματος του Ρωμαίου πολίτη με την απόδοση του τίτλου και των προνομίων που τον συνόδευαν σε όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας και δεύτερον, η υπερβολική επέκταση της και η αναγκαστική ως εκ τούτου χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων, που μετέβαλαν τον στρατό σε όργανα των στρατηγών [4]. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στην ανάδυση του Καισαρισμού και με βάση αυτή την ανάλυση οι αιτίες εντοπίζονται πολλά χρόνια πριν τις βαρβαρικές εισβολές και την κυριαρχία του Χριστιανισμου. Ενώ ο Fustel de Coulanges θα συμφωνήσει πολύ αργότερα μαζί του, θεωρώντας ότι η νόσος από την οποία έπασχε η Ρωμαϊκή κοινωνία δεν ήταν η διαφθορά των ηθών αλλά η μαλθακότητα της θελήσως. Η θέληση των πολιτών της Ρωμαϊκής Respubica οδήγησε στην νική της Ρώμης κατά τους Καρχηδονιακούς πολέμους και η απώλεια της αποτέλεσε την αιτία καταστροφής της.
Ο Χριστιανισμός κατάφερε χρόνια αργότερα να επικρατήσει αλλά αυτό ωφείλονταν συν τοις άλλοις στην μισσαλοδοξία των πιστών του, καθώς και στις διώξεις που υπέστησαν οι οπαδοί και κυρίως οι απόστολοι του. Μια πίστη δεν ηττάται απλώς με διώξεις αλλά από μία άλλη πίστη ισχυρότερη της πρώτης. Σύμφωνα όμως με τον Gustave Le Bon « Αλλά όταν διεισδύση κανείς προσεκτικά στην μελέτη των προσηλυτισμών αυτών, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι εκείνο το οποίο προπάντων έχουν αλλάξει οι λαοί είναι μόνο το όνομα της παλιάς τους θρησκείας και όχι καθ′ αυτήν την θρησκεία. Στην πραγματικότητα, οι καινούργιες θρησκευτικές δοξασίες υπέστησαν τις αναγκαίες μεταβολές, συσχετιζόμενες έτσι με τις παλιές δοξασίες που αντικατέστησαν και των οποίων στην πραγματικότητα είναι μια απλή συνέχεια. Οι μεταμορφώσεις των ιδεών, όταν μεταφέρονται από λαό σε λαό, είναι τόσο σημαντικές, ώστε το καινούργιο θρήσκευμα να μην έχει πια καμμιά ορατή συγγένεια με το θρήσκευμα του οποίου φέρει το όνομα». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εντός της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ξεσπάσει σύγκρουση ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς σημητικής προέλευσης με τους ελληνικής με αποκορύφωμα την παθητική στάση που κράτησαν οι πρώτοι κατά τις εισβολές των Αράβων [5]. Θα χρειαστεί να περάσουν πολλοί αιώνες, ώστε η χριστιανική θρησκεία καταφέρει να επηρεάσει την κοσμοαντίληψη των ευρωπαϊκών πληθυσμών και αυτό πάλι ατελώς. Και αυτός ίσως είναι ο λόγος που αυτοκρατορίες που στηρίζονται απλώς στο κοινό θρήσκευμα των κατοίκων τους είναι τόσο ευάλωτες σε εσωτερικές έριδες και εξωτερικούς εχθρούς.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι η μελέτη αυτής της περιόδου είναι χρήσιμη, γιατί μας βοηθάει να ξεπεράσουμε τις πλάνες αναφορικά με τις αιτίες της ανόδου και της πτώσεως των πολιτισμών. Αλλά πέραν τούτου μας καταδεικνύει την ανεπάρκεια μονοπαραγοντικών ερμηνειών και ειδικά όσων περιορίζονται στην επικέντρωση και την μελέτη των οικονομικών και υλικών εν στενή εννοία παραγόντων.
Υποσημειώσεις
Ο όρος επανάσταση στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται για να αποδώσει όλες τις αιφνίδιες μεταρρυθμίσεις ή όσες παρουσιάζονται έτσι ιδεών, δοξασιών και δογμάτων. Την χρήση κατά αυτόν τον τρόπο την δανείζομαι από το έργο του Gustave Le Bon με τίτλο Η Ψυχολογία των Επαναστάσεων.
2 Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, R.H. Davis, εκδόσεις Κριτική, σελ 51- 74.
3 Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, R.H. Davis, εκδόσεις Κριτική, σελ 35- 40.
4. Νεότερη Πολιτική Θεωρία, Πασχάλης Κιτρομιλίδης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 116.
5 Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, D.H. Davis, εκδ. Κριτική, σελ. 150.