«Οι ποιητές είναι οι μη αναγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου» διαπιστώνει ο Σέλλεϋ και η σκέψη του φαίνεται ν’ απηχεί ιδανικά τον φίλο και ομότεχνό του Μπάιρον. Κι αυτό γιατί ο κορυφαίος του ρομαντισμού που αγωνίστηκε δίπλα στους «ελεύθερους πολιορκημένους», δεν άφησε την τελευταία του πνοή για την πλήρωση ενός ποιητικού οράματος. Ήρθε στην Ελλάδα αποφασισμένος να διοχετεύσει την ουσία του ρομαντισμού σε πράξη πολιτική. Αυτή τη διάσταση, που δεν αφαιρεί από την αξία του ποιητή αλλά επιβεβαιώνει την σκέψη του Σέλλευ, φωτίζει στη μονογραφία του με τίτλο «ο πόλεμος του Μπάιρον, ρομαντική εξέγερση, ελληνική επανάσταση» (Πατάκη, 2015) ο Ρόντρικ Μπίτον.
Ο Ρόντι όπως τον αποκαλούν οι έλληνες φίλοι του, είναι από τους πιο σημαντικούς πρεσβευτές των νεοελληνικών γραμμάτων στον κόσμο. Πολυγραφότατος, μας έχει χαρίσει, μεταξύ άλλων, μια βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη (Ωκεανίδα, 2003), μια εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη (Παν. Εκδόσεις Κρήτης 2011) ενώ έχει μεταφράσει το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Αρχαία σκουριά» (Fool’s Gold, 1991). Ο σημαντικός ερευνητής ανατρέχει στις πηγές και με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο, αποτυπώνει τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης του Βύρωνα, που πέθανε στο Μεσολόγγι, σε ηλικία μόλις 36 χρόνων, μετά από υψηλό πυρετό.
Tο γεγονός ότι ο Μπάιρον απεχθανόταν τον ολοκληρωτισμό των Ροβεσπιέρου και Μαρά, ενώ δεν ταυτίστηκε με τους Καρμπονάρους στην Ιταλία, τί μας λέει για την πολιτική του σκέψη;
Η πολιτική τοποθέτηση του Μπάιρον τον καιρό που βρισκόταν στην Ελλάδα έχει γενικώς παρεξηγηθεί. Πράγματι, δεν συμπαθεί καθόλου τους απολυταρχικούς της γαλλικής Επανάστασης, όπως και κρατούσε τις αποστάσεις του από τις δημοκρατικές αρχές που συμμερίζονται πολλοί Έλληνες και φιλέλληνες της εποχής. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, άφησε πίσω του διάφορες πολιτικές εμμονές όπως ήδη τις είχε διατυπώσει είτε στα ποιήματά του είτε στην αλληλογραφία με φίλους και γνωστούς. Π.χ., ενώ παλιά είχε αποκηρύξει τη μοναρχία ως πολιτικό σύστημα που έπρεπε να εξαφανιστεί από τον κόσμο, στο Μεσολόγγι τον βρίσκουμε να διαπραγματεύεται με μοναρχικούς και να απαγορεύει στον ελληνικό Τύπο να εκφράζει αντιμοναρχικές ιδέες – και αυτό για τον κατ’ εξοχήν πραγματιστικό λόγο ότι δε θέλησε με τίποτε να σηκώσει την έχθρα προς την επαναστατημένη Ελλάδα εκ μέρους των μοναρχικών καθεστώτων της Ευρώπης. Θα χαρακτήριζα την πολιτική τοποθέτηση του Μπάιρον, τον καιρό που βρίσκεται στην Ελλάδα, ως πραγματιστική και μετριόφρονα.
Συνοπτικά, ποιες αρχές διέπουν αυτήν την πραγματιστική τοποθέτηση;
Oσο μπόρεσα να τις συναρμολογήσω από διάφορα ρητά και γραπτά, τρεις είναι οι βασικές πολιτικές αρχές του: Η ελεύθερη Ελλάδα πρέπει να γίνει κράτος συγκεντρωτικό, ενωμένο κάτω από μια συνταγματική κυβέρνηση, ό,τι θα ονομάζαμε δηλαδή σήμερα έθνος-κράτος. Δεύτερον, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξασφαλίσει και να δαπανήσει υπεύθυνα την εξωτερική οικονομική υποστήριξη που θα χρειαστεί μια πετυχημένη επανάσταση. Και, τέλος, η κυβέρνηση θα πρέπει να πετύχει έναν συμβιβασμό μέσω της διπλωματικής οδού με τις Μεγάλες Δυνάμεις γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει πραγματική ανεξαρτησία.
