Στη σήμερα άγνωστη Γράμμο(υ)στα και το Λινοτόπι, της Καστοριάς, είχε «μεταφερθεί» μετά την κατάκτηση της Καστοριάς από τους Τούρκους, η περιώνυμη ζωγραφική σχολή της λιμναίας πολιτείας από την οποία και μετοίκησαν οι πρώτοι καλλιτέχνες της Γράμμουστας, και του Λινοτοπίου[1], στα πλαίσια της γενικευμένης φυγής των Ελλήνων προς τις ορεινές περιοχές.
Οι Γραμμοστιανοί και Λινοτοπίτες ζωγράφοι συγκρότησαν μια διακριτή ελληνοβαλκανική ζωγραφική «σχολή» η οποία θα εμφανιστεί κατά τον 16ο αι.και θα διακριθεί κατά τον 17ο αποτελώντας τη γέφυρα ανάμεσα στη λογιότερη μεταβυζαντινή ζωγραφική και στους εμπειροτέχνες του 17ου και του 18ου αι.
Έτσι, αν η γειτονική περιώνυμη Μοσχόπολη, έδρα της περίφημης Ακαδήμιας και του πρώτου τυπογραφείου, χαρακτηρίστηκε ως η «Αθήνα της Τουρκοκρατίας» από τον Φάνη Μιχαλόπουλο[2], τα γειτονικά βλαχοχώρια διεκδικούν μάλλον τον τίτλο ενός «Χάνδακα της Πίνδου», καθώς από αυτά έλκουν την καταγωγή τους δεκάδες ζωγράφοι –με αδιανόητη για την εποχή παραγωγή– εβδομήντα ένα (71) καταγεγραμμένα ζωγραφικά σύνολα σε πενήντα επτά (57) ναούς[3], εκατοντάδες φορητές εικόνες και άλλα πιθανά ζωγραφικά σύνολα. Και σήμερα, μετά την πρωτοπόρα εργασία της Αναστασίας Τούρτα[4], και τις δεκάδες έρευνες, διδακτορικά και μελέτες που ακολούθησαν, σχετικά με τα ορεινά κέντρα της Δ. Μακεδονίας και της Ηπείρου, έχει μεταβληθεί ριζικά η αντίληψή μας για τη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Παρά τον διάσπαρτο, μετακινούμενο και συχνά-πυκνά διακοπτόμενο ή και ακυρούμενο ολοσχερώς, από καταστροφές και επιδρομές, χαρακτήρα των ζωγραφικών κέντρων της περιοχής, μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα για μια δεύτερη «Κρήτη των ορεινών όγκων»: Αρχίζοντας από τη Μάνη, την ορεινή Αρκαδία και Αχαΐα, τα Άγραφα, επικεντρώνεται στη Δ. Μακεδονία και την Ήπειρο, τους Καλαρρύτες, το Καπέσοβο…, τους Χιονιάδες.
Oι βλαχόφωνες κώμες Γράμμουστα και Λινοτόπι, καλλιτεχνικά κέντρα περιωπής, εγκαινιάζουν αυτή τη ιστορική διαδρομή και, ήδη, κατά τον 16ο αιώνα, εμφανίζεται ένας πολύ σημαντικός ζωγράφος, ο Ιωάννης, την ίδια εποχή με τον Θεοφάνη τον Κρήτα. Η υπογραφή του χειρ ιω(άννου) ιζωγράφουιουΠα(Πα) ΘεωδόρουΓραμοστ(ινού), 1534/35, βρέθηκε σε εικόνα του Χριστού, ενώ έργα του μαρτυρούνται στο Σλέπτσε, το Γρνκάρι, στο Τόπλιτσκι, στο Κάνεο, τη Στρούγκα, στον Άγιο Νικόλαο, στο Ζέρτσε (1534/35), στην Αχρίδα, στη Σλέστικα του Ντεμίρ-Χισάρ[5]. Ο Ιωάννης υπήρξε ζωγράφος υψηλής ποιότητας, με τάσεις επιστροφής στην παλαιολόγεια παράδοση, και τα έργα του είχαν θεωρηθεί άλλοτε ως έργα άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, ακόμα και του Φράγγου Κατελάνου[6]. Άλλοι σημαντικοί γραμμοστιανοί ζωγράφοι ήταν ο Μιχαήλ και ο Κωνσταντίνος, που ιστορούν το Καθολικό της σταυροπηγιακής μονής Διβροβουνίου της Ν. Αλβανίας, το έτος 1603, ο Δημήτριος και ο γιος του Ιωάννης Σκούταρης, κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, ενώ τελευταίος αναφέρεται ο Ευθύμιος (έργα 1700-1730).
