Τη 12η Σεπτεμβρίου 1980, έλαβε χώρα στην Τουρκία το πραξικόπημα το οποίο κατέστησε σύντομο ανέκδοτο την «τουρκική αριστερά». Με στόχο την εξαΰλωση κάθε κομουνιστικής τάσης στο εσωτερικό της Τουρκίας είχαμε τη σύγκλιση του τουρκικού εθνικισμού με το Ισλάμ. Στην πραγματικότητα και κατ’ ουσίαν, οι εν λόγω δύο κοσμοθεωρητικές τάσεις ουδέποτε βρέθηκαν σε πλήρη ρήξη. Απλώς, μετά το πραξικόπημα του 1980 και το Σύνταγμα του 1982 είχαμε την αναγνώριση και κατοχύρωση του Ισλάμ σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας.
Έκτοτε, υπό τη σκέπη της «τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης» η οποία συνιστά τη βάση του σύγχρονου νεοοθωμανισμού, είδαμε πρώτα τον Οζάλ και έπειτα τον Ερμπακάν να επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα νέο αφήγημα για την Τουρκία με κύριο αίτιο τη μείζονα ανακατανομή ισχύος μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Σε πλήρη αντίθεση με την κεμαλική θέση περί «υπανάπτυκτης και οπισθοδρομικής Μέσης Ανατολής που δεν έχριζε της προσοχής της Άγκυρας», η Τουρκία χάραξε ρότα προς το αίτημα ανάδειξής της σε περιφερειακό ηγεμόνα υπό το βάρος μιας νέας τακτικής, η οποία ταυτίστηκε με ένα ρόλο «γέφυρας μεταξύ ανατολής και δύσης» και «ηγέτιδας δύναμης στο μουσουλμανικό κόσμο». Η ανατολή και το Ισλάμ θεωρήθηκαν πηγές άντλησης ισχύος για την Τουρκία.
Υπό τους συγκεκριμένους όρους, δημιουργήθηκε μία ελίτ, η οποία άλωσε τον κρατικό μηχανισμό εκ των έσω και στήριξε τη νέα πορεία της Τουρκίας με ιδεολογικές αναφορές και επιστημονικοφανή θεμέλια. Πριν φθάσουμε, δηλαδή, στο Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης του Ερντογάν, ο Αχμέτ Νταβούτογλου δημοσίευσε το βιβλίο του «Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες», μέσω του οποίου εξέφρασε την κοσμοθεωρητικών προεκτάσεων αντίθεση και συγκρουσιακή τάση μεταξύ Δύσης και Ισλάμ, ενώ γράφοντας υπό μετακρατικούς όρους περιέγραψε την ανάγκη συμπεριφοράς των μουσουλμάνων ως ενιαία κοινότητα πιστών (ούμα), ως Dar al-Islam (Οίκο του Ισλάμ) που μοιραία θα αντιπαρατεθεί με τον Dar al-Harb (Οίκο του Πολέμου).
“Η μετατροπή του βυζαντινού μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Μονής της Χώρας σε τζαμί, συνιστά και αυτή προέκταση της αυτοπροβολής της Τουρκίας ως μια ακραιφνώς ισλαμική χώρα και ως εκ τούτου, δύναμη η οποία δε συμβιώνει με τους άπιστους αλλά τους υποτάσσει”
Αργότερα, με το βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος», όλη η ανωτέρω αντίληψη μεταφέρθηκε στο κρατοκεντρικό πεδίο με την Τουρκία σε ρόλο ρυθμιστή στο μουσουλμανικό κόσμο. Προτάσσεται και πάλι η σύγκλιση των μουσουλμάνων, αλλά με την Άγκυρα σε θέση «ηγεμονικού σταθεροποιητή» των διακρατικών σχέσεων στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η μετάλλαξη της ιδεολογικής βάσης του τουρκικού Πολιτικού Ισλάμ με τους ρεαλιστικούς όρους εξύψωσης του εθνικού συμφέροντος συνέχισε να βαραίνει σε επίπεδο τακτικών με την ανάγκη μετατροπής της Τουρκίας σε πόλο έλξης του μουσουλμανικού κόσμου. Τα εκτιμώμενα κέρδη ανέρχονταν στο επίπεδο της διπλωματίας, των εμπορικών σχέσεων και της εν γένει θέσης της Τουρκίας σε αντιπαραβολή με τις υπόλοιπες πλανητικές δυνάμεις.
Ανεξαρτήτως της αποχώρησης Νταβούτογλου, η γεωστρατηγική πρότασή του εξακολουθεί αναμφίλεκτα να αντικατοπτρίζεται στις πολιτικές του Ερντογάν, ενώ η πρόσφατη δήλωση του Τούρκου Προέδρου σύμφωνα με τον οποίο «αν είχαμε πιέσει, η Κύπρος θα ήταν εντελώς δική μας» βρίσκεται σε πλήρη ακολουθία των όσων ευρέως γνωστών έχει επισημάνει ο Νταβούτογλου στο έργο του «Στρατηγικό Βάθος»:
«Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει αποφασιστικό ρόλο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές […] Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα».