Όταν βρέθηκε στην Κεφαλονιά, συνάντησε πολλές και αντίπαλες μεταξύ τους ομάδες Eλλήνων που του ζητούσαν χρήματα για τη συνέχεια του αγώνα. Είχε σαφή εικόνα για την κατάσταση τότε στον τόπο, ποιον θεωρούσε ότι έπρεπε να εμπιστευθεί;
Του ζήτησαν απ’όλες τις μεριές χρήματα, αλλά και την ηθική υποστήριξή του. Ήταν διάσημος στην Ευρώπη, και οι αντίπαλες φατρίες στην Ελλάδα καταλάβαιναν πολύ καλά ότι η παρουσία του «ήρωα» και «σωτήρα» ανάμεσά τους θα τους ενισχύσει αφάνταστα. Βέβαια, παίζουν ρόλο και τα χρήματα. Ενώ δάνεισε εθελοντικά 4000 στερλίνες εξ ιδίων προς όφελος της Προσωρινής Διοίκησης (δηλ. κυβέρνησης), την ίδια στιγμή δέχτηκε αίτηση από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για πόσο πενταπλάσιο (100,000 τάλληρα) για τον ίδιο! (Αρνήθηκε, εννοείται.)
Πάντως, όταν έφτασε στην Κεφαλονιά τον Αύγουστο του 1823, ο Μπάιρον δεν ήξερε σχεδόν τίποτε για την κατάσταση στην επαναστατημένη Ελλάδα. Μέχρι που να φύγει για το Μεσολόγγι, πέντε μήνες αργότερα, είχε μάθει τα πάντα, τουλάχιστο απ’ό,τι ήταν ανάγκη να μάθει ώστε να πάρει τα μέτρα του. Μόνο έτσι μπόρεσε ο Μπάιρον να πάρει την απόφαση να πάει με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τους εκσυγχρονιστές (με τη σημερινή ορολογία). Για να το κάνει αυτό, έπρεπε να αλληλογραφήσει με πολλούς, και να συμβουλευτεί από ντόπιους και ξένους. Και ενώ άλλοι του επιτελείου του, που τους είχε στείλει ως σκαπανείς στην Πελοπόννησο, θαμπώθηκαν από τους ηρωισμούς και τη χαρισματική προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη π.χ., ο ίδιος έκρινε πάντοτε νηφάλια και ψύχραιμα. Έτσι κατέληξε να προτιμήσει τον κάθε άλλο από χαρισματικό Μαυροκορδάτο (τον κοντό και χοντρό με τη ρεντιγκότα και τα γυαλιά του). Ο Μαυροκορδάτος διαθέτει τα προσόντα που, σύμφωνα με την εκτίμηση του Μπάιρον, είναι απαραίτητα για την επικράτηση της Επανάστασης και τη συγκρότηση σύγχρονου έθνους-κράτους με την συγκατάβαση των ξένων δυνάμεων.
Φεύγοντας για το Μεσολόγγι, είχε συνείδηση της κρισιμότητας; Ο Τρικούπης στη νεκρολογία του ήρωα λέει ότι θυσιάστηκε εθελούσια, έχει δίκιο;
Βέβαια είχε την αίσθηση της κρισιμότητας. Ήξερε ότι το Μεσολόγγι ήδη πολιορκείται από στεριά και θάλασσα, και μόλις είχε φτάσει εκεί ο Μαυροκορδάτος, μαζί με τον στόλο από τη νησιά, τον οποίο ο ίδιος ο Μπάιρον είχε χρηματοδοτήσει. Συνειδητοποιεί επίσης, λίγο πριν εγκαταλείψει την Κεφαλονιά, ότι ξαφνικά τα τούρκικα στρατεύματα και ο τούρκικος στόλος έχουν αποσυρθεί. Αίρεται η πολιορκία ως εκ θαύματος – και η ιστορία ακόμα δεν αποδίδει, όπως θα έπρεπε, τη στρατηγική αυτή νίκη στην πρωτοβουλία του Μπάιρον από κοινού με τον Μαυρκορδάτο. Όπως πιστεύω, ύστερα από σχετική έρευνα στα αρχεία, ο λόγος γιατί οι τούρκοι αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Μεσολόγγι αρχές Δεκεμβρίου του 1823, είναι ίσα-ίσα οι φήμες για την μελλοντική κατάβασή του ίδιου εκεί, μαζί με τεράστια ποσά από χρήματα (ποσά που μάλλον πολλαπλασιάζονται όσο κυκλοφορεί η φήμη τους).