Η Γράμμοστα, (28 κάτοικοι στην απογραφή του 2001), σε υψόμετρο 1400 μέτρων, δημιουργήθηκε από ημινομάδες Βλάχους ως θερινή κατοικία τους. Παρότι αναφέρεται καθ’ υπερβολήν ότι είχε 5.000 σπίτια και 40.000 κατοίκους[7], ο Αστέριος Κουκούδης καταλήγει σε έναν αριθμό 3.000 οικογενειών μαζί με τους γειτονικούς οικισμούς[8]. Η οικονομία του ήταν κτηνοτροφική και δευτερευόντως βιοτεχνική, ενώ το Λινοτόπι ήταν περισσότερο βιοτεχνικό και εμπορικό. Οι μεγάλοι τσελιγκάδες που κυριαρχούν δίνουν το όνομά τους και στους συνοικισμούς της Γράμμοστας. Οι Πατσιουραίοι, με πολλές χιλιάδες πρόβατα, κατέβαζαν στο τυροκομείο τους το γάλα με πήλινες σωληνώσεις χιλιομέτρων – τα «κιούγκια» που σώζονται και σήμερα· οι Χατζηστεργαίοι, με 20.000 πρόβατα, 40.000 κατσίκια και μεγάλο αριθμό από φορτηγά ζώα. Ο Κοσμάς (Μάκης), Χατζηστέργιου είχε 7.000 πρόβατα και αγέλες αλόγων, ο Μπίμπος 8.000 πρόβατα και άλογα, με βοσκοτόπια στον Αλμυρό και πολλά φλουριά κρεμασμένα στις κούνιες των μωρών[9].
Τα κοπάδια, στο τέλος της άνοιξης, ανέβαιναν στη Γράμμοστα όπου υπήρχαν τρεις εκκλησίες, η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία, που διέθετε και πολεμίστρες για να αντιμετωπίζονται οι επιθέσεις των Τουρκαλβανών και, κάθε καλοκαίρι, οι κάτοικοι ανέβαζαν την εικόνα της Παναγιάς πάνω σε άλογο με κόκκινο βελούδο και χρυσά σιρίτια και όταν έφευγαν για τα χειμαδιά την έπαιρναν πάλι μαζί τους.
Το διπλανό Λινοτόπι, ΝΔ της Καστοριάς, απείχε μόλις πέντε χιλιόμετρα από τη Γράμμοστα, αλλά ήταν χτισμένο στην απέναντι ορεινή πλαγιά, είχε περισσότερο εμπορικό, βιοτεχνικό (δέρματα, μαλλί, και ξύλο) και καλλιτεχνικό χαρακτήρα, απέκτησε σχολείο ήδη το 1720, ενώ έγινε διάσημο για τους αγιογράφους, αργυροχρυσοχόους, ξυλογλύπτες και χαλκογράφους του.
Οι ζωγράφοι από το Λινοτόπι, από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αι., μετακινούνται μέχρι το Πρίλεπ, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Αιτωλία κ.λπ., σε οικογενειακές ομάδες. Ο Νικόλαος, το 1570, υπογράφει την ιστόρηση του Αγ. Δημητρίου, στα Παλατίτσια Ημαθίας,και εμπνέεται από έργα των αρχών του 14ου αι. της Μακεδονίας όσο και από το εργαστήριο της γειτονικής Καστοριάς του τέλους του 15ου αι.[10]. Ένας άλλος Νικόλαος, το 1639, ιστορεί τον Άγιο Νικόλαο, στη συνοικία της Ελεούσας, στην Καστοριά, ενώ τρίτος Νικόλαος υπογράφει το 1652 τις τοιχογραφίες της Μονής της Μεταμόρφωσης, στο χωριό Δρυόβουνο Κοζάνης[11].
