Ένθεοι νιώσαμε όσοι παρακολουθήσαμε την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας ταινίας του Φίλιππου Κουτσαφτή «Ζάκρος», που έγινε στις 25 Ιανουαρίου 2023 στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Η ένταση των χειροκροτημάτων που ακούστηκαν μέσα στην κατάμεστη αίθουσα κινηματογραφικών προβολών του Μουσείου ήταν η απόδειξη της δίψας για μια οικουμενική αλήθεια που έχει ως επίκεντρό της τον άνθρωπο.
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής, με αφορμή την ανασκαφή του τέταρτου μινωικού ανακτόρου στη Ζάκρο από τον σπουδαίο Έλληνα αρχαιολόγο Νικόλαο Πλάτωνα, δημιούργησε ένα ποίημα εικόνας και λόγου και υπενθύμισε τους άρρητους δεσμούς της Ευρώπης και της Δύσης με την διαχρονία του ελληνισμού.
Σε μια εποχή αποϊεροποίησης και νοσηρής αμφισβήτησης των πάντων υπενθύμισε τις ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και εξύμνησε τον απλό άνθρωπο, αφού, όπως ο ίδιος αφηγείται, στην ταινία του το «μεγαλείο ενσαρκώνεται στο ταπεινό». Μιλώντας για την «διακονία της αγάπης», την πρόσφερε απλόχερα σε ένα έργο βαθύτατα ελληνικό, κατεξοχήν ευρωπαϊκό.
Η ιστορία που μας αφηγείται ο Φίλιππος Κουτσαφτής θεωρητικά ξεκινάει πριν από 35 χρόνια. Τόσα χρειάστηκε για να ολοκληρώσει το ντοκιμαντέρ του. Ουσιαστικά όμως η αρχή του νήματος αυτής της ιστορίας ξεκινά πριν από 3.500 χρόνια. Στον μαγευτικό κολπίσκο της Ζάκρου στην Ανατολική Κρήτη τη δεκαετία του 1960 βρέθηκε ασύλλητο το τέταρτο μινωικό ανάκτορο. Ο σπουδαίος αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτωνας έφερε στην επιφάνεια έναν χαμένο κόσμο του οποίου παιδιά είμαστε όλοι.
Στη ροή του χρόνου έμειναν μόνο θραύσματα. Αυτά τα θραύσματα στα χέρια των αρχαιολόγων και των ποιητών είναι ομιλούντα. Λένε ιστορίες μεγαλείου επειδή εξιστορούν ιστορίες απλών ανθρώπων που οι ζωές τους έμοιαζαν με τις δικές μας. Χάρη σε αυτούς πάψαμε απλά να κοιτάμε το διάστημα και πήγαμε εκεί.
«Αρχαιολογία και κινηματογράφος είναι συνομήλικες επιστήμες, αφού η αρχαιολογία ουσιαστικά αρχίζει με την ανασκαφή του Σλήμαν. Επίσης περίπου το 1890 έχουμε και την πρώτη κινηματογραφική προβολή. Στην Ελλάδα για διάφορους λόγους δεν είδαμε να συμπορεύονται αυτά τα δύο. Δεν έχουμε καμία ταινία που να βασίζεται πάνω στην αρχαιολογική έρευνα» μας λέει ο κ. Κουτσαφτής.
“Είμαστε όλοι μας θραύσματα επάνω σε αυτή τη γραμμή του χρόνου.”
Σε όλες του τις ταινίες ο Φίλιππος Κουτσαφτής διαπραγματεύεται την μνήμη και τη θέση του ανθρώπου σε αυτή τη ροή του χρόνου.
«Όσο δεν με ρωτάς ξέρω τι είναι ο χρόνος, αν όμως με ρωτήσεις δεν ξέρω να απαντήσω» αφηγείται στην ταινία ο κ.Κουτσαφτής και τον ρωτούμε σχετικά.
