«Ο δύων ήλιος»: Η μεταπολεμική Ιαπωνία μέσα από την παρακμή μίας αριστοκρατικής οικογένειας

Από τα πιο διάσημα βιβλία του Osamu Dazai και ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Η HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα.
Τόκιο, 10 Ιουλίου 1946. (AP Photo/Charles Gorry)
Τόκιο, 10 Ιουλίου 1946. (AP Photo/Charles Gorry)
via Associated Press

«Ο Δύων ήλιος», ίσως από τα πιο διάσημα βιβλία του Osamu Dazai (1909 – 1948) και ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται με φόντο την μεταπολεμική περίοδο στην Ιαπωνία, όταν η κοινωνία προσαρμόστηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην οδύνη της ήττας, η οποία προκάλεσε μια μαζική κοινωνική αλλαγή.

Ο συγγραφέας αφηγείται την περιπέτεια της παρακμής μιας αριστοκρατικής οικογένειας και τη μετάβαση από μια φεουδαρχική Ιαπωνία σε μια βιομηχανική κοινωνία, όταν εν μέσω των κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων εκείνης της περιόδου, χάνει την περιουσία της, την προνομιακή θέση που κατείχε στην κοινωνία και μαζί με αυτήν και την αίσθηση της ταυτότητας.

«Ο Δύων ήλιος» θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημά του και ήταν τόσο επιδραστικό ώστε να εισαγάγει στην ιαπωνική γλώσσα τον όρο «άνθρωποι του δύοντος ηλίου».

Στο πρόσωπο της Καζούκο, κόρης ενός χήρου αριστοκράτη, ο Dazai βρίσκει τη φωνή που θα αφηγηθεί την ιστορία του. Αφού εγκαταλείπει τον σύζυγό της και παίρνει διαζύγιο, επιστρέφει στο Τόκιο για να ζήσει με τη μητέρα της. Ωστόσο, επειδή ο πόλεμος, που μόλις τελείωσε, τις άφησε εξαθλιωμένες, αναγκάζονται να πουλήσουν το σπίτι τους και να μετακομίσουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Η Καζούκο πρέπει τώρα να φροντίσει την άρρωστη μητέρα της χωρίς τη βοήθεια υπηρετών. Ο αδελφός της Ναότζι, επιστρέφει από τον πόλεμο εθισμένος στο όπιο.

Μέσα από μια πορεία παρακμής η Καζούκο βρίσκει σε έναν απαγορευμένο έρωτα τη δύναμη για να παλέψει και να συνεχίσει να ζει, εγκαταλείποντας την ανατροφή της. Ενώ η Καζούκο βρίσκεται στο Τόκιο, ο Ναότζι αυτοκτονεί. Η περιφρόνηση για τον εαυτό του, την αριστοκρατία και τη ζωή που ζούσε είναι η κραυγή του Dazai. Ο Ναότζι θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας του «Όχι πια άνθρωπος», όμως εδώ ο Dazai μας δείχνει και έναν άλλο δρόμο. Τον αγώνα της Καζούκο για ζωή, με τη διαπίστωση ότι ναι μεν ζούμε μια παράλογη ζωή αλλά δεν παραδινόμαστε, όπως λέει η ηρωίδα.

Το μυθιστόρημα «Ο δύων ήλιος» του Osamu Dazai (εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Έφη Τσιρώνη) κυκλοφορεί στις 8 Νοεμβρίου.

Η HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα:

«Από την επομένη, ρίχτηκα με όλες τις δυνάμεις μου στη δουλειά στο κτήμα και συνεχίζω με τον ίδιο ζήλο. Κάποιες φορές με βοηθάει η κόρη του κυρίου Νακάι. Από την ατιμωτική πράξη μου με τη φωτιά και μετά, νιώθω ότι με κάποιο τρόπο το κάποτε γαλάζιο αίμα μου αλλάζει σιγά σιγά χρώμα, λες και μέρα με τη μέρα μετατρέπομαι όλο και περισσότερο σε άξεστη χωριατοπούλα. Για παράδειγμα, όταν κάθομαι στην μπροστινή βεράντα και πλέκω με τη μητέρα, νιώθω ν’ ασφυκτιώ κι αισθάνομαι τα μέλη μου να μυρμηγκιάζουν από την απραξία. Είναι ανακούφιση για μένα όταν ξαναβγαίνω στο κτήμα να σκάψω.