Ως προς την εθελοντική αυτοθυσία, ο Τρικούπης δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον Μπάιρον πάρα λίγο, προς το τέλος της ζωής του. Ο επικήδειος λόγος του εκφωνεί στο Μεσολόγγι, τρεις μέρες μετά το θάνατό του, είναι ωραίος και συγκινητικός, και υπήρξε η αφετηρία ενός μύθου που δεν σβήστηκε ακόμα. Αλλά, όταν κρίνουμε το μύθο αυτό με τα τεκμήρια της εποχής, πιστεύω ότι δεν πρόκειται παρά για... μύθο. Ο Μπάιρον δεν είχε καμία θέληση να πεθάνει στην Ελλάδα ή να γίνει σύμβολο (ή τουλάχιστο, όχι μόνο σύμβολο). Στο περίφημο ποίημά του, που έγραψε λίγο πριν πεθάνει, ναι μεν μιλάει για τον «τάφο του στρατιώτη». Αλλά πιστεύω ότι αυτό που αποχαιρετά ο ποιητής στους στίχους αυτούς δεν είναι η ζωή αλλά η... ποίηση. Ο ποιητής γνωρίζει ότι στη συνέχεια πρέπει να ζει κα να δρα ως πολιτικός άνδρας, ως άνδρας της πολιτικής δράσης, και όχι πια αισθησιακά όπως έχει ζήσει μέχρι τότε. Ο Μπάιρον στο Μεσολόγγι, λοιπόν, προέβλεπε και δέχτηκε ότι κάτι τελειώνει στη ζωή του. Αλλά αρχίζει κάτι άλλο: η ζωή του πολιτικού. Δεν ήρθε στην Ελλάδα για να πεθάνει, αλλά για να πολιτευθεί.
Με σημερινούς πολιτικούς όρους, πώς θα περιγράφατε πολιτικά τον Βύρωνα;
Ο αριστοκρατισμός του δεν μεταφράζεται εύκολα σε σημερινά δεδομένα – και ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε από την δική του κοινωνική τάξη και τα προνόμια που της ανήκουν. Σε άλλους τομείς ο πραγματισμός και η μετριοφροσύνη του εύκολα παραλληλίζονται σε σημερινούς πολιτικούς: σκεφτείτε Μακρόν, όχι Τραμπ. Κάποτε με ρώτησαν, στην Ελλάδα της κρίσης, αν ζούσε σήμερα ο Μπάιρον θα ήταν «μνημονιακός»; Και πιστεύω ναι· οι «εκσυγχρονιστές» της εποχής του, με τους οποίους συνεργαζόταν τότε, είναι πράγματι οι προπάτορες όσων δέχτηκαν τα τρία Μνημόνια ως αναγκαία μέτρα για να σωθεί η χώρα.
Το παράδειγμα του Βύρωνα σημαίνει κάτι για τον σημερινό Ευρωπαίο;
Ο Μπάιρον υπήρξε ταυτόχρονα βρετανός (μισός άγγλος, μισός σκοτσέζος) και Ευρωπαίος. Όσο ζούσε, τ’ όνομά του ήταν μάλλον ακόμα πιο γνωστό, και τον θαύμαζε ακόμα περισσότερος κόσμος, στην ηπειρωτική Ευρώπη απ’ό,τι στη δική του πατρίδα. Αυτό κάτι πρέπει να σημαίνει στην Ευρώπη του «Μπρέξιτ»!
Την εικονογράφηση του αφιερώματος κοσμούν έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την παραχώρησή τους.