Ο καλοδιατηρημένος Άγιος Νικόλαος στη Βίτσα Ζαγορίου αγιογραφήθηκε το έτος 1618 «υπό χειρός Μιχαήλ ζωγράφου μετά του ιού Κωνσταντίνου εκ της κώμης Λυνοτώπι», οι οποίοι, τον επόμενο χρόνο, αγιογράφησαν και τον κοντινό ναό του Αγίου Μηνά, στο Μονοδένδρι Ζαγορίου[12]και, μέχρι το 1653, ζωγράφισαν έξι μνημεία στη Βόρειο Ήπειρο.
Τα εντοπισμένα έργα Λινοτοπιτών καλύπτουν το χρονικό διάστημα 1570-1699, σε έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει τη μείζονα Μακεδονία έως την περιοχή του Πρίλεπ, την Ήπειρο και τη Βόρειο Ήπειρο[13], τη Θεσσαλία και την Αιτωλία. Έχουν αναφερθεί επίσης ενυπόγραφες εικόνες στο Άγιον Όρος, στην Αλβανία και στο Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς, ενώ διασώζονται πληροφορίες για ύπαρξη εικόνων από το Λινοτόπι σε κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, όπου κατέφυγαν οι καταδιωγμένοι από τους Τουρκαλβανούς κάτοικοί του. Είναι γνωστές πλέον των είκοσι ιστορήσεις μονών και ναών, έργα αργυροχρυσοχοΐας, ξυλογλυπτικής και χαλκογραφίας, τμήματα του τέμπλου της Μονής Μεταμορφώσεως Μεγάλου Μετεώρου (1791) και δύο χαλκογραφίες στη Μονή Χειλανδαρίου (1763). Έργο τους και ο ναός του Αγίου Ζαχαρία (τέλη 16ου–αρχές 17ου αι.) στον βλάχικο οικισμό Ζαγάρι Γράμμου, οι κάτοικοι του οποίου, στα 1928, μιλούσαν την αλβανική κυρίως γλώσσα και εν μέρει μόνο την ελληνική, κατάγονταν από το Λινοτόπι και είχαν εξισλαμιστεί. Σε Λινοτοπίτες αποδίδουν και την ιστόρηση του ναού του Σωτήρος, στο Ιστίπ της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1601).
Οι ζωγράφοι του Λινοτοπίου προσπαθούν να συγκεράσουν διαφορετικές ζωγραφικές παραδόσεις και κινούνται στα όρια μεταξύ της λόγιας και της λαϊκότροπης ζωγραφικής· στις δε παλαιότερες ιστορήσεις τους, υιοθετούν λύσεις εμπνευσμένες από την υστερογοτθική ζωγραφική, αναμεμειγμένες με την υστεροκομνήνεια τεχνοτροπία και λαϊκότερα στοιχεία.
Ακμή και παρακμή του βλαχόφωνου ελληνισμού
Σε ολόκληρο τον ορεινό χώρο της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, όπου βρίσκονταν τα βλαχοχώρια, που φθάνουν μέχρι τα Άγραφα, αλλά και στο γειτονικό Ζαγόρι, θα υπάρξει μια ισχυρή δημογραφική άνοδος, όχι μόνο ενδογενής αλλά ενισχυόμενη και από πληθυσμούς που ανέβαιναν προς τα ορεινά για να αποφύγουν την καταπίεση, το παιδομάζωμα, την άνοδο της φορολογίας και τη σταδιακή επέκταση των τιμαρίων που μεταβάλλονταν σε τσιφλίκια. Μια δεύτερη ημιελεύθερη Ελλάδα, μακριά από την παρουσία των Οθωμανών, θα ανθήσει στους ορεινούς όγκους, συγκεντρώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες πληθυσμού. Αυτή η πληθυσμιακή επέκταση θα συνοδευτεί από μια εντυπωσιακή απογείωση της ορεινής οικονομίας, αρχικώς κτηνοτροφικής και όλο και περισσότερο βιοτεχνικής.