«Ο καθένας έχει μία άποψη για τον χρόνο αλλά δεν μπορεί να την εκφράσει, δυσκολεύεται, δεν υπάρχει ένας ορισμός τέλειος και απόλυτος. Είμαστε όλοι μας θραύσματα επάνω σε αυτή τη γραμμή του χρόνου. Όπως και στην αρχαιολογία, και ειδικά στην περίπτωση της Ζάκρου, η συναρμολόγηση της ιστορίας γίνεται από μικρά θραύσματα. Έτσι και εγώ διαλέγω τα πιο μικρά και τα λιγότερα φανταχτερά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ζωές των ανθρώπων, είναι μια συρραφή θραυσμάτων» μας απαντά ο κ. Κουτσαφτής.
Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια ιστορίας για να ψάξεις, να συζητήσεις, να σκεφτείς και να διαπραγματευτείς. Όπως το απλό κυπελλάκι με ελιές που βρέθηκε στον πάτο ενός πηγαδιού στη Ζάκρο: κάποιος τις άφησε τάμα για να εξευμενίσει τις χθόνιες θεότητες.
«Το κύπελλο ήταν ξέχειλο από παχιές κρεατωμένες κατάμαυρες κρητικές ελιές. Ήταν ένα θαύμα» έγραψε ο αρχαιολόγος που βρήκε το συγκεκριμένο κύπελλο. Ένα κυπελλάκι που χωράει στη χούφτα ενός ανθρώπου.
«Το μεγαλείο ενσαρκώνεται στο ταπεινό η αιωνιότητα χωράει στη χούφτα ενός ανθρώπου, σύμπας ο κόσμος, σύμπας ο χρόνος» αφηγείται ο Φίλιππος Κουτσαφτής. Αυτό το κυπελλάκι κοσμεί και την αφίσα της ταινίας. Διάλεξε το πιο ταπεινό αντικείμενο και είχε λόγο.
«Ο σπάγκος καθώς το τράβηξε ο τεχνίτης για να το ξεκολλήσει από τον τροχό άφησε στον πάτο του κυπέλλου μία ελλειπτική σπείρα.... Είναι το αποτύπωμα του χρόνου, ένα ολόκληρο εγγεγραμμένο δευτερόλεπτο στο πήλινο σώμα του φορτίζει με ύλη και πνεύμα τη μακρινή εποχή...μπαίνουμε στον πειρασμό να την αντιπαραβάλλουμε μία άλλη σπείρα που μπορούμε να δούμε, την σπείρα της Ανδρομέδας...» λέει ο σκηνοθέτης.
Ένα από αυτά τα ποτηράκια βρέθηκε στολισμένο με τον ηλιακό δίσκο και τη Σελήνη. Το σύμβολο αυτό διατηρήθηκε μέσα στο χρόνο, το βλέπουμε με παραλλαγές και στο Βυζάντιο. Κάποιοι το υιοθέτησαν και το έκαναν σύμβολο της σημαίας τους. Ωστόσο θεωρητικοί της βυζαντινής τέχνης δηλώνουν γι΄αυτό το σύμβολο που βρέθηκε στην Κρήτη, στην Ανατολική Μεσόγειο, ότι η παρουσία της σελήνης και του ηλιακού δίσκου δηλώνει την παρουσία του σύμπαντος χρόνου.
Το ίδιο ισχύει και με το λάξεμα για τον τετραγωνισμό της πέτρας, κάθε χτύπημα είναι ένα δευτερόλεπτο που εγγράφεται στο χρόνο. Το ίδιο ισχύει και με την υφάντρα και την κάθε κλωστή που περνάει, είναι το ίχνος που έχουν αφήσει πάνω στο χρόνο. Όσο κοινή είναι η γραμμή του χρόνου, το ίδιο κοινό είναι και όλες αυτές οι λειτουργίες που κάνει ο άνθρωπος, μας λέει ο κ. Κουτσαφτής.
«Εκεί στη Ζάκρο βρέθηκε και το μοναδικό κομματάκι υφάσματος, ίσως το μοναδικό που έχουμε από όλη τη Μινωική εποχή» συνεχίζει ο σκηνοθέτης. Πρόκειται για ένα ελάχιστο κομμάτι υφάσματος, το οποίο διασώθηκε γιατί ήταν μαζί με ένα μέταλλο και η οξείδωση το διέσωσε.