Χειρωνακτική εργασία υποθέτω ότι θα μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω τέτοιου είδους δουλειά. Με είχαν επιστρατεύσει στη διάρκεια του πο λέμου κι έκανα μέχρι και χαμαλοδουλειές. Τώρα, όταν δουλεύω στο κτήμα, φοράω τα αθλητικά παπούτσια που μου είχε δώσει ο Στρατός. Δεν είχα ξαναβάλει ποτέ τέτοια πράγματα στα πόδια μου, αλλά ήταν άνετα, κι όταν τριγύριζα στον κήπο φορώντας τα, ένιωθα σαν να μπορούσα να συμμεριστώ την αλαφράδα του πουλιού ή του ζώου που βαδίζει με γυμνά πόδια στο χώμα. Αυτή είναι η μοναδική καλή ανάμνηση που έχω από τον πόλεμο. Τι βαρετή υπόθεση που ήταν αυτός ο πόλεμος.

Πέρσι δεν συνέβη τίποτα πρόπερσι δεν συνέβη τίποτα

και παραπρόπερσι δεν συνέβη τίποτα.

Αυτό το διασκεδαστικό ποιηματάκι εμφανίστηκε σε μια εφημερίδα αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Φυσικά, στην πραγ ματικότητα συνέβησαν πολλά, όλων των λογιών τα πράγματα, όταν όμως προσπαθώ να τα θυμηθώ τώρα, έχω αυτή ακριβώς την αίσθηση, ότι δεν συνέβη τίποτα. Σιχαίνομαι να μιλάω για τον πόλεμο ή ν’ ακούω τις αναμνήσεις άλλων από αυτόν. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν, το ξέρω, και πάλι όμως ήταν μια βαρετή υπόθεση, που εξακολουθεί να μου προκαλεί ανία. Θα μπορούσατε, υποθέτω, να πείτε πως αντιμετωπίζω το ζήτημα πολύ εκκεντρικά. Μόνο όταν με επιστράτευσαν και με ανάγκασαν να κάνω χαμαλοδουλειές φορώντας αυτά τα παπούτσια μπό ρεσα να τον δω ως κάτι άλλο εκτός από ανιαρό. Συχνά έκανα σκληρές σκέψεις για την εξαναγκαστική χαμαλοδουλειά, χάρη σ’ αυτή όμως έδεσα και δυνάμωσα, κι ακόμα και τώρα σκέφτομαι καμιά φορά ότι, αν χρειαστεί ποτέ να βγάλω το ψωμί μου, μπορώ πάντοτε να το κάνω με χειρωνακτική εργασία.

Μια μέρα, περίπου την εποχή που ο πόλεμος έμπαινε στην πραγματικά απελπιστική φάση του, ένας άντρας ντυμένος με κάποιου είδους στρατιωτική στολή ήρθε στο σπίτι μας στην οδό Νισικάτα και μου παρέδωσε τα έγγραφα της επιστράτευ σής μου και ένα πρόγραμμα με τις μέρες που καλούμουν να δουλέψω. Ανακάλυψα πως ήδη από την επομένη θα έπρεπε να παρουσιάζομαι κάθε δεύτερη μέρα σε μια στρατιωτική βάση στα βουνά πίσω από την Τατσικάγουα. Έβαλα τα κλάματα χωρίς να το θέλω.

«Να υποθέσω ότι δεν μπορώ να στείλω αντικαταστάτρια;» ρώτησα τον στρατιωτικό. Τα δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν και να πληθαίνουν – είχα αρχίσει να κλαίω με λυγμούς.

«Ό στρατός έχει δουλειά για σένα και πρέπει να την κάνεις η ίδια», απάντησε κατηγορηματικά ο άντρας.

Την επομένη έβρεχε. Ένας αξιωματικός μάς έκανε κήρυγμα ενώ στεκόμασταν παρατεταγμένοι στους πρόποδες του βου νού. «Η νίκη αποτελεί βεβαιότητα», είπε εν είδει προλόγου ο αξιωματικός. «Η νίκη αποτελεί βεβαιότητα, αν όμως ο καθένας και η καθεμία από εσάς δεν κάνει ακριβώς αυτό που διατάσσει ο Στρατός, όλα τα εθνικά σχέδιά μας θα ανατραπούν και θα ζήσουμε μια δεύτερη Όκινάβα. Θέλουμε να επιδείξετε συνέπεια στην εργασία που σας έχουμε αναθέσει και να την ολοκληρώνετε με ευσυνειδησία. Επίσης, να είστε επιφυλακτικοί με τους διπλανούς σας. Δεν είναι καθόλου απίθανο να υπάρχουν εγκάθετοι κατάσκοποι ανάμεσά σας. Εφεξής, θα εργάζεστε σε στρατιωτική εγκατάσταση και θα πρέπει να ενεργείτε ως στρατιώτες. Πρέπει να είστε εξαιρετικά προσεκτικοί: για κανέναν λόγο και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν θα πρέπει να μεταφέρετε σε τρίτους ό,τι βλέπετε και ακούτε εδώ».

