Η απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει τα σύνορα στον Έβρο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου συνιστά ένα ακόμη βήμα προς τον εξορθολογισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, μεταξύ Άγκυρας-Τρίπολης και οι τουρκικές αιτιάσεις και ενέργειες, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων των αρμόδιων εμπειρογνωμόνων, για την σύναψη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, συνέβαλαν στον διαφαινόμενο επαναπροσδιορισμό, εκ μέρους της Αθήνας, του πλαισίου υλοποίησης των διμερών σχέσεων. Οι αρχικές θέσεις της παρούσας κυβέρνησης ήταν προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω νομικών -κυρίως- και πολιτικών διαδικασιών, στη βάση της κατανόησης(sic) των τουρκικών συμφερόντων και «δικαιωμάτων». Είναι γεγονός πως, το διάστημα πριν την εκδήλωση της κρίσης στον Έβρο, υπήρξε ένας ορυμαγδός εκδηλώσεων, δημοσίων τοποθετήσεων και αρθρογραφίας που προέτρεπε για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, μέσω της αποδοχής εκ μέρους της ελληνικής πλευράς ορισμένων τούρκικων ισχυρισμών.
Η χρήση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών για την εξυπηρέτηση στόχων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δεν συνιστά καινοφανή επιλογή της γειτονικής χώρας. Το κρίσιμο στοιχείο που οδήγησε στην κυβερνητική απόφαση για το κλείσιμο των συνόρων, ήταν η αμφισβήτηση, μίας σημαντικότατης πτυχής της κρατικής υπόστασης της Ελλάδας -και κάθε κράτους- που έγκειται στην αρχή της εδαφικότητας (territoriality principle), δηλαδή του ελέγχου και της δικαιοδοσίας που ασκεί το κράτος στην επικράτειά του. Μετά λοιπόν την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί μικρών νησιών και βραχονησίδων, του εναερίου χώρου, του FIR, των περιοχών έρευνας και διάσωσης καθώς και στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες ζώνες, η Τουρκία θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθειά της να εκβιάσει τα δυτικά κράτη για να την συνδράμουν -διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά- στο μέτωπο της Συρίας.
Παράλληλα, τα πρόσφατα επεισόδια μεταξύ των κατοίκων της Λέσβου και της Χίου με τις αστυνομικές δυνάμεις, αποτέλεσε την εσωτερική διάσταση, η οποία συνέτεινε στην εν λόγω κυβερνητική επιλογή. Αναμφισβήτητα, τα κράτη έχουν καθήκον να προστατεύσουν τους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έχουν υποχρέωση να σέβονται τις κοινωνίες στις οποίες φιλοξενούνται. Ορισμένοι εξ ημών, φαίνεται ότι επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την τραγωδία των προσφύγων και τις ελπίδες των μεταναστών για να επιβάλλουν στις φιλοξενούσες κοινωνίες και γενικότερα τις οικείες, αλλά μάλλον μειοψηφικές, αντιλήψεις τους. Εν γένει, η διαστροφή ορισμένων να (αυτό)μαστιγώνουν την ελληνική κοινωνία, μάλλον εξαντλεί την κοινωνική της απήχηση. Πέραν των ηθικολογικών αναφορών και διαρκών επικρίσεων, ας αναλογιστούν και το δικαίωμα κάθε συλλογικού υποκειμένου και ατόμου, να διαβιεί με ασφάλεια και σύμφωνα με τα αξονικά γνωρίσματα της ιδιοσυστασίας του. Όσον αφορά την εκ του μακρόθεν κριτική προς τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες διαχειρίζονται και υφίστανται το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, θα θυμίσω την φράση του βρεταννού συγγραφέα John Galsworthy πως: Ο ιδεαλισμός αυξάνεται ευθέως ανάλογα με την απόσταση που έχει κανείς από το πρόβλημα.
Επιστρέφοντας στην εξωτερική διάσταση της απόφασης, η προ εικοσαετίας προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, εκτός ότι δεν επέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, δημιούργησε σταδιακά μία νέα τουρκική αξίωση: να καταστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική εξαρτημένη μεταβλητή των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η Συμφωνία για την διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, η οποία υπεγράφη του 2016, δεν απέχει πολύ από την προαναφερθείσα συλλογιστική.
Για την ανθρωπιστική κρίση στην Συρία προφανώς δεν ευθύνεται μόνο, αλλά ευθύνεται και η Τουρκία, η οποία με τις ενέργειές της συμβάλλει στη συνέχιση του πολέμου. Η επικοινωνιακή προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να αντιστρέψει τη σχέση θύτη-θύματος, στην περίπτωση του συριακού εμφυλίου, δεν έπεισε κανέναν και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επιδιώκει, μέσω των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, να επιβάλει τη θέση της. Η άσχημη τροπή των πολεμικών συγκρούσεων στη βόρεια Συρία, οδήγησε την Άγκυρα στην απόφαση να ωθήσει μετανάστες και πρόσφυγες προς την Ελλάδα, υποθέτοντας πως δεν θα υπάρξει ουσιαστική ελληνική αντίδραση και θεωρώντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα εκβιάσει τα ευρωπαϊκά κράτη να την συνδράμουν στην άνιση διελκυστίνδα με τη Μόσχα.