«Ένας ασπασμός στα χέρια αυτής της ανώνυμης Μινωίτισσας που το είχε υφάνει» τον ακούμε να λέει στην ταινία.
Την φαντάζεται τη γυναίκα αυτή να πατάει ένα δειλινό του καλοκαιριού ξυπόλητη στην ζεστή πέτρα στο κατώφλι του σπιτιού της, να αγναντεύει από το μπαλκόνι της το ίδιο γαλάζιο που βλέπουμε και εμείς σήμερα, να ανοίγει την εσωτερική πόρτα του σπιτιού της για να μετακινηθεί στα άλλα δωμάτια.
“Σχεδόν ακούω τον ήχο του τριξίματος της πόρτας, είναι αυτός ο ήχος, η μουσική που μπορεί να αφήσει ο άνθρωπος στο πέρασμα του χρόνου».”
Αυτή η πόρτα, ακόμη ένα θαύμα!
«Κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου κάποτε έστεκε ένα σπίτι αριστούργημα, επειδή η οικογένεια των Μινωιτών δεν το έχτισε μόνο βάσει των αναγκών για να κατοικήσει εκεί, αλλά έδωσαν έμφαση στην λεπτομέρεια και την αισθητική, σε τέτοιο βαθμό που σου κάνει κατάπληξη πως το κατάφεραν εκείνα τα χρόνια.
Παραδείγματος χάριν μπροστά στο κατώφλι έφεραν από μακριά μία στρογγυλή κοκκινωπή πέτρα και την βάλανε για διακοσμητικούς λόγους.
Αυτό όμως που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν μια αρχιτεκτονική λεπτομέρεια στο σπίτι αυτό και νομίζω ότι είναι μοναδική σε όλο τον μινωικό κόσμο. Πρόκειται για ένα κωνικό εξόγκωμα το οποίο είχε σκαλιστεί μέσα στην κοιλότητα και πάνω σε αυτό έμπαινε ο ξύλινος άξονας της πόρτας. Η λείανση αυτή προήλθε από το ανοιγόκλεισμα της πόρτας. Πόσες φορές θα είχε ανοίξει αυτή η υφάντρα την πόρτα για να μετακινηθεί στα άλλα δωμάτια. Σχεδόν ακούω τον ήχο του τριξίματος της πόρτας, είναι αυτός ο ήχος, η μουσική που μπορεί να αφήσει ο άνθρωπος στο πέρασμα του χρόνου».
Το παιχνίδισμα της κάμερας του Φίλιππου Κουτσαφτή μεταξύ του χθες και του σήμερα πετυχαίνει να ενώνει δύο παράλληλα σύμπαντα δύο ή και περισσότερους κόσμους. Οι θρησκευτικές λειτουργίες, η πίστη και τα τάματα των Μινωιτών της Ζάκρου και οι ομοιότητές τους με τον απλό κόσμο των Ζακριτών σήμερα δείχνει μια αδιάλειπτη συνέχεια ενός πολιτισμού που ξεφεύγει από το γονιδιακό πλαίσιο. Αυτό προσπάθησαν να το αμφισβητήσουν για προπαγανδιστικούς λόγους οι Ιταλοί φασίστες.
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής στην ταινία του κάνει αναφορά και προβάλει τις ομαδικές φωτογραφήσεις και πορτρέτα των κατοίκων της Ζάκρου το 1942 όπως τα αποτύπωσε ο ανθρωπολόγος Lidio Cipriani τo 1942 ο οποίος για προπαγανδιστικούς λόγους επιχείρησε να αμφισβητήσει την ελληνικότητα των κατοίκων και να αποδείξει ότι η καταγωγή τους είναι από την Λιβύη.
Αυτό διότι, όπως μας εξηγεί ο Φίλιππος Κουτσαφτής, η Λιβύη ήταν μέρος της ιταλικής αυτοκρατορίας όπως και τα Δωδεκάνησα. Σε περίπτωση που τελείωνε ο πόλεμος με την μεριά των Γερμανών και των Ιταλών, εφόσον παρέμεναν σύμμαχοι, τότε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την Κρήτη.
