Στο έργο του Alfred Jarry ( 1873- 1907 ) «Ο Υμπύ βασιλιάς», ο κεντρικός ήρωας, Περ - Υμπύ, - ένας αλλοπρόσαλλος και χυδαίος σαλτιμπάγκος,- αποφασίζει να εκθρονίσει βίαια τον βασιλιά της Πολωνίας και να σφετεριστεί την εξουσία και τα πλούτη του παρέα με τη φιλόδοξη σύζυγο του Μερ - Υμπύ, που οπλίζει το χέρι του άντρα της στη δολοφονία του βασιλιά πατώντας στην άγνοια και τη ζωώδη συμπεριφορά του.
Την αυλή τους απαρτίζουν προδότες- έμπιστοι αξιωματικοί του βασιλιά-, οι οποίοι έχουν τιμηθεί για τις ανδραγαθίες τους στο πεδίο της μάχης, -ο ίδιος ο Περ – Υμπύ αυτοσυστήνεται ως Λοχαγός των Δραγώνων και παλιός βασιλιάς της Αραγωνίας-, ενώ ο πανταχού παρών λαός αλληθωρίζει καθώς μετακινείται δεξιά κι αριστερά με σκοπό μόνο το κέρδος.
Με σαφείς επιρροές από τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, ο Υμπύ ενσαρκώνει την πιο γκροτέσκα και τρομακτική εικόνα της ανθρώπινης φύσης. Ένα όργιο υποκρισίας, υπερφίαλης αυτοεκτίμησης, ασπλαχνίας και αμοραλισμού. Η ανάγκη για πλουτισμό και εξουσία με όποιο κόστος είναι χυδαία αλλά συγχρόνως είναι και σπουδή πάνω στα χρηστά ήθη ενός λαού χωρίς ατομικά χαρακτηριστικά που παρασύρεται από όποιον βρίσκεται στην εξουσία και δεν διστάζει να φτάσει στο έγκλημα.
Κι αν στην εποχή του (1896) Ο Υμπύ βασιλιάς προκάλεσε σκάνδαλο, σήμερα η πραγματικότητα τον έχει ξεπεράσει. Μπορεί η Τέχνη να μιμείται τη Ζωή αλλά η Ιστορία την αντιγράφει.
Μπορεί η εισβολή και κατοχή τμήματος άλλης χώρας να θεωρείται αιτία πολέμου, οι νεκροί και οι τραυματίες να πληθαίνουν, χωριά και πόλεις να ερημώνουν και τα ατέρμονα καραβάνια των προσφύγων να αφήνουν τις δικές τους μαρτυρίες για τους ψύχραιμους ανταποκριτές, αλλά οι εικόνες του νέου Περ Υμπύ, κυρίαρχου της μεγαλύτερης χώρας του πλανήτη που εισβάλει σε μια ανεξάρτητη χώρα καίγοντας και ρημάζοντας, δεν έχει τίποτα θεατρικό. Είναι μια αποτρόπαιη τραγωδία χωρίς κάθαρση στην οποία το κοινό μπερδεύεται με τους πρωταγωνιστές κι όλοι μαζί, άλλος από το μέτωπο κι άλλος από τον καναπέ του, παρακολουθούν τους ήρωες της σε ένα μακάβριο αγώνα επιβολής όπου το κίνητρο είναι η Εξουσία χωρίς αστερίσκους.
Στα ερείπια του θεάτρου της Μαριούπολης με τους χίλιους αμάχους να έχουν βρει καταφύγιο, ξαναβρίσκουμε τον Υμπύ του καιρού μας. Αποκρουστικός, αιμοχαρής, αδιάφορος για τη σημειολογία του χώρου τον οποίο βομβαρδίζει , στρέφει τα όπλα του όχι μόνο ενάντια στη θεατρική τέχνη που έχει χάσει από τη σκληρότητα των συνθηκών τον παρηγορητικό της χαρακτήρα, αλλά ενάντια στην ανθρώπινη ύπαρξη: τον άοπλο, φοβισμένο και ανυπεράσπιστο θεατή.