Εξ αιτίας του διάσπαρτου χαρακτήρα των οικιστικών εγκαταστάσεων, από κορυφή σε κορυφή, από πλαγιά σε πλαγιά, από οροπέδιο σε οροπέδιο, οι οικιστικές μονάδες ήταν πολυάριθμες και μικρές, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι τάσεις για την προϊούσα ειδίκευση τους σε κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα, αγροτοκτηνοτροφική, εμπορική, κατασκευαστική, βιοτεχνική, καλλιτεχνική. Εργάτες γης, μάστορες και χτίστες, σιδεράδες, ζωγράφοι, ξυλογλύπτες, υλοτόμοι, έμποροι, ακόμα και γιατροί κ.λπ. μετακινούνται, κυρίως, την άνοιξη και το φθινόπωρο σε μια διευρυνόμενη περίμετρο στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, τη Βαλκανική, την Αυστροουγγαρία, τη Νότια Ρωσία. Είναι γνωστά τα «μαστοροχώρια» της Κόνιτσας, η Πυρσόγιαννη, η Βούρμπιανη, το Κεράσοβο κ.λπ.[14]
Η τάση στην ειδίκευση θα ενισχυθεί τόσο ώστε θα δημιουργηθούν ακόμα και χωριά από «χιονιάδες», δηλαδή μεταφορείς συμπιεσμένου χιονιού στις πεδιάδες και στα νησιά του Ιονίου, εξ ου και το περιβόητο χωριό των Χιονιάδων. Το όνομά πολλών χωριών καθοριζόταν από μια δραστηριότητα, Χαλκιάδες, Χουλιαράδες, Καρβουνάδες, Μελισσουργοί[15]. Συγκροτούσαν ένα πυκνό δίχτυ πληθυσμού, που είχε ως σημεία πύκνωσης την κώμη των Αγράφων, τη Σιάτιστα, τη Γράμμοστα, το Λινοτόπι, την Κλεισούρα, τη Σαμαρίνα, το Μέτσοβο, τους Καλαρρύτες, το Συρράκο, την Κορυτσά, την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα, τη Μοσχόπολη, που κατά τον ύστερο 17ο και τον πρώιμο 18ο αιώνα θα τείνουν να μετασχηματιστούν σε πόλεις – όπως θα συμβεί με τη Μοσχόπολη ή τη Γράμμοστα. Το ίδιο συμβαίνει στην Πελοπόννησο, στη ορεινή Αρκαδία και Αχαΐα, ή κατ’ εξοχήν με τη Μάνη. Στη Ρούμελη, υπολογίζονται σε 133.000 οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών έναντι 105.000 των πεδινών, στη Θεσσαλία, υπολογίζονταν σε 200.000 «ορεινούς» έναντι μόλις 100.000 «πεδινών»[16] και τα Άγραφα έφθαναν τους 50.000 κατοίκους. Ακόμα και η άγονη Μάνη έχει γύρω στις 25.000 πληθυσμό κατά τα τέλη του 17ουαι[17]. Οι πεδιάδες, έμεναν εν πολλοίς ακαλλιέργητες και συχνά μεταβάλλονταν σε βαλτοτόπια, ενώ στα βουνά αναπτυσσόταν μια ακμαία κτηνοτροφική και βιοτεχνική δραστηριότητα.
Ωστόσο, αυτός ο μετασχηματισμός της βόρειας ορεινής Ελλάδας σε μια «Ελβετία» των Βαλκανίων, με δυνητικό κέντρο τη Μοσχόπολη, δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί. Διότι, αν οι Τούρκοι πασάδες δεν είχαν καμία διάθεση να κατατρίβονται στα «κατσάβραχα» της ορεινής Ελλάδας, οι ορθόδοξοι πληθυσμοί, ανάμεσα τους Βλάχοι, Αρβανίτες, Αρβανιτόβλαχοι, αντιμετωπίζουν τους άτακτους «Τουρκαλβανούς» που, είτε από τα βορειότερα της Αλβανίας είτε πρόσφατα εξισλαμισμένοι, μεταβάλλονται στη μάστιγα της αναπτυσσόμενης ορεινής Ελλάδας.
Οι Τουρκαλβανοί, «ειδικεύονται» στον πόλεμο και στη λεηλασία των «απίστων», ως αντάλλαγμα για την προστασία που παρέχουν στην Αυτοκρατορία, όπως συνέβη με την κάθοδο δεκάδων χιλιάδων στην Πελοπόννησο κατά τα Ορλωφικά. Και αν οι ορθόδοξοι πληθυσμοί θα αποκτήσουν και αυτοί κάποιες κοινότητες ειδικευμένες στον πόλεμο, όπως οι Σουλιώτες, οι Χειμαριώτες, ή οι Μανιάτες στον Νότο, ή ορισμένους ισχυρούς κλεφταρματολούς, ήταν αδύνατο εντούτοις να αντιμετωπίσουν οριστικά τις τουρκαλβανικές συμμορίες που δρούσαν στο όνομα της οθωμανικής εξουσίας και του ισλάμ.