«Βλέπετε πόσο εύθραυστος είναι ο κόσμος μας. Πράγματα τα οποία θεωρούμε δεδομένα σε μια στροφή της ιστορίας μπορεί να πάψουν να είναι και ξαφνικά να βρεθούμε να ζούμε σε έναν άλλο τελείως διαφορετικό κόσμο. Όπως και να έχει, ο Cipriani -άθελά του- άφησε ένα μοναδικό μνημείο για αυτό τον κόσμο για τον οποίο αν δεν είχαμε τις φωτογραφίες του δεν θα είχαμε και κανένα τεκμήριο για το ποιοι ακριβώς ήταν. Μπορεί να είχαμε κάποια κείμενα ή αναφορές, αλλά τώρα όλος αυτός ο κόσμος αποτυπώνεται με μια εικόνα τους».
“«Βλέπουμε ανθρώπους που ζούσαν σε συνθήκες που λίγο διέφεραν από την εποχή του χαλκού....έρχονταν από κάπου μακριά. Ένας λαός σαν τα λιθάρια της γης».”
Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μην γνώριζαν την ιστορία των προγόνων τους αλλά στην ουσία έκαναν σχεδόν τα ίδια πράγματα. Ψάρευαν, καλλιεργούσαν τη γη με τον ίδιο τρόπο, προσεύχονταν με την ίδια πίστη. Αυτοί οι άνθρωποι, γράφει ο Cipriani στο ημερόλογιό του με αφορμή τη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ήταν πεπεισμένοι πως το συμβάν αυτό συνέβη στο χωριό τους.
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής τους αγκαλιάζει όλους τους. Βλέπει μια αρχοντιά σε αυτά τα πρόσωπα. Τους αγκαλιάζει με τέτοια στοργή και παίρνει τα πρόσωπά τους και τα παραβάλει με αυτά των προκρίτων στην Ταφή του Κόμη Οργκάθ του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
«Ο Ελ Γκρέκο τους προκρίτους τους παρατάσσει με έναν τέτοιο τρόπο όπου τα πρόσωπά τους και οι άσπρες μανσέτες που φορούν κάνουν μία λευκή γραμμή κατά κάποιο τρόπο, μια φωτεινή γραμμή στον πίνακα και χωρίζουν τα δύο σύμπαντα, τον κάτω κόσμο και τον κάτω κόσμο.
“«Εάν υπήρξαν όλα αυτά τα σπουδαία πράγματα και δεν χρειάζεται να μιλάμε μόνο για τα σπουδαία, αυτά γεννήθηκαν μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Από το λαό, αυτόν τον λαό που κάποιοι μπορούν να τον αποκαλέσουν ή να τον θεωρήσουν μάζα. Αλλά δεν είναι μια μάζα, έχει πρόσωπο, έχει αρχοντιά, έχει ευγένεια.”
Το ίδιο μου θύμισε και ο τρόπος που είχε παρατάξει ο Cipriani τους χωρικούς. Δείτε πως βρίσκονται οι άνθρωποι αυτοί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, αναγκαστικά ή μάλλον καταναγκαστικά για να φωτογραφηθούν. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους, εάν προσέξετε, τα ρούχα που φορούν είναι κουρέλια, ιδίως οι γυναίκες, δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις ποιο είναι το αρχικό ύφασμα του ρούχου τους από τα πολλά μπαλώματα που έχουν. Θεώρησα λοιπόν ότι ήτανε λογική εξέλιξη να τους βάλει κάνεις στη θέση των προκρίτων, στο υψηλότερο σημείο τιμής».
Γιατί όλοι αυτοί οι ανώνυμοι άνθρωποι αποτελούν την αξία του κόσμου; Ερώτημα για όσους το έχουν ξεχάσει...
«Εάν υπήρξαν όλα αυτά τα σπουδαία πράγματα και δεν χρειάζεται να μιλάμε μόνο για τα σπουδαία, αυτά γεννήθηκαν μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Από το λαό, αυτόν τον λαό που κάποιοι μπορούν να τον αποκαλέσουν ή να τον θεωρήσουν μάζα. Αλλά δεν είναι μια μάζα, έχει πρόσωπο, έχει αρχοντιά, έχει ευγένεια, χαρακτηριστικά που μεταλαμπαδεύτηκαν στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους...
