Πριν 17 σχεδόν χρόνια, από την διάρκειας μίας ώρας μαγνητοσκοπημένη ανάλυσή μου για την Τουρκία δεν παίχτηκε ούτε ένα λεπτό. Και αυτό γιατί προφανώς ήμουν εκτός του κλίματος ΜΜΕ και πολιτικών για την δήθεν ελληνοτουρκική «φιλία». Ήταν λίγο μετά τη «συμφωνία» του Ελσίνκι…
Ποια ήταν η κεντρική γραμμή της τοποθέτησής μου; Μα φυσικά η προειδοποίηση για την αυξανόμενη ισχύ και επιθετικότητα της Τουρκίας, ιδιαίτερα λόγω της μεγάλης αύξησης του πληθυσμού, της δημιουργίας πολεμικής βιομηχανίας και της απόκτησης οπλικών συστημάτων που εντάσσουμε στην κατηγορία των στρατηγικών όπλων, όπως δορυφόρων, πυραύλων, χημικών, κ.ά.
Η κυρίαρχη άποψη του πολιτικού και επικοινωνιακού συστήματος επεφύλαξε την ίδια συμπεριφορά, της αποσιώπησης ή της αδιαφορίας, και σε άλλες περιπτώσεις. Ίσως η πλέον χαρακτηριστική ήταν η υποβάθμιση του σήματος κινδύνου που εκπέμφθηκε με την μετάφραση και δημοσίευση στα Ελληνικά του βιβλίου του Νταβούτογλου «Το στρατηγικό βάθος», στο οποίο ξεδιπλωνόταν από τότε ολόκληρη η φιλοσοφία της νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Προσωπικά δε, την ίδια εποχή, είχα επιμείνει στις πυρηνικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και του Ερντογάν, καθώς η ανάπτυξη εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας βρισκόταν στο προεκλογικό πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ).
Σήμερα τα πράγματα έχουν φθάσει στην αντίθετο άκρο. Έτσι, από την παντελή αδιαφορία για τα θέματα της Τουρκίας, ο μέσος τηλεθεατής εισπράττει, αθροιστικά και σχεδόν ανά κανάλι, τουλάχιστον μισή ώρα ημερήσιας ενημέρωσης για την Τουρκία, για το τι δήλωσε ο κάθε Υπουργός, ο κάθε σύμβουλος του Ερντογάν, ο κάθε βουλευτής, εν τέλει ο οιοσδήποτε Τούρκος ή τι γράφει η κάθε καθεστωτικά ελεγχόμενη εφημερίδα της γείτονος για την Ελλάδα, την αιγιαλίτιδα ζώνη, την ΑΟΖ, τον «Πορθητή» (που θα εκπορθήσει τί;), και πάει λέγοντας. Όλα αυτά, αν μη τι άλλο, ανησυχούν τον μέσο Έλληνα, ο οποίος δεν έχει ούτε την πλήρη εικόνα ούτε απαραιτήτως τις γνώσεις για να κρίνει.