Επί της ουσίας, η συγκεκριμένη τουρκική πράξη συνιστά εχθρική ενέργεια προς την Ελλάδα, διότι οι νεοεισερχόμενοι πρόσφυγες και μετανάστες στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα παρέμεναν σε ελληνικό έδαφος, στο βαθμό που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τους έχουν απαγορεύσει την είσοδο στις επικράτειές τους. Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, ασχέτως αν κάποιος συμφωνεί ή όχι, ακυρώνει την διπλή τούρκικη στόχευση, και την ΕΕ να εκβιάσει, και περαιτέρω εσωτερικά προβλήματα να δημιουργήσει στην Ελλάδα. Οι θέσεις της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έστω και επαμφοτερίζουσα, ότι οι τουρκικές ενέργειες συνιστούν απειλή για την Ελλάδα, μάλλον εντάσσονται στη διαγραφομένη τάση εξορθολογισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Όσοι εξακολουθούν να αμφισβητούν την ύπαρξη ή να αδιαφορούν για την τουρκική απειλή προς την Ελλάδα, φαίνεται να απολλύουν την προνομιακή τους πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, ή τουλάχιστον στην παρούσα κυβέρνηση˙ πολλά ερείσματά στην κοινωνία δεν είχαν και δεν τους ενδιέφερε να έχουν. Η πορεία και τα πεπραγμένα του Ταγίπ Ερντογάν καταδεικνύουν ότι προσλαμβάνει την πολιτική τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική της διάσταση αμιγώς με όρους ισχύος. Υπό αυτό το πρίσμα αντιλαμβάνεται η Τουρκία, τόσο το πλαίσιο εφαρμογής των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο και τον τρόπο επίλυσης των διμερών ζητημάτων. Με τις ενέργειές της, η γειτονική χώρα περιορίζει την επιρροή εγχώριων ναρκισσιστικών αυταπατών, που διέβλεπαν την υπέρβαση των εγγενών χαρακτηριστικών του διεθνούς συστήματος –πχ. άναρχη φύση του, κυρίαρχος ρόλος της ισχύος- στην ελληνοτουρκική περίπτωση.
Η ανάταξη της κρατικής μας υπόστασης στον Έβρο και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου φαίνεται ότι δυσαρεστεί, εκτός από την Τουρκία, και πολλούς εντός Ελλάδας. Προφανώς πρέπει να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων όσοι βρίσκονται, νομίμως ή μη, εντός της ελληνικής επικρατείας, επ’ αφορμή της προσφυγικής κρίσης. Προφανέστερα, δεν γίνεται να αγνοούνται οι συνέπειες μίας μεγάλης και άτακτης εισόδου ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες. Σ΄ αυτή την περίπτωση, οι ηθικοπλαστικές παροτρύνσεις δεν θα βρίσκουν ευήκοα ώτα στις τοπικές κοινωνίες, τις οποίες κατόπιν οι τιμητές τους θα τις προσδιορίσουν ως ρατσιστικές. Για όσους αντιτείνονται στο κράτος, ως τον σημαντικότερο φορέα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πιθανόν να επικαλούνται την «παγκόσμια κοινωνία», ως το αρμόδιο όργανο εκπλήρωσης του σκοπού, να υπενθυμίσουμε ότι η δεύτερη απλώς δεν υφίσταται ως υπαρκτή πολιτική οντότητα, η οποία θα διασφαλίζει την εφαρμογή τους. Επίσης, η παρουσία των προσφιλών ΜΚΟ στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ως συνδιαχειρίστριες του προσφυγικού ζητήματος, κατέδειξε πως η δράση τους κάλυψε όλο το φάσμα, ανάμεσα στην εκπλήρωση των καταστατικών τους σκοπών, έως τις έκνομες πράξεις. Για τις περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας, είναι υπόχρεοι οι ευεργετηθέντες - πρόσφυγες και μετανάστες- και οι τοπικές κοινωνίες. Για τις οργανώσεις της δεύτερης κατηγορίας, η κρατική εποπτεία προέκυψε ως τουλάχιστον επιβεβλημένη.
Εν κατακλείδι, και ελπίζοντας ότι ο εξορθολογισμός θα συνεχιστεί έστω και τουρκική υπαιτιότητι, είναι αναγκαία η συμπόρευση της ελληνικής κοινωνίας έτσι ώστε να εξέλθουμε από την δύσκολη συγκυρία και να προστατευτούμε από ανάλογες δυσάρεστες καταστάσεις στο μέλλον. Η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, οφείλει να είναι σύμφυτη με τον διακρατικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και τον διακυβερνητικό -ιδιαίτερα για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας- της Ευρωπαϊκής Ένωσης.