Γράφει, νομίζω ο Βαλτινός, για τους ανθρώπους που πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο ότι σε αντίθεση με τα πρόσωπα που έβαζαν οι προπαγανδιστικές αφίσες εκείνο τον καιρό, τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων ήταν πρόσωπα καθημερινά. Επρόκειτο για ανθρώπους ταλαιπωρημένους από τα χωριά, δεν είχαν τίποτα το εξιδανικευμένο, όπως οι αφίσες των Ναζί που προέβαλαν την Αρία φυλή. Με λίγα λόγια αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι είχαν τη στόφα των ηρώων!».
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής εκεί στη Ζάκρο βρίσκει τον «μέσο όρο του κόσμου, το ασύλληπτα μεγάλο και το ασύλληπτα μικρό». Εκεί στον κολπίσκο της Ζάκρου βλέπει τον Αχιλλέα να κλαίει τον Πάτροκλο, εκεί και τις Μεσολογγίτισες γυναίκες να ανάβουν κεριά για να μην πέσει το Μεσολόγγι.
«Εκεί είναι όλα, εκεί!» μας λέει.
«Αυτός ο κόσμος τελειώνει κατά τον 14ο αιώνα προ Χριστού θα τον δούμε να ανθίσει ξανά εν ετέρα μορφή στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής με κορυφαία στιγμή τους προσωκρατικούς φιλόσοφος. Εδώ Γεννιέται ο λόγος, η λογική, η επιστήμη, η τεχνική, Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο... Το μικρό βήμα του κούρου είναι ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα. Καλοκαίρι του 1969 και ο πρώτος άνθρωπος αφήνει το αποτύπωμά του στην επιφάνεια της Σελήνης είναι η απόληξη αυτής της περιπέτειας πού ξεκίνησε με τον μινωικό πολιτισμό από αυτό το ακρογιάλι.».
*****
Και εμείς οι νεοέλληνες σήμερα που βρισκόμαστε σε όλο αυτό;
«Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.» μου απαντά ο Φίλιππος Κουτσαφτής με στίχους του Σεφέρη, υπογραμμίζοντας το μίσος που έχουμε για την ιστορία, αφού άλλωστε όπως λέει διδάσκεται λάθος.
Και η ελπίδα του τόπου, οι νέοι;
«Σήμερα δεν ξέρουν τι να τους κάνουν. Είναι σε παραγωγική ηλικία και δεν έχουν ούτε οικογένεια, ούτε παράγουν. Κάνουν ευκαιριακές δουλειές για να βγάλουνε χαρτζιλίκι.
Στο τέλος της ταινίας κλείνουμε με τους νέους στη Ζάκρο να χορεύουν ένα κυκλικό χορό, όπως σχεδόν χόρευαν οι νέοι της αρχαιότητας κατά τις διαβατήριες τελετές. Εκεί πριν από έναν αιώνα βρέθηκε ένας ύμνος που αφορά αυτές τις τελετές για τους νέους και παρακαλεί τον Θεό να κατέβει και χορέψει μαζί τους, να προστατεύσει τις πόλεις, να φυλάξει τα ποντοπόρα πλοία που ταξιδεύουν, να καθοδηγήσει τους νέους πολίτες και να υποστηρίξει τους δίκαιους νόμους. Κοιτάξτε να δείτε τι αγωνία υπάρχει για το πως θα εξελιχθούν οι άνθρωποι που θα γίνουν η δύναμη της πόλης, αφού η δύναμή της βασίζεται στους νέους».
Βγαίνοντας στην κρύα νύχτα μια χαρμολύπη με είχε κατακλύσει. Σε μια στροφή σε ένα σκοτεινό δρομάκι στον περίβολο του Λούβρου ένα φως φώτιζε μια αίθουσα γύρισα το κεφάλι μου και είδα από το παράθυρο την κεφαλή μιας Καρυάτιδας, χαμογέλασα και συνέχισα το δρόμο μου, δεν κρύωνα πια...