«Είμαι εβδομήντα οκτώ χρόνων και δεν με βοηθάει κανείς. Μα τι έχουν πάθει σήμερα οι άνθρωποι;», μου είπε πριν λίγους μήνες ένας ηλικιωμένος άντρας που συναντώ συχνά στον δρόμο. Έχει λευκά μαλλιά και λευκά γένια, είναι υποβασταζόμενος σε ένα μπαστούνι και έχει απλωμένο ένα κύπελο που κρατά στο χέρι του. Πολλές φορές ταϊζει τα περιστέρια με όσα ψίχουλα μένουν από ό,τι τρώει. Εκείνη την ημέρα του έδωσα δύο ευρώ και μου έδωσε την ευχή του. Για να πω την αλήθεια, ένιωσα ντροπή. Είναι αλήθεια πως η ακρίβεια είναι αβάσταχτη σήμερα, αλλά φαίνεται πως υπάρχουν και πράγματα που έχουν φτηνύνει υπερβολικά πολύ. Με δύο ευρώ σήμερα δεν αγοράζεις καφέ, αλλά μπορείς να πάρεις την ευχή ενός ηλικιωμένου;
Τα περισσότερα κύπελα των ανθρώπων που ζουν στους δρόμους είναι συνήθως άδεια, μάλλον επειδή πληρώνουμε τα πάντα με τραπεζική κάρτα και δεν έχουμε μαζί μας ψιλά. Πολλές φορές τους προσπερνάμε παγώνοντας κάθε συναίσθημα για τον πόνο τους και αυτό είναι σαν να τους εξαφανίζει. Αν κάνουμε ότι δεν τους είδαμε, θα είναι σαν να μην υπάρχουν. Γυρίζουμε το κεφάλι και επιταχύνουμε το βήμα μας και λίγα λεπτά μετά όλα κυλούν όπως πριν. Κι εμείς δεν αποτελούμε πια μέρος μιας αδικίας.
Η πόλη είναι αβάσταχτη το καλοκαίρι, ειδικά το καλοκαίρι της κλιματικής κρίσης. Μέσα στο τσιμέντο στο οποίο μπορείς άνετα να τηγανίσεις αβγά, οι άνθρωποι των δρόμων είναι συχνά ξαπλωμένοι και δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι ζωντανοί. Υπάρχει μια άποψη ότι δεν θέλουν να αλλάξουν τρόπο ζωής. Ότι δεν θέλουν να πάνε σε κλιματιζόμενη αίθουσα ή σε ξενώνα, επειδή προτιμούν τους δρόμους.
«Δεν θέλω να πάω σε ξενώνα, γιατί είναι αβάσταχτο να κοιμηθώ σε κρεβάτι και μετά να ξαναβρεθώ στο κρύο», είχα ακούσει κάποιον κάποτε να λέει.
Δεν ξέρω πώς αντέχουν αυτόν τον καύσωνα, δεν ξέρω τι κάνουν στις καταιγίδες. Οι άνθρωποι των δρόμων είναι πάντα εκεί, στη δική του θέση ο καθένας, ένα αναπόσπαστο μέρος των απάνθρωπων πόλεων μας. Μόνο που ο καθένας τους είναι άνθρωπος, ακριβώς όπως είμαστε κι εμείς. Με ανάγκες και συναισθήματα και με μια προσωπική ιστορία.
Πρόσφατα βρισκόμουν με μια φιλική παρέα και κάποιος μας διηγήθηκε το εξής, όταν ένα αγόρι προσπάθησε να μας πουλήσει ένα τριαντάφυλλο και του είπαμε να φύγει. Είπε ότι βρισκόταν κοντά σε ένα μέρος όπου ζούσε μια οικογένεια Ρομά. Η παράγκα τους έπιασε φωτιά, καταστράφηκαν όσα είχαν και πέθανε το μωρό τους. Ο άντρας αυτός πήγε στο σπίτι του, βρήκε τρόφιμα και κουβέρτες και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο. Ζήτησε από τον αστυνομικό, που βρισκόταν στο καμένο μέρος να περάσει και τα άφησε στην οικογένεια.
Αυτή σκέφτομαι είναι η μόνη ανθρώπινη απάντηση σήμερα σε μια κοινωνία όπου μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο σαν να είμαστε μονίμως τα θύματα. Είμαστε διαρκώς θιγμένοι και θεωρούμε πως η ζωή οφείλει να μας παρέχει τα πάντα, μισούμε αυτούς που μας αδικούν, αλλά απέναντι στον πόνο των άλλων φροντίζουμε πάντα να επιταχύνουμε το βήμα.
Επειδή πολλοί άνθρωποι υπήρξαν εκμεταλλευτές της αλληλεγγύης και τη χρησιμοποίησαν για το προσωπικό τους όφελος ή επειδή πολλές φορές τη διαφημίζουν σαν να είναι προϊόν, θεωρούμε ότι είναι καλύτερο να είμαστε κυνικοί και καχύποπτοι. Έτσι η αδιαφορία μας με κάποιο τρόπο νομιμοποιείται. Κι όμως, το ότι χρειάζεται προσοχή στο πού παρέχει κανείς κάποια βοήθειά, δεν σημαίνει ότι η βοήθεια θα πρέπει ως έννοια να καταργηθεί.
Γιατί αλλιώς σκοτώνουμε μέσα μας κάθε συναίσθημα, κάθε αίσθηση ευθύνης και ανθρωπιάς. Αυτή η στάση είναι στην ουσία της βαθιά καταθλιπτική.
Εν τέλει, μέσα στο αφόρητο καλοκαίρι του 2024, λίγο πριν πάει κανείς διακοπές, σε μια εποχή όπου η αλληλεγγύη έχει γίνει υπηρεσία ή ακόμη και τρόπος για να πλουτίζουν κάποιοι, είναι μια πράξη σχεδόν παράλογη το να αγοράσεις ένα μπουκάλι νερό για έναν άνθρωπο που ζητάει βοήθεια στον δρόμο στους 42 βαθμούς Κελσίου. Είναι μια πράξη σχεδόν επαναστατική.