Το βουνό άχνιζε στη βροχή καθώς στεκόμασταν εκεί, καμιά πεντακοσαριά άντρες και γυναίκες, ακούγοντας με τον δέοντα σεβασμό, παρά τους καταρράκτες που έπεφταν από τον ουρανό, την ομιλία του αξιωματικού. Η μονάδα περιλάμβανε επίσης αγόρια και κορίτσια από τα δημοτικά σχολεία της περιοχής, παιδιά παγωμένα από τον φόβο, έτοιμα να κλάψουν. Η βροχή μούσκεψε το παλτό μου, πέρασε και στο σακάκι μου και τελικά με μούλιασε ολόκληρη, φτάνοντας μέχρι τα εσώρουχα. Πέρασα όλη τη μέρα κουβαλώντας κοφίνια με χώμα. Την επόμενη φορά που πήγα στη βάση, τραβούσα σκοινιά με μια ομάδα εργατών. Αυτή ήταν και η δουλειά που μου άρεσε περισσότερο.

Δυο τρεις φορές τότε που δούλευα στα βουνά είχα την εντύ πωση ότι κάποιοι από τους μαθητές με κοίταζαν επίμονα, με τον πιο δυσάρεστο τρόπο. Μια μέρα κουβαλούσα κοφίνια με χώμα, όταν δύο από αυτούς πέρασαν από κοντά μου και άκου- σα τον έναν τους να ψιθυρίζει: «Λες να είναι κατάσκοπος;»

Έμεινα εμβρόντητη. Ρώτησα τη διπλανή μου, που κουβαλούσε κι αυτή χώμα, τι μπορεί να έκανε τ’ αγόρια να πουν ένα τέτοιο πράγμα. «Ίσως επειδή μοιάζεις με ξένη», μου απάντησε με σοβαρότητα.

«Αλήθεια; Με θεωρείς κι εσύ κατάσκοπο;»

«Όχι», μου απάντησε, αυτή τη φορά μ’ ένα χαμογελάκι.

«Είμαι Γιαπωνέζα», είπα, και δεν μπόρεσα να μη γελάσω με το προφανές της δήλωσής μου.

Ένα ωραίο πρωί, το οποίο είχα περάσει σέρνοντας κορμούς μαζί με τους άντρες, ο νεαρός αξιωματικός που επέβλεπε την ομάδα μας αίφνης συνοφρυώθηκε και με έδειξε με το δάχτυλο. «Ε, εσύ! Έλα δω».

Ό νεαρός άντρας προχώρησε με ταχύτητα προς το πευκοδάσος κι εγώ τον ακολούθησα, με την καρδιά μου να βροντοχτυπάει από νευρικότητα και φόβο. Σταμάτησε δίπλα σε μια στοίβα με ξύλα που είχε μόλις έρθει από το εργοστάσιο ξυλείας και γύρισε προς το μέρος μου. «Πρέπει να είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις έτσι κάθε μέρα. Σήμερα, σε παρακαλώ, απλώς κάθισε εδώ να φυλάξεις τούτο εδώ το φορτίο». Μιλούσε χαμογελώντας, δείχνοντάς μου τα άσπρα δόντια του.

«Εννοείτε να σταθώ δίπλα στην ξυλεία;»

«Είναι δροσερά και ήσυχα εδώ και μπορείς να ξαπλώσεις πάνω στα ξύλα να πάρεις έναν υπνάκο. Αν βαρεθείς, ίσως θελήσεις να διαβάσεις αυτό». Έβγαλε έναν μικρό τόμο από την τσέπη του και τον πέταξε ντροπαλά πάνω στα ξύλα. «Δεν είναι και το καλύτερο βιβλίο, αν θέλεις, όμως, το διαβάζεις».

Ό τίτλος ήταν Τρόικα. Το πήρα από τα ξύλα. «Ευχαριστώ πάρα πολύ. Υπάρχει και κάποιος άλλος στην οικογένειά μου που του αρέσουν τα βιβλία, αλλά τώρα είναι στον Νότιο Ειρηνικό».

Ό αξιωματικός παρεξήγησε. «Α, ο σύζυγός σου. Στον Νότιο Ειρηνικό. Τρομερό». Κούνησε συμπονετικά το κεφάλι. «Τέλος πάντων, σήμερα έχεις καθήκοντα φρουρού. Αργότερα θα σου φέρω εγώ την καραβάνα με το μεσημεριανό σου. Εσύ ξεκουράσου και μην ανησυχείς για τίποτα». Και λέγοντας αυτό, γύρισε και έφυγε με γρήγορες και μεγάλες δρασκελιές.

