Η Μεγάλη Εβδομάδα κινείται γύρω από δύο γεγονότα, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού. Ο σταυρός του μαρτυρίου έγινε μάλιστα βασικό σύμβολο του χριστιανισμού, από τις εικόνες έως τον σταυρό που κάνουν οι πιστοί στη λατρεία ή στην καθημερινότητά τους. Και όπως σωστά έχει παρατηρήσει η Σιμόν Βέιλ, το υπερβατικό νόημα του χριστιανισμού είναι πλήρες με τη Σταύρωση, χωρίς να απαιτείται η Ανάσταση.
Επί αιώνες η Σταύρωση ερμηνεύεται με τρόπο ανθρωπομορφικό, υπό την επιρροή του παραδοσιακού τρόπου απονομής της δικαιοσύνης: ο Χριστός πληρώνει το βαρύ αυτό τίμημα για να αρθούν οι αμαρτίες της ανθρωπότητας. Αυτή η θεώρηση πηγάζει από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ποινική δικαιοσύνη, όπου ο καταδικασμένος πληρώνει για το αδίκημα που διέπραξε, παραδειγματίζοντας παράλληλα και αποτρέποντας τους υπόλοιπους.
Έτσι συσκοτίζεται το γεγονός ότι ο Θεός επέλεξε τη σάρκωση του Υιού Του. Η ενανθρώπισή Του είναι αυτή που επέφερε τη Σταύρωση. Οι άνθρωποι καταδίκασαν τον Χριστό στο σταυρικό θάνατο, όχι ο Θεός. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι έχουν φτιάξει έναν κόσμο του οποίου δομικά στοιχεία είναι το βάσανο και ο πόνος, όχι η αγάπη.
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο αυτό -που έχει ως κυρίαρχες όψεις του το βάσανο και τον πόνο- για να διδάξει την αγάπη. Έναν άλλο τρόπο της ύπαρξης, διάφορο από τον τρόπο της ύπαρξης που επέλεξε για την ανθρωπότητα ο Αδάμ με το προπατορικό αμάρτημα. Ο κόσμος του Αδάμ είναι ένας κόσμος που όποιος δοκιμάζει να προσφέρει αγάπη τιμωρείται με συκοφαντίες, με αμφισβήτηση, ακόμα και με ποινές.
Ο Χριστός είναι η έκφραση της απόλυτης αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους. Ο Χριστός προσέφερε αγάπη στην ανθρωπότητα και δεν έχτισε κανένα τοίχο προστασίας Του από εκείνους που αγάπησε, παρότι εκείνοι Τον μίσησαν. Η Σταύρωση αποκαλύπτει το είδος του κόσμου που δημιούργησαν οι άνθρωποι επί Γης. Έναν κόσμο που η απροϋπόθετη αγάπη συνιστά αμάρτημα θανατηφόρο. Έναν κόσμο που είναι επικίνδυνο να αγαπάς.
Ο Χριστός αγάπησε τον κόσμο μας, παρότι γνώριζε το δομικό του έρεβος. Το 1867 ο Ντοστογιέφσκι αντίκρισε στην Βασιλεία της Ελβετίας έναν πίνακα της Σταύρωσης, φιλοτεχνημένο από τον Χανς Χολμπάιν. Στον «Ηλίθιο», ο κεντρικός ήρωας του Ντοστογιέφσκι, ο πρίγκηπας Μίσκιν, ερωτάται αν πιστεύει στον Θεό, ενώ κοιτάζει με δέος αυτόν ακριβώς τον πίνακα του Χολμπάιν. Ο Μίσκιν απαντά ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να χάσει την πίστη του από ένα τέτοιο πίνακα, στον οποίο είναι αποτυπωμένη η απόλυτη φρίκη.
Αμέσως μετά διηγείται την ιστορία μιας γυναίκας και του έξι εβδομάδων βρέφους της. Όταν η γυναίκα είδε για πρώτη φορά το μωρό της να της χαμογελά, έκανε τον σταυρό της, το σύμβολο του σταυρού Του. Ο Μίσκιν μονολογεί: «Η άφατη χαρά που νιώθει μια μητέρα όταν αντικρίζει το πρώτο χαμόγελο του παιδιού της είναι ίδια με τη χαρά που νιώθει ο Θεός κάθε φορά που κοιτάζει τον κόσμο μας και βλέπει έναν αμαρτωλό να στέκεται ενώπιόν του και να προσεύχεται με όλη του τη δύναμη». Και όταν πέθανε η κόρη του, σε βρεφική ηλικία, ο Ντοστογιέφσκι γράφει: «…θα δεχόμουν να βιώσω την αγωνία του σταυρού, αν έτσι έμενε ζωντανή».
Είμαστε ριγμένοι σε έναν κόσμο που οι πρόγονοί μας οικοδόμησαν με πρώτη ύλη τον πόνο και το βάσανο. Αυτός είναι ο κυρίαρχος τρόπος της ζωής. Ο Χριστός, με τη Σταύρωσή Του, έδειξε έναν άλλο: αυτό της απροϋπόθετης αγάπης, που δημιουργεί την προοπτική της ελπίδας. Δείχνει ότι υπάρχει και ένας άλλος τρόπος ύπαρξης, διαφορετικός από τον υπάρχοντα, κάνοντας το βίο μας βιωτό και αξιοβίωτο. Οι άνθρωποι καταδίκασαν τον Χριστό σε θάνατο και Εκείνος απάντησε προσφέροντας στην ανθρωπότητα την προοπτική της αθανασίας, την οποία ο άνθρωπος εξακολουθεί να απορρίπτει, καθώς επιμένει να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως θνητό.
Το νόημα ύπαρξης που προσφέρει η φιλοσοφία, ως μελέτη θανάτου, ή η θρησκεία, υποκαθίσταται πια από τη βεβαιότητα της προσωρινής ύπαρξης στον αισθητό κόσμο, υποταγμένης μάλιστα στην υλική μέριμνα και κρυμμένης κάτω από τη λήθη του θεάματος ενός εικονιστικού ψηφιακού μετασύμπαντος. Ο άνθρωπος βρίσκεται δίχως λόγο ύπαρξης, παρατημένος είτε στην ασημαντότητα της ύπαρξης στον κόσμο του πόνου και του βασάνου, είτε στην ψευδαίσθηση του ψηφιακού μετασύμπαντος. Ενός μετασύμπαντος άυλου, στο οποίο απεγνωσμένα και μάταια ο άνθρωπος αναζητά φυγή και σωτηρία από τον υλικό κόσμο της ταλαιπωρίας.
Ο άνθρωπος όμως έχει ακόμα την ανάγκη να πιστεύει πως ανήκει σε κάτι αιώνιο. Κάτι που υπήρχε πριν από τη δική του ύπαρξη και θα συνεχίσει να υπάρχει μετά το φυσικό του θάνατο. Μια νόηση του Θεού, ως ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει σε κάτι μεγαλύτερο και σημαντικότερο.