Όσον αφορά τη μετατροπή του βυζαντινού μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Μονής της Χώρας σε τζαμί, συνιστά και αυτή προέκταση της αυτοπροβολής της Τουρκίας ως μια ακραιφνώς ισλαμική χώρα και ως εκ τούτου, δύναμη η οποία δε συμβιώνει με τους άπιστους αλλά τους υποτάσσει. Εξάλλου, κατά τη νταβουτόγλεια συλλογιστική, «ο πολιτισμός συνδέει τα σταθερά δεδομένα ισχύος με τα δυναμικά. Εξασφαλίζει, από τη μία, την εκδήλωση των σταθερών δεδομένων στο πλαίσιο της τρέχουσας διαδικασίας, ενώ παίζει, από την άλλη, τον ρόλο του βασικού κινήτρου που κινεί τα δυναμικά δεδομένα. Οι κοινωνίες οι οποίες έχουν στέρεες δομές και κατέχουν μία πολύ ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητας, που οφείλεται στην κοινή αντίληψη του χρόνου και του χώρου και μπορούν με αυτή την αίσθηση να κινητοποιήσουν τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν στρατηγικά ανοίγματα ικανά να ανανεώνονται συνεχώς».
Με άλλα λόγια, η στρατηγική ανέλιξη της Τουρκίας, με όχημα την εργαλειοποίηση του Ισλάμ για την ανάληψη ηγετικής θέσης στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, προϋποθέτει τη δυναμική διαχείριση των εσωτερικών φυγόκεντρων τάσεων, οι οποίες συνίστανται σε απειλές είτε πραγματικές (Κούρδοι) είτε δυνητικές (Αλεβίτες) είτε φαντασιακές (ελληνιστικό-βυζαντινό πολιτισμικό κεκτημένο). Φαντασιακές υπό την έννοια των εικόνων, οι οποίες εντοπίζονται στο συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο της τουρκικής κοινωνίας και διασυνδέονται με την ισλαμική κουλτούρα της κατάκτησης.
“Προκειμένου η Τουρκία να καταφέρει να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου, οφείλει πρώτα να επικοινωνήσει μία εικόνα απόλυτης επιβολής του ισλαμικού στοιχείου στο εσωτερικό και πλήρους αντίθεσης προς τους αλλόθρησκους στο εξωτερικό. Αν, μάλιστα, η εν λόγω πραγματική ή σκηνοθετημένη αντίθεση εστιάζει στον προαιώνιο και μείζονα Ισραηλινό εχθρό, τότε τόσο το καλύτερο για τη νεοοθωμανική στρατηγική.”
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι δε θα δούμε ποτέ ελληνική ιστορία η οποία να διατείνεται ή να υπερηφανεύεται ότι κάποια κτήση συνιστά προϊόν βίαιης επιβολής. Ακόμη και αν υποθετικά έλαβε χώρα τέτοιο γεγονός από την αρχαιότητα έως σήμερα, θα επιχειρείτο πάντοτε η δικαιολόγησή του ή η απόκρυψή του. Αντιθέτως, το Ισλάμ υπερηφανεύεται για την κατάκτηση εδαφών και πόλεων, με μοναδική νομιμοποιητική βάση μια μεσσιανικού τύπου αντίληψη, η οποία αντιλαμβάνεται τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κάθετα και ιεραρχημένα. Επ’ αυτού εδράζεται, άλλωστε, η καταφανής ανοχή έως και αποδοχή της πολιτικής ανελευθερίας από πλευράς των κοινωνιών στο εσωτερικό πολλών εκ των μουσουλμανικών κρατών.
Κατ’ επέκταση, προκειμένου ένα σύγχρονο εθνοκράτος όπως η Τουρκία να καταφέρει να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου, οφείλει πρώτα να επικοινωνήσει μία εικόνα απόλυτης επιβολής του ισλαμικού στοιχείου στο εσωτερικό και πλήρους αντίθεσης προς τους αλλόθρησκους στο εξωτερικό. Αν, μάλιστα, η εν λόγω πραγματική ή σκηνοθετημένη αντίθεση εστιάζει στον προαιώνιο και μείζονα Ισραηλινό εχθρό, τότε τόσο το καλύτερο για τη νεοοθωμανική στρατηγική.
Συνεπώς, τα ανωτέρω αναδεικνύουν ότι ο Ερντογάν γνωρίζει καλά που πάει έχοντας τεκμηριωμένη θέαση των πραγμάτων. Ενδεχομένως η ρότα να είναι λανθασμένη και να ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι, όμως διαθέτει πηδάλιο το οποίο ελέγχει ο ίδιος. Προκαλεί, αναθεωρεί και εμπόδιό του δε στέκεται καμία UNESCO και καμία αξία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον η στρατηγική του επιτάσσει την παράσταση ισλαμικής ισχύος με θεατές τους απανταχού μουσουλμάνους.
Το ζήτημα είναι εμείς τι αντιπαρατάσσουμε έναντι της εν λόγω τακτικής. Εμείς πως επαληθεύουμε το ρόλο και τη θέση της δύναμης σταθερότητας και ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Εξάλλου, κάθε ιστορική περίοδος έξαρσης των στρατηγικών απειλών συνιστά και μια άριστη ευκαιρία ανάδειξης του αποσταθεροποιητικού ρόλου των δρώντων, οι οποίοι εκφράζουν αυτές τις απειλές. Μια γεωπολιτική συναστρία αποφασιστικών απαντήσεων και συνολικής καταδίκης πρακτικών, που θα αποφέρουν ένα δυσβάστακτο στρατηγικό κόστος σε όσους επιβουλεύονται την ελληνική κυριαρχία και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.