Κάθισα στον σωρό με τα ξύλα κι άρχισα να διαβάζω το βιβλίο. Είχα διαβάσει το μισό όταν μπότες που έτριζαν στο χώμα ανήγγειλαν την επιστροφή του αξιωματικού. «Σου έφερα το μεσημεριανό σου. Πρέπει να είναι πολύ βαρετό να είσαι εδώ πέρα μόνη σου». Άφησε το κουτί με το φαγητό στο γρασίδι και ξανάφυγε γρήγορα.

Όταν τελείωσα το μεσημεριανό μου, ανέβηκα στο πάνω μέρος της στοίβας με τα ξύλα και βολεύτηκα για να διαβάσω το βιβλίο. Το διάβασα όλο και με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα μετά τις τρεις, με την ξαφνική εντύπωση ότι κάπου είχα ξαναδεί τον νεαρό αξιωματικό, το πού, όμως, ήταν αδύνατον να το θυμηθώ. Κατέβηκα από τη στοίβα κι έστρωνα τα μαλλιά μου, όταν άκουσα ξανά τις μπότες του να τρίζουν.

«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθες σήμερα εδώ», μου είπε. «Και τώρα, αν θέλεις, μπορείς να φύγεις».

Έτρεξα κοντά του και του έτεινα το βιβλίο. Ήθελα να του εκφράσω τις ευχαριστίες μου, δεν έβρισκα όμως τα λόγια. Κοίταξα σιωπηλή το πρόσωπό του και τα μάτια μας συναντή θηκαν. Ήξερα ότι τα δικά μου ήταν γεμάτα δάκρυα και είδα και τα δικά του να βουρκώνουν.

Χωριστήκαμε χωρίς να πούμε τίποτα, έτσι απλά, και ο νεα ρός αξιωματικός δεν ξαναφάνηκε ποτέ στο μέρος που δούλευα. Αυτή ήταν και η μοναδική μέρα που η δουλειά μου ήταν τόσο ξεκούραστη. Έκτοτε, πήγαινα μέρα παρά μέρα στην Τατσικάγουα για να εκπληρώσω με τον μόχθο μου τις υποχρεώσεις μου προς την πατρίδα. Η μητέρα ανησυχούσε πολύ για την υγεία μου, η αλήθεια όμως ήταν πως αυτού του είδους η δουλειά με δυνάμωσε πολύ και εξακολουθώ να διατηρώ αυτή τη δύναμη μέχρι και σήμερα. Τουλάχιστον προσώρας, είμαι από τις γυναίκες που δεν κουράζονται εύκολα, ακόμα και από τη σκληρότερη δουλειά στα χωράφια.

Είπα ότι σιχαίνομαι να μιλάω ή να ακούω για τον πόλεμο, τώρα όμως θεωρώ ότι τα έχω πει όλα για την «πολύτιμη εμπειρία» μου. Αυτή όμως είναι και η μοναδική ανάμνηση από τον πόλεμο που θα έχω ποτέ έστω και την παραμικρή επιθυμία να μοιραστώ. Τα υπόλοιπα μπορούν πολύ εύστοχα να συνοψιστούν από το ποίημα:

Πέρσι δεν συνέβη τίποτα πρόπερσι δεν συνέβη τίποτα

και παραπρόπερσι δεν συνέβη τίποτα.

Τραγελαφικό, τελικά, όμως· το μόνο που έμεινε από τις πο λεμικές εμπειρίες μου είναι αυτό το ζευγάρι των αθλητικών παπουτσιών».

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Osamu Dazai (πραγματικό όνομα Shūji Tsushima) είναι ένας από τους σημαντικότερους Ιάπωνες συγγραφείς μυθοπλασίας του 20ού αιώνα. Ορισμένα από τα πιο δημοφιλή έργα του, όπως «Ο Δύων ήλιος» και το «Όχι πια άνθρωπος», θεωρούνται κλασικά στην πατρίδα του. Γεννημένος στη βόρεια Ιαπωνία, έκτος γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα και πολιτικού, ο Dazai επέστρεφε συχνά στα βιώματα του προκειμένου να αντλήσει υλικό. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του (1936, «The Twilight Years»), απέδειξε ότι είναι ένας ευέλικτος συγγραφέας, ικανός να διαχειριστεί διαφορετικά στιλ και θέματα. Με σχεδόν αυτοβιογραφικό ύφος, οι ιστορίες του Dazai έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών. Τα βιβλία του ασχολούνται με θέματα, όπως η ανθρώπινη φύση, η ψυχική ασθένεια, οι κοινωνικές σχέσεις και η μεταπολεμική Ιαπωνία.

Δημοφιλή