Οι ταραχές που ακολούθησαν τα Ορλωφικά θα αποτελέσουν «τη μεγάλη ευκαιρία» για τα τουρκαλβανικά φύλα να εξαφανίσουν ή να συρρικνώσουν τους ορθόδοξους πληθυσμούς της Πίνδου· μια μεγάλη πολιτεία όπως η Μοσχόπολη, δυνητικό εναλλακτικό κέντρο έναντι των τουρκοκρατούμενων Ιωαννίνων, θα εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της, η Γράμμοστα θα συρρικνωθεί, το Λινοτόπι θα εξαφανιστεί. Σε αυτά τα πλαίσια της «καθόδου» των τουρκαλβανικών φύλων θα πρέπει να εντάξουμε και την κατάληψη του πασαλικιού των Ιωαννίνων από τον Αλή πασά και τη μέχρι θανάτου σύγκρουσή του με τους Σουλιώτες.
Στη Βόρειο Ήπειρο και τη βορειοδυτική Μακεδονία οι επιδρομές που ξεκίνησαν ήδη από το 1630 αποκτούν ενδημικό χαρακτήρα και θα κορυφωθούν κατά τη δεκαετία του 1760, εξαναγκάζοντας τους κατοίκους της Μοσχόπολης, της Νικολίτσας και του Λινοτοπίου σε φυγή[18].
Η Γράμμουστα δέχτηκε μια πρώτη μεγάλη επίθεση στις 15 Αυγούστου του 1760 και οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν για να επιστρέψουν αργότερα. Προφανώς δε και η καλλιτεχνική παραγωγή ατονεί ή εξαφανίζεται. Εν τέλει, δε θα αντιμετωπίσει μια νέα καταδρομή από τον ίδιο τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, στα 1790-1810. Μάλιστα σύμφωνα με την παράδοση ο Αλής προσπάθησε να πάρει στο χαρέμι του την Σιάνα, κόρη του τσέλιγκα Χατζηστέργιου Χατζόπουλου, ο οποίος και δεν ενέδωσε στις πιέσεις. Υπάρχει μάλιστα και το σχετικό δημοτικό τραγούδι «της Σιάνας» στη βλάχικη γλώσσα[19], από το οποίο παραθέτουμε ένα μέρος σε μετάφραση:
Τον Χατζηστέργιο τον μεγάλο τσέλιγκα
σαν αυτόν δεν έχει άλλον η Γράμμουστα
Έχει σπίτι σαν παλάτι
κοπάδια από πρόβατα αμέτρητα
έχει και δυο άλογα δίδυμα δικά του
που είναι σαν τους γιους του ανέμου
Μα πάνω από όλα αυτά, έχει και μία κόρη…
και το όνομα της όμορφη Σιάνα
Ο τσέλιγκας αποκαλύπτει στον τσοπάνη του πως:
Το σκυλί αυτό, ο Αλή πασάς…
ζητά την Σιάνα μου για νύφη
έρχονται οι Αρβανίτες να μου την πάρουν
Ώχ!! Ο καημένος, τι την θέλω τη ζωή
άμα μου πάρει ο πρόστυχος την Σιάνα
–Μην τρομάζεις μεγάλε τσέλιγκα
θα τον χτυπήσουμε μικροί και μεγάλοι…[20]
Μετά από σφοδρές συγκρούσεις, οι Γραμμουστιανοί τράπηκαν σε φυγή καταδιωκόμενοι και κατέφυγαν στις ανατολικές και βόρειες περιοχές της Μακεδονίας, αποτελώντας τη δεύτερη μεγάλη πηγή της διασποράς των Βλάχων μετά τη Μοσχόπολη, κυρίως στο Κρούσοβο και το Μεγάροβο[21].