Και πόσο σκληρό και παράλογο αυτό το τρισάθλιο περιβάλλον που στυλώνει τους παράφρονες Υμπύ της εξουσίας, να παίρνει δύναμη από την τραγωδία ενός λαού, να επεκτείνεται πέρα από τα σύνορα της δοκιμαζόμενης χώρας και να βρίσκει γόνιμο έδαφος ακόμη και στο δικό μας οικόπεδο.
Φανατισμένοι οπαδοί του Πούτιν αναφύονται καθημερινά από τα απόβλητα του διαδικτύου.
Ολόξανθη, καλλίπυγη αοιδός τού κατά δήλωση της ποιοτικού ρεπερτορίου μοστράρει τις ακριβές στυλιστικές της επιλογές με τη γροθιά υψωμένη κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Ενωμένης Ευρώπης, έτοιμη ν’ ανέβει στο βουνό για ν’ αρχίσει την οργανωμένη πάλη αντάμα με τον αρχηγό της.
Υπηρέτες της θεατρικής θυμέλης οργώνουν απελπισμένα το διαδίκτυο αναζητώντας ευρήματα οικονομικών σκανδάλων της Ουκρανικής ηγεσίας προκριμένου να ενισχύσουν το προφίλ του σωτήρα Υμπύ, πιστεύοντας ότι έτσι πλήττουν κι όλους εμάς , προκαλώντας ταυτόχρονα δραματικά ερωτηματικά για την αναλγησία και την ανηθικότητα τους μπροστά στο τρομερό πρόσωπο του πολέμου.
Δέκα μέρες τώρα, οι προεστοί της μουσικής παράγκας συσκέπτονται και ξανασυσκέπτονται κι απόφαση δεν παίρνουν: θα κάνουν τηλεμαραθώνειο για τα παιδιά της Ουκρανίας; Θα βγάλουν ψήφισμα κατά της ρωσικής εισβολής, όπως τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες σ’ όλο τον κόσμο; ’Η θα περιμένουν να σιγήσουν οι σειρήνες για να βγουν φρέσκοι και καμαρωτοί από τα μπούνκερ της αφασίας τους για να δηλώσουν παρών; Κι αν ξεσηκωθούν τα ρωσάκια και ζητήσουν το λόγο; Κι αν το κόμμα τους τραβήξει απ’ το μανίκι; Ας γυρίσουμε από το άλλο πλευρό κι ας βγάλουν άλλοι το φίδι από την τρύπα. Εμείς είμαστε πάντα με το λαό, εμείς τραγουδάμε για την ειρήνη, εμείς πολεμάμε τον ιμπεριαλισμό που είναι με ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο κι αν αλληθωρίζουμε καμιά φορά είναι για να’ χουμε να λέμε πως κι η αντιπολίτευση έχει την πλάκα της.
Κανείς δεν γνωρίζει ούτε πότε ούτε πώς θα τελειώσει ο πόλεμος. Κανένας πόλεμος δεν έληξε επειδή κάποιος σήκωσε λευκή σημαία κι ανάμεσα στα πολλά θύματα του- στρατιώτες και αμάχους-, θα βρίσκονται και τα ανδρείκελα της προπαγάνδας που βιάστηκαν να αυτοαπαξιωθούν όχι από αληθινή πίστη στην ειρήνη αλλά από φαβοριτισμό. Όχι από πραγματική συμπόνια αλλά από ουσιαστική έλλειψη ταλέντου. Όχι από ιδεολογικό ψυχαναγκασμό αλλά από δειλία.
Ο χρόνος αλλάζει σελίδα, έγραψε έξοχα ο Κώστας Ζούγρης στο ιστολόγιο του (Από τις 4 στις 5). Θα σαρώσει τα πάντα. Ας μη φοβούνται οι Έλληνες καλλιτέχνες, τους έχει ήδη σαρώσει η ανυπαρξία τους !