Εν μέσω θρησκευτικής, εκκλησιαστικής και πολιτικής κατά προέκταση επίσκεψης προσκύνημα, αφού προηγήθηκε σχετική «άδεια» των κατοχικών αρχών στους πραγματικούς κατοίκους της κυπριακής κωμόπολης Λύσης μετά από 45 χρόνια από την τουρκική εισβολή και την συνεχιζόμενη κατοχή, έτσι ώστε να λειτουργήσουν την εκκλησία του χωριού τους, εσυνέβη μία απρόβλεπτη εξέλιξη, κατά την οποία νεαρός έφηβος Έλληνας της Κύπρου, προχώρησε σε πράξη υποστολής της κατοχικής σημαίας.
Ένας νεαρός 16χρονος Έλληνας της Κύπρου υπέστειλε με τόλμη και δύναμη ψυχής την σημαία της τουρκικής κατοχής στο δημοτικό σχολείου του χωριού, γενέτειρα του ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, Λύση. Αυτή η πράξη θάρρους και αυταπάρνησης του Ελληνόπουλου της Κύπρου εκφράζει την βούληση ενός ιστορικού έθνους, όπως το ελληνικό, που θέλει και διεκδικεί να ζει ελεύθερα και σε συνθήκες δικαιοσύνης.
Τα έθνη πορεύονται στην ιστορία, δηλαδή υπάρχουν ως ιστορικές μονάδες διεκδικούσες θέση και ρόλο ανάλογο ενός πολιτισμού και λαμπρής ιστορίας. Η εθνική πορεία κάθε λαού προβάλλει και ως πορεία διαπαιδαγώγησης, κοινωνικοποίησης και αγωγής στον χώρο και τον χρόνο του ιστορικού παρελθόντος και ως τέτοιο εκπαιδεύει, πλάθει χαρακτήρες, γαλουχώντας τις επόμενες γενεές με αξίες ζωής και παραδείγματος αυτών που αγωνίστηκαν και έπεσαν αγωνιζόμενοι για αρχές και ιδανικά.
Η εικόνα του έθνους δεν είναι ποτέ στατική, ούτε και μονοδιάστατη. Τούτο αναδεικνύεται ως ιστορία που βιώνει δυναμικά το παρόν και προβάλλει αισιόδοξα το μέλλον. Μια τέτοια διαδρομή ιστορικού παρελθόντος, δημιουργικού παρόντος και ενός κατά πάντα φωτεινού επερχόμενου μέλλοντος προσδίδει σε λαούς και έθνη προοπτική ευτυχούς και δυναμικής πορείας.
Η ιστορική μνήμη συνιστά ένα διαρκές σύστημα αξιών και αντιλήψεων ζωής, με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο νέος στην διαδρομή και στην εν γένει πορεία του και τούτη είναι παρούσα μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και των εν γένει μηχανισμών κοινωνικοποίησης από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την ώριμη ηλικία.
Σήμερα ο συγκεκριμένος έφηβος διαπνεόμενος από τα ιδεώδη της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας προχώρησε σε μία ενέργεια, η οποία διατυπώνει την διαμορφωθείσα θέλησή του για ελευθερία, η οποία δεν συνιστά κατά τα ανωτέρω ένα τυχαίο γεγονός, αλλά μια πράξη με ισχυρό συμβολισμό. Η κυπριακή πολιτεία οφείλει να προστατεύσει τον άνθρωπο που είχε το θάρρος να πλήξει με τις μικρές του δυνάμεις το σύστημα κατοχής της πατρίδας του. Η πράξη αυτή εκδηλώνεται ως μια φωτεινή στιγμή στην διαδρομή μιας ομιχλώδους αντίληψης πορείας του Κυπριακού, όπου οι διαπραγματεύσεις με τις κατοχικές δυνάμεις προβάλλουν μία καταχρηστική αντίληψη ενός «καλού κλίματος», το οποίο ουσιαστικά επικροτεί και επιβραβεύει τις κατοχικές δυνάμεις και όχι τον κατεχόμενο ελληνισμό της Κύπρου, που διεκδικεί αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας.
Εν μέσω μάλιστα της διαρκούς προκλητικής στάσης της Άγκυρας, η οποία απειλεί κατ’ εξακολούθηση, σε όλους τους τόνους και άνευ ορίων με ένα νέο 1974 την ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα προβάλλει επεκτατικές αξιώσεις και στην θαλάσσια επικράτεια της νοτίου περιοχής της Κύπρου, εάν ο ελληνισμός δεν ενδώσει στις τουρκικές απαιτήσεις περί παράδοσης ουσιαστικά άνευ όρων, νομιμοποιώντας διαρκή, συστηματικά και μαζικά εγκλήματα πολέμου. Τούτων δεδομένων βρίσκεται σε εξέλιξη μία νοοτροπία σε ηγετικά κλιμάκια του κυπριακού κράτους που προσλαμβάνει τα δεδομένα της κατοχής ως κανονικότητα, εξ’ ου και η εκκωφαντικά αμήχανη και φοβική αντίδρασή των.
Στην σημερινή στατική και εν πολλοίς πολιτιστικά άνυδρη εποχή του αιώνα της τεχνοκρατίας και της επιβολής μιας αποτυχημένης παγκοσμιοποίησης επί του πνεύματος, τέτοιες στιγμές θαρραλέας υπέρβασης των ανθρωπίνων αντιλήψεων προσδίδουν ποιότητα και δύναμη πολιτισμού, έστω και σε μια ηχηρή ως μηδαμινή προσωρινότητα. Είναι αυτές οι στιγμές που κάνουν τους ανθρώπους που βηματίζουν την μονότονη καθημερινότητα ενός με αργούς ρυθμούς επερχόμενου τέλους, να μεταλαμπαδεύουν ελπίδα και προοπτική ενός δυναμικά προσδοκώμενου μέλλοντος. Η μεταφορά της πίστης πως ο κόσμος αλλάζει υπερβαίνει το ψέμα ενός υποχρεωτικού καθωσπρεπισμού, προσδίδει προοπτική ενός μέλλοντος αλήθειας, μιας επερχόμενης νίκης, που επιβραβεύει τα έθνη εκείνα που ξέρουν να μάχονται και να κερδίζουν στον στίβο μιας δαιδαλώδους συγκρουσιακής και απολύτως διεκδικητικής διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Η σημαία της κατοχής και της κάθε αντίστοιχης κατοχικής παρουσίας συμβολίζει την ξένη επιδρομική ενέργεια εις βάρος ελεύθερης χώρας, της οποίας καταπατεί βιαίως δικαιώματα και ελευθερίες. Η τουρκική σημαία υψωμένη σε οποιοδήποτε σημείο της Κύπρου, είτε εκκλησία, είτε σχολείο, είτε λεγόμενο κυβερνητικό κτήριο, είτε ακόμη και σε μία βουνοπλαγιά ικανή να ειδωθεί από παντού, άνευ εταίρου και αναμφισβήτητα εκδηλώνει κατά τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο την βούλησή της Τουρκίας να επιβληθεί και να επικρατήσει διά παντός μέσου κατά χωρών και λαών ή κρατών, των οποίων την ανεξαρτησία επιβουλεύεται.
Εν κατακλείδι, πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως ο ελληνισμός Κύπρου και Ελλάδος οφείλει να αισθάνεται περηφάνια και να διαπνέεται από την αντίληψη της ιστορικής πορείας ενός έθνους, του οποίου την διαρκή επιβεβαίωση η ενέργεια του δεκαεξάχρονου πραγματώνει.
Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Πάντειο Πανεπιστήμιο