Η με αυτήν την συχνότητα επανάληψη των συγκεκριμένων ειδήσεων καταλήγει ακούσια και ουσιαστικά σε υβριδικό πόλεμο κατά της χώρας μας, ο οποίος διεξάγεται δωρεάν και μάλιστα μέσω ημών εναντίον ημών. Διότι ο υβριδικός πόλεμος – σε όποια πηγή και αν ψάξει κανείς – περιλαμβάνει, εκτός των στρατιωτικών, και επιχειρήσεις παραπληροφόρησης, προπαγάνδας, αλλοίωσης των απόψεων και του ηθικού των πολιτών, και, εν τέλει, διαμόρφωση της κοινής γνώμης της αντίπαλης χώρας. Γιατί λοιπόν ο οιοσδήποτε Ακάρ να μην κάνει κάθε μέρα και από μία δήλωση όταν είναι απολύτως βέβαιος ότι αυτή θα αναμεταδοθεί ταχύτατα από τα Ελληνικά μέσα;
Και τι θέλεις να γίνει, θα μου πει κάποιος, να σταματήσει η ενημέρωση; Ασφαλώς και όχι! Τότε;
Πράγματι, οι μεταδιδόμενες ειδήσεις αναφέρονται σε γεγονότα ή δηλώσεις που έγιναν. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλά άλλα θέματα που δεν αναμεταδίδονται το ίδιο συστηματικά ή δεν αναδεικνύονται. Δεν ενημερώνονται οι Έλληνες τόσο συχνά για την δεινή χρηματοπιστωτική κατάσταση της Τουρκίας, για τον πληθωρισμό που καλπάζει, για τις επιχειρήσεις που κλείνουν και την αυξανόμενη ανεργία, για τις αποτυχίες του στρατού τους στη Συρία, στο Ιράκ και στην Ανατολική Τουρκία, όπως και για τα φέρετρα των στρατιωτών που επιστρέφουν από εκεί, για το ότι έχουν φύγει τα περισσότερα έμπειρα στελέχη της Πολεμικής τους Αεροπορίας, για το ότι το νέο αεροδρόμιο είναι ημιτελές, για το ότι οι φτηνές αερογραμμές της χρηματοδοτούνται από το κράτος και λειτουργούν στο όριο της πτώχευσης μόνο και μόνο για να προβάλουν την Τουρκία διεθνώς ή ότι, τελικά, η Τουρκία παραπληροφορεί στο θέμα των προσφύγων αφού φιλοξενεί λιγότερο από 2 εκατομμύρια και όχι 3.5 όπως ισχυρίζεται ο Ερντογάν, διεκδικώντας έτσι όλο και μεγαλύτερα κονδύλια από την ΕΕ. Όπως, επίσης, δεν ενημερώνονται για τις αμέτρητες διώξεις που κάθε μέρα και συστηματικά υφίστανται δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες, δημιουργοί, στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, πολίτες άλλων θρησκευμάτων και, εν τέλει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Συνεπώς, ρωτάω, με τη σειρά μου, δεν πρέπει να έχει ο μέσος Έλληνας μία πιο ισορροπημένη ενημέρωση και αποτίμηση της κατάστασης; Διότι, ασφαλώς, η Τουρκία είναι ένας γείτονας που απειλεί και πρέπει να προσέχουμε. Ασφαλώς προσπαθεί να αυξήσει την στρατιωτική ισχύ της και ενδεχομένως, υπό πολλές προϋποθέσεις, να προβεί σε επιχειρήσεις. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίζεται η πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική ισχύς της χώρας μας, να προβάλλονται οι αδυναμίες και οι αποτυχίες της Τουρκίας και, κυρίως, να μην οδηγούνται οι πολίτες στην κατάθλιψη και στο ερώτημα που τόσο συχνά ακούω να (μου) απευθύνεται στην καθημερινότητα: «θα γίνει πόλεμος»;
Ταυτοχρόνως, η όποια δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να στοχεύει στη δημιουργία μίας μεσοπρόθεσμης πολιτικής για την αντιμετώπιση του ταραξία της περιοχής μας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα έπρεπε να εξετασθεί το αν θα ήταν δίκαιο, αντικειμενικό και σκόπιμο οι επικοινωνιακές μας ικανότητες να στραφούν κατά της ίδιας της Τουρκίας. Μήπως δηλαδή ως πολίτες και ως μέσα ενημέρωσης, που πιστεύουμε στη δημοκρατία και στην ελευθερία, θα έπρεπε να προβάλουμε πολύ περισσότερο, ειδικά στο εξωτερικό, το τι ακριβώς συμβαίνει στην γείτονα, το πόσο και σε ποια ένταση παραβιάζεται κάθε κανόνας δικαίου και δημοκρατίας, το πόσο τελικά υποφέρουν οι άνθρωποι εκεί;
Τι θα καταφέρουμε;… θα ρωτήσει πάλι ο δύσπιστος. Πριν απαντήσει ο καθένας σε αυτήν την ερώτηση ας αναλογιστεί το κόστος που πλήρωσε και πληρώνει η Σαουδική Αραβία για την υπόθεση Κασόγκι και ας κρίνει αν το γειτονικό κράτος, με τόσες παρόμοιες υποθέσεις, μπορεί να υποστεί για την συμπεριφορά του σε εμάς, σε άλλους γείτονες, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες του, ένα κόστος που τελικά δίκαια του αναλογεί.