Η κορυφή του δένδρου είχε κορνίζα το παράθυρο που γι’ αυτήν ήταν το παράθυρο της ψυχής στον κόσμο. 2.20 επί 1.20, αυτή ήταν η κορνίζα της ζωής για αρκετά χρόνια. Και έπαιρνε χρώματα και νόημα από εκείνο το κομμάτι του πεύκου που ο άνεμος το έφερνε μέσα στο εύρος της ματιάς της . Κάθε φορά διαφορετικό. Αυτό ήταν η ποικιλία ζωής, για ένα πολύ προσφιλές μου πρόσωπο. Για χρόνια μία κορνίζα με ένα ταμπλό από περιορισμένη φύση. Ένα πλαίσιο που νοηματοδοτούσε και τον διάλογο με τον εαυτό της, αφού ήταν αναγκασμένη να μένει μέσα. Και συνήθως τα έβρισκε μαζί του.Με τον εαυτό της εννοώ.
Πόσο ομόρφαινε, ανάλογα με τις στιγμές ή τις εποχές, το σταθερά ίδιο και αειθαλές πεύκο. Περίεργο, αλλά το έβρισκε πάντα αισιόδοξο μέσα στο φθινοπωρινό μοτίβο και πληκτικό το καλοκαίρι, όταν η πλατεία κάτω από το παράθυρο έσφυζε από ζωή. Γιατί τα είχε βρει με τον εαυτό της.
Με αυτόν τον άγνωστο εαυτό, τον εαυτό μας, λοιπόν, αποφασίσαμε ή τελικά αναγκαστήκαμε να απομονωθούμε αυτήν τη ζοφερή περίοδο, στο πιο προσφιλές για όλους μας καταφύγιο που είναι το σπίτι. Η απομόνωση-μοναξιά είναι το αποτέλεσμα της αποσύνδεσης από τους άλλους. Μοναχικοί άνθρωποι υπήρχαν πάντα. Αλλά ήταν από επιλογή και ήταν εξαίρεση, αν δεν συνέτρεχαν λόγοι υγείας.
Σήμερα, η απομόνωση μπαίνει σε ένα σχήμα οξύμωρης ερμηνείας. Είναι ταυτόχρονα επώδυνη δοκιμασία αλλά και πράξη αλληλεγγύης και προσφοράς στο σύνολο και πραγματώνεται στον «ιερό μας τόπο». Τέτοιος τόπος είναι αυτός όπου μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας ξανά. Και το σπίτι είναι, σε αυτή τη συγκυρία, ο προσωπικός ιερός τόπος του καθενός. Ο τόπος επαναπροσδιορισμού του εαυτού του. Και η υπεύθυνη στάση «μένουμε σπίτι» είναι η υπακοή στο φυσικό και όχι τον πολιτειακό νόμο, που γίνεται, τελικά, το κοινωνικό εμβόλιο απέναντι στην πανδημία. Επιβάλλεται, λοιπόν, ο αναστοχασμός και ο διάλογος με τον εαυτό μας ενώπιος ενωπίω, αλλά χωρίς φώτα, ψιμυθίωση και φίλτρα.
“Μέχρι τώρα ο θάνατος ήταν έξω από τους κανονισμούς και δεν περιλαμβανόταν στο manual της ζωής μας...Ήμασταν ανεκπαίδευτοι στην ενσυναίσθηση.”
Γιατί πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν γίναμε ξαφνικά ευαίσθητοι άνθρωποι. Τον συναισθηματικό αναλφαβητισμό μας, τον καλύπτει, τώρα, ο φόβος του θανάτου που μας κάνει συναισθηματικά ευάλωτους.
Μέχρι τώρα ο θάνατος ήταν έξω από τους κανονισμούς και δεν περιλαμβανόταν στο manual της ζωής μας. Μπορεί να υπήρχε στα νοσοκομεία αλλά μέχρι εκεί. Σίγουρα δεν υπήρχε στο μυαλό της καθημερινότητάς μας, ούτε έμπαινε ως δεδομένο στον επεξεργαστή της ψυχικής μας διάθεσης. Μπροστά σε αυτήν την επώδυνη δοκιμασία ο άνθρωπος αρχικά έμενε ενεός. Και μετά γινόταν απάνθρωπος. Απέφευγε να δει αυτόν που έχει καταλήξει, απέφευγε τους οικείους του γιατί δεν είχε τι να τους πει, επειδή δεν μπορούσε να αρθρώσει την κατάλληλη λέξη συμπόνιας. Ήμασταν ανεκπαίδευτοι στην ενσυναίσθηση. Γιατί;
Γιατί ο εαυτός, πολλές φορές, επιλέγει να κλειδώνει τα συναισθήματα στο συρτάρι και να γίνεται αλεξίθυμος.Γιατί δεν θέλει να αμφισβητήσει τον εαυτό του, που λειτουργεί μέσα σε νόρμες, προστατευτικά πλαίσια και εκλογικεύσεις. Το να αποδεχθεί κάποιος τα στοιχειώδη και συχνά χαμένα συναισθήματά του, σημαίνει ότι πρέπει να υπερβεί, να αγνοήσει τις νόρμες αυτοπροστασίας του. Να απελευθερωθεί και να σπάσει τις αντιστάσεις που αυτοματοποιημένα θέτει σε λειτουργία ο εαυτός, ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί πράγματα που άλλοι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν.