Για την καταστροφή αυτού του σημαντικού δίδυμου βιοτεχνικού και καλλιτεχνικού κέντρου μαρτυρούν βλάχικα τραγούδια που σώζονται μέχρι σήμερα στην Κλεισούρα και τη Βλάστη: «Ούνανίλι ντι Αρμπινέσισιάλτσ’ αχάντ’ αρματουλάτζ’ / σ’ ντούκα σ’ κάλκαΛινοτόπιασιΝικουλίτσασιτζιουμιτάτ’ ντι Μουσκοπόλιε (Μια χιλιάδα Αλβανοί κι άλλοι τόσοι αρματωλοί, πάνε να πατήσουν το Λινοτόπι και τη Νικολίτσα και τη μισή Μοσχόπολη)…..» και «Μωρή Γραμμουστιανιώτισσα κι από το Λινοτόπι, τι είν’ τα ντουφέκια που ’πεφταν πολύ βαριά βροντούσαν;…. Ωρέ μας πάτησαν τη Γράμμουστα κι αυτό το Λινοτόπι…..»[22].
Έτσι η Γράμμουστα και το Λινοτόπι θα πάψουν να αποτελούν επίκεντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας των βλαχόφωνωνπληθυσμμών, η οποία θα μεταφερθεί στα Ζαγοροχώρια, τους Χιονιάδες, τους Καλαρρύτες. Ο καημός της ρωμιοσύνης.
Υ.Γ. Συνεπτυγμένο απόσπασμα από ανέκδοτη εργασία του συγγραφέα για τη μεταβυζαντινή ζωγραφική.
[1] Βλ. Χαρ. Γκούτος, Από την ιστορία της επαρχίας Κόνιτσας, εκδ. Λειμών, Αθήνα 2017, σ. 207.
[2]Βλ. Γ. Καραμπελιάς, Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της Οικονομικής εξάρτησης, ΕΕ, Αθήνα 2013, σσ. 49-56· Φάνης Μιχαλόπουλος, Η Μοσχόπολις, αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας, 1500-1769, β΄ έκδ. ΕΕ, Αθήνα 2010.
[3]Θ. Τσάμπουρας, Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια από την περιοχή του Γράμμου κατά το 16ο και 17ο αι.: ζωγράφοι από το Λινοτόπι, τη Γράμμοστα, τη Ζέρμα και το Μπουρμπουτσικό, ΑΠΘ Φιλοσοφική Σχολή, Θεσ/νίκη 2013.
[4]Α. Τούρτα. Οι ναοί του Α. Νικολάου στη Βίτσα και του Α. Μηνά στο Μονοδένδρι. Προσέγγιση στο έργο των ζωγράφων από το Λινοτόπι. Αθήνα 1991.
[5]Ε. Δρακοπούλου «Ζωγράφοι από τον ελληνικό στον βαλκανικό χώρο…», στο Ε. Δρακοπούλου (επιμ.), Ζητήματα Μεταβυζαντινής Ζωγραφικής στη μνήμη του Μ. Χατζηδάκη, Πρακτικά 28-29 Μαϊου 1999, 2002 ΧΑΕ-ΙΝΕ/ΕΙΕ σ. 108· Θ. Τσάμπουρας, Τα καλλιτεχνικά…, ό.π.
[6]Τσάμπουρας, Τα καλλιτεχνικά … τ. Β΄ ό.π. σσ. 38-39
[7]Τσάμπουρας, Τα καλλιτεχνικά … τ. Α΄ ό.π. σ. 24 · A. N., Hâciu, Aromânii:Comerţ, Industrie, Arte, Expansiune, Civilizaţie, Φωξάνη 1936, σσ. 135-140· Κ. Αστέριος, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, , τ. 2, εκδ. Ζήτρος, 2000, σσ. 400-401.
[8]Α. Κουκούδης, «Η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της Καστοριάς», 2010, https://www.vlahoi.net/diaspora-ton-vlahon/i-vlahiki-parousia-stin-perioxi-tis-kastorias.
[9]Κ Αδάμ –A.Πισιώτη-Αδάμ, «Οδοιπορικό στη Γράμμουστα», 2o Σεμινάριο Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών ΠΟΠΣΒ, Άργος Ορεστικό, 18-19/03/ 2000, https://www.vlahoi.net/vlahoxoria/odoiporiko-sti-grammousta· Α Κουκούδης, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, Μελέτες για τους Βλάχους, τ. 2, Ζήτρος, 2000.· Α. Κολτσίδας, Ιστορία της Βωβούσας…, Κυριακίδης, 1997.
[10]Βλ. Π. Σ. Παπαευαγγέλου, Μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Δημητρίου εν Παλατιτσίοις Βεροίας, ΙΜΒΝ, αρ. 5, Θεσ/νίκη 1976· Α Τούρτα, Οι ναοί του Αγίου Νικολάου…, εκδ. ΤΑΠ, Αθήνα 1991, σσ. 184-187· Α. Τούρτα, «Εικόνες ζωγράφων από το Λινοτόπι (16ος-17ος αιώνας). Νέα στοιχεία και διαπιστώσεις για τη δραστηριότητά τους», ΔΧΑΕ, τ. ΚΒ΄, Αθήνα 2001, σσ. 341-356· Θεοχάρης Τσάμπουρας, Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια…, τ. Α΄, ό.π., σσ. 64-66.
[11]Α. Τούρτα, Οι ναοί του Αγίου Νικολάου στη Βίτσα…, ό.π.· Α. Τούρτα, «Μακεδονία: Η Θρησκευτική ζωγραφική… από τον 15ο-19ο αι.» στο Μακεδονία-Αρχαιολογία-Πολιτισμός, τ. Β΄, εκδ. εφ. Έθνος, 1995· Th. Popa, MbishknmeteKishavetë Shqipëtisë, Τίρανα 1998, αριθ. 20, 305.
[12]Βλ. Τούρτα, Οι ναοί του Αγίου Νικολάου…, ό.π., σσ. 29, 30· Ν. Σιώκης, «Το Λινοτόπι και οι ζωγράφοι του», Βλαχο-Κλεισούρα, 5, IV, 2002 https://www.vlahoi.net/politismos/to-linotopi-kai-oi-zografoi-tou
[13]Βλ. Γ.Κ. Γιακουμής – Κ.Γ. Γιακουμής, Ορθόδοξα μνημεία στη Βόρειο Ήπειρο, Ιωάννινα 1994, σσ. 53 κ.ε.,81 κ.ε., 92 κ.ε.· Γ.Κ. Γιακουμής, Μνημεία ορθοδοξίας στην Αλβανία, Αθήνα 1994, σσ. 26 κ.ε., 42 κ.ε., 108 κ.ε.
[14]Βλ. Χαρ. Γκούτος, Από την ιστορία της επαρχίας Κόνιτσας, εκδ. Λειμών, Αθήνα 2017, σ. 168.
[15]Βλ. Κ.Α. Μακρής, Χιονιαδίτες ζωγράφοι, 65 λαϊκοί ζωγράφοι…, Μέλισσα, 1981, σ. 12.
[16]Βλ. Κ. Μοσκώφ, Η εθνική κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα. Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, Θεσ/νίκη 1972, σ. 80· Β. Κρεμμυδάς, Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας, 1976, σσ. 92-96.
[17] C. Komis, La population et l’habitat du Magne: XVe – XIXe siècles, Panthéon, Sorbonne, Παρίσι 1991, σσ. 79 κ.έ.
[18]Γ. Καραμπελιάς, Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της Οικονομικής εξάρτησης, ΕΕ, Αθήνα 2013, σσ. 49-56· Σ. Λιάκος, Η καταγωγή των Αρμονίων (τουπίκλην Βλάχων), Θεσ/νίκη 1965, σσ. 168-169.
[19]Χατζηστέργιουτσέλιγκουμάρι / κά τού Γράμμουστιάλτουνούάρι./Άρι κάσα κά παλάτι,/ κουπίιντίόινιμισουράτι/άρισιντόιάτςμπινάτςαλούι,/σούντκάχίλιιάλβιμτoυλoύι…
[20]Κ Αδάμ–A. Πισιώτη-Αδάμ, «Οδοιπορικό…», ό.π.
[21]Κ. Αδάμ–A.Πισιώτη-Αδάμ, «Οδοιπορικό στη Γράμμουστα», ό.π.· Α. Κουκούδης, Οι Μητροπόλεις.., τ. 2, ό. π· Α. Κολτσίδας, Ιστορία της Βωβούσας, ό.π.
[22]Νικόλαος Δημ. Σιώκης «Το Λινοτόπι και οι ζωγράφοι του», 5-4-2002, http://www.vlahoi.net/politismos/to-linotopi-kai-oi-zografoi-tou