“...να τα βάλεις με τον εαυτό σου. Να του αντιπαρατεθείς στα ίσα. Να αντιμετωπίσεις τον καταστροφικό ναρκισσισμό του...”
Ας μην μείνουμε στην αβίαστη προτροπή-θεραπεία ότι πρώτα πρέπει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Ας μην υιοθετήσουμε το επιδερμικό μότο: «να αγαπήσεις τον εαυτό σου έτσι όπως είναι». Είναι μία λάθος αντίληψη. Είναι η εκλογίκευση για να μην αλλάξεις. Για να μη βγεις από τη βολή του εγωκεντρισμού σου και ίσως τότε αναγκαστείς να διορθώσεις αυτό που τόσο περίτεχνα έχεις κτίσει. Εννοώ να τα βάλεις με τον εαυτό σου. Να του αντιπαρατεθείς στα ίσα. Να αντιμετωπίσεις τον καταστροφικό ναρκισσισμό του και να τον πείσεις ότι, στην πραγματικότητα που ζούμε, δεν υπάρχουν προσωπικά σενάρια, αλλά ούτε και θέατρα που προτιμούν τον ατομικό πρωταγωνιστή.
“Το πέρασμα δεν είναι εύκολο. Καιροφυλακτούν, τουλάχιστον, τρεις σίγουροι πειρασμοί... ο εγωκεντρισμός, ο εγωισμός και ο εγωτισμός.”
Είναι ανάγκη ο εαυτός μας να αποκτήσει την ηθική ευαισθησία να μεριμνά και να φροντίζει και για τον άλλο. Πώς όμως θα τον πείσεις να αλλάξει στάση ζωής, να αλλάξει ρότα; Να τον βάλεις να διανύσει το δύσβατο δρόμο που οδηγεί στον αλτρουισμό. Τη λέξη που επινόησε, το 1895, ο Γάλλος φιλόσοφος Ογκίστ Κοντ.
Το πέρασμα δεν είναι εύκολο. Καιροφυλακτούν, τουλάχιστον, τρεις σίγουροι πειρασμοί που «τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, και «η ψυχή σου»τελικά τους «στήνει εμπρός σου». Ο εγωκεντρισμός, ο εγωισμός και ο εγωτισμός. Ότι είσαι, δηλαδή, το κέντρο του κόσμου, ότι η επιθυμία σου υπερτερεί της επιθυμίας του άλλου, ότι μπορείς να ζεις τη ζωή σου σε πλήρη ανεξαρτησία, ασχολούμενος με τον εαυτό σου και τις ευχαριστήσεις του.
Η κοινωνία μας κάνει αναγκαστικό“reset” και είναι σίγουρο ότι όταν θα μπορέσει να επαναλειτουργήσει ως υγιής οργανισμός τίποτε δεν θα γίνεται “by default”. Εκεί, σε αυτή τη φάση, θα έχει ρόλο ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπος, ο εαυτός μας. Ο νέος εαυτός που θα προκύψει από τη δοκιμασία της παραμονής στην εστία του. Ίσως ο τίτλος, που πλαισιώνει αυτές τις σκέψεις, να μας υπενθυμίζει την ευκαιρία ότι η μοναξιά που σίγουρα θα βιώσουμε μπορεί να γίνει η ζωτική ζεστασιά που χρειάζεται ο εαυτός μας για να αλλάξει και να μη συμβεί αυτό που προμηνύουν οι παρακάτω στίχοι:
Επισπεύδων ο ναρκισσευόμενος εαυτός,
μπέσα δεν έχει και σε εκθέτει.
Υστερόβουλα λόγια, κενόσοφα,
σε κάνει να πιστεύεις,
που μέσα τους γυμνός είσαι ντυμένος.
Έτσι, άνεμο ψευδαίσθησης θα νιώσεις,
πως ιδεατός είναι, με ρούχα υψηλής αισθητικής